Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΡΙΑ

ΚΕΦ. 1. ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ: Η IΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

             
1.       μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα ποια είναι η αρχή του κόσμου;
2.       Πότε μπορούμε να πούμε ότι έχουμε υιοθετήσει μια φιλοσοφική στάση στα πράγματα;
3.       Γιατί με τα φιλοσοφικά ερωτήματα νιώθουμε ότι θα υποστούμε ένα είδος νοητικής κράμπας;
4.       Γιατί τα φιλοσοφικά ερωτήματα αποκαλούνται οριακά, θεμελιώδη ή έσχατα;
5.       Ποια τεκμήρια οδηγούν στην άποψη ότι η φιλοσοφία είναι σκέψη πάνω στην ίδια τη σκέψη και τις δυνατότητές της;
6.       Γιατί πιστεύετε ο άνθρωπος οδηγήθηκες στην κατάχρηση του όρου φιλοσοφία;
7.       Γιατί θα πρέπει να εξετάσουμε τι κάνει κάποιος όταν φιλοσοφεί;
8.       Ερωτήσεις 1 και 2 του σχολικού εγχειριδίου
Κείμενα
9.       “Το πρόβλημα της μύγας που παγιδεύτηκε μέσα στο άδειο μπουκάλι είναι πως, ενώ υπάρχει διαφυγή, δεν μπορεί να τη βρει και φτερουγίζει νευρικά χωρίς να βρίσκει άκρη. Είναι μάταιο να υποδείχνεις στη μύγα πώς θα βγει, γιατί, ενώ εσύ ξέρεις τι θα έκανες, αν ήσουν μύγα, αυτή δεν ξέρει τι να κάνει, γιατί δε σκέφτεται όπως εσύ. Ανάλογα, οι προσπάθειες να δοθούν απαντήσεις στα φιλοσοφικά ερωτήματα μένουν συχνά ατελέσφορες, γιατί αυτά είναι έτσι διατυπωμένα, που να προϋποθέτουν διανοητικές δυνατότητες που πραγματικά δεν έχουμε. Αν χαμηλώναμε τους τόνους μας και αναδιατυπώναμε τα ερωτήματα με λιγότερο φιλόδοξες αξιώσεις, θα μπορούσαμε ίσως να αναμένουμε πιο θετικά αποτελέσματα”.
Λ. Βίτγκενσταϊν, Φιλοσοφικές έρευνες, μτφρ. Π. Χριστοδουλίδη, εκδ. Παπαζήση. Αθήνα 1977, σ. 309)
γιατί κρίνεται δύσκολο να δοθούν απαντήσεις στα φιλοσοφικά προβλήματα;
10.    Έτσι, για να συνοψίσουμε τη συζήτησή μας για την αξία της φιλοσοφίας, μπορούμε να πούμε ότι η φιλοσοφία πρέπει να σπουδάζεται, όχι για να μας δώσει οριστικές απαντήσεις στα ερωτήματά της, μια που, κατά κανόνα, καμία ορισμένη απάντηση δεν μπορούμε να ξέρουμε αν είναι αληθινή, αλλά μάλλον για τα ίδια αυτά ερωτήματα. Γιατί τα ερωτήματα αυτά πλαταίνουν την αντίληψή μας για το τι είναι δυνατό, πλουτίζουν τη δημιουργική μας φαντασία και περιορίζουν τη δογματική αυτοπεποίθηση που κρατά κλεισμένο το πνεύμα στη θεωρητική έρευνα. Αλλά, προ παντός, γιατί χάρη στο μεγαλείο του Σύμπαντος που αντικρίζει η φιλοσοφία, το πνεύμα γίνεται κι αυτό πλατύ και ικανό για την ένωσή του εκείνη με το Σύμπαν που αποτελεί το υψηλότερό του αγαθό.
Ράσελ Μπ., Τα προβλήματα της φιλσοφίας, εμτ. Γ. Δυρι’ωτη, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα 1963, σελ. 163
Πώς δικαιολογεί ο συγγραφέας την άποψη ότι η φιλοσοφία πρέπει να σπουδάζεται για τα ίδια τα φιλοσοφικά ερωτήματα; Ποια είναι η δική σας άποψη;
11.    “Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να καταστήσει κανείς δημοφιλείς ή να υπερασπίσει παράξενες και παράλογες θεωρίες από το να τις εφοδιάσει με πλήθος δυσνόητων, αμφίβολων και ασαφών λέξεων. Έτσι όμως αυτά τα καταφύγια μοιάζουν περισσότερο με σπηλιές ληστών ή φωλιές αλεπούδων παρά με φρούρια στρατηγών πολέμου: η δυσκολία να κυνηγήσει κανείς όσους καταφεύγουν σε τέτοιους τόπους δεν οφείλεται στην ισχύ τους, αλλά στα γύρω βάτα, στα αγκάθια και στο σκοτάδι των θάμνων. Γιατί, καθώς η υποκρισία από μόνη της είναι ασύμβατη με το ανθρώπινο πνεύμα, μόνο το σκοτάδι μπορεί να χρησιμεύσει ως άμυνα για το παράλογο”.
        (Τζον Λοκ, στο Ζ. Μπουβρές, Γοητευτικές και παραπλανητικές ακροβασίες
        της   φιλοσοφίας, επιμ. Στ. Βιρβιδάκη, μτφρ. Τ. Μπούκη, εκδ. Πατάκης, Αθήνα
       1999, σ.1)
Ποια συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από το κείμενο για την κατάχρηση της λέξης φιλοσοφία;
12.    Τα γλωσσικά παιχνίδια παίζονται το καθένα τους μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον, που μπορεί να είναι μια κοινωνική τάξη, μια επιστημονική κοινότητα, ένα θρησκευτικό δόγμα, ένα ιδεολογικό ρεύμα ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι σκέφτονται και συμπεριφέρονται με έναν ορισμένο τρόπο, ακολουθούν μια ορισμένη, όπως λέει ο Βιτγκενστάιν, μορφή ζωής, που διέπεται φυσικά από ορισμένους κανόνες, αφού χωρίς κανόνες δεν θα μπορούσε να υπάρξει η τελευταία αυτή. Το γλωσσικό παιχνίδι του χριστιανισμού, για παράδειγμα, παίζεται μέσα στους κόλπους της χριστιανικής πίστης, μέσα σε ένα περιβάλλον, δηλαδή, όπου οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε αυτό, για να μπορούν να συνεχίσουν να συμμετέχουν σε αυτό, είναι υποχρεωμένοι να σκέφτονται και να συμπεριφέρονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, σύμφωνα, ορισμένως, με τους κανόνες της μορφής ζωής που απαιτεί η χριστιανική πίστη στον Θεό. Αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος που σκέφτονται και συμπεριφέρονται όσοι συμμετέχουν στο γλωσσικό παιχνίδι της χριστιανικής πίστης, αυτή η μορφή ζωής των χριστιανών δηλαδή, τους υποχρεώνει να μιλάνε και με έναν ιδιαίτερο τρόπο, να μεταχειρίζονται τις λέξεις δίνοντάς τους ένα ιδιαίτερο νόημα, το οποίο οφείλει να υιοθετεί και κάθε άλλος που θα ήθελε να συμμετάσχει στο εν λόγω γλωσσικό παιχνίδι. Δεν μπορεί, δηλαδή, να λέει κάποιος «πιστεύω στην Δευτέρα παρουσία» και να εννοεί ότι αυτή θα συμβεί κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε ένα συγκεκριμένο τόπο, όπως ένα φυσικό γεγονός, η ανατολή του ηλίου, για παράδειγμα, για την οποία, ασφαλώς, με τα στοιχεία που διαθέτομε, δικαιούμεθα να λέμε πότε και πού θα συμβεί. Άλλοι οι κανόνες που διέπουν την μορφή ζωής του γλωσσικού παιχνιδιού της επιστήμης, και άλλοι οι κανόνες που διέπουν το γλωσσικό παιχνίδι της χριστιανικής πίστης. Για τον χριστιανό, η Δευτέρα Παρουσία δεν είναι ένα φυσικό γεγονός, όπως η ανατολή του ήλιου για τον επιστήμονα, αλλά είναι ένα αίτημα που βρίσκεται μέσα του για να τον κατευθύνει στις επιλογές του, για να του λέει τι να επιδιώκει και τι να αποφεύγει· χωρίς την πίστη στην Δευτέρα Παρουσία θα ήταν εκτεθειμένος στην αμαρτία, ευεπίφορος προς τις οποιεσδήποτε προκλήσεις. Αν αποφασίσει, λοιπόν, να σκέφτεται, να συμπεριφέρεται και να μεταχειρίζεται κανείς την γλώσσα που χρησιμοποιείται στο γλωσσικό παιχνίδι του χριστιανισμού με άλλον τρόπο, διαφορετικό από τον τρόπο που υπαγορεύουν οι κανόνες της μορφής ζωής που απαιτεί η χριστιανική πίστη στον Θεό, τότε εκείνο που θα πετύχει θα είναι να βγάλει ο ίδιος τον εαυτό έξω από το εν λόγω γλωσσικό παιχνίδι, και οι άλλοι που –ακολουθώντας τους κανόνες ζωής της μορφής ζωής, η οποία είναι συνυφασμένη με αυτό– συμμετέχουν στο γλωσσικό παιχνίδι της χριστιανικής πίστης δεν θα τον καταλαβαίνουν θεωρώντας τον ότι λέει ανοησίες.
Θ. Πελεγρίνης,
πώς εννοεί  ο φιλόσοφος  τα γλωσσικά παιγνίδια και σε ποιο φιλοσοφικό συμπέρασμα καταλήγει;
13.    εάν η πεποίθηση για την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου έρχεται φυσικά σε μας, ίσως δε χρειαζόμαστε καμία απόδειξη γι’ αυτήν. Μπορούμε απλώς να την αφήσουμε να υπάρχει και να ελπίζουμε ότι έχουμε δίκιο.  Κι αυτό πραγματικά κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι, αφού εγκαταλείψουν την προσπάθεια να την αποδείξουν: ακόμη κι αν δεν μπορούν να προβάλλουν λόγους ενάντια στον σκεπτικισμό, ούτε, ωστόσο, μπορούν και να ζουν με αυτόν. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι παραμένουμε προσκολλημένοι στις περισσότερες από τις συνήθεις πεποιθήσεις μας για τον κόσμο με βάση το γεγονός ότι (α) ίσως αυτές είναι εντελώς λανθασμένες και (β)  δεν έχουμε καμία βάση, για να αποκλείσουμε αυτή τη δυνατότητα, Μένουμε λοιπόν με δύο ερωτήματα: 1. Έχει νόημα η πιθανότητα ότι το περιεχόμενο της νόησής μας είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει-‘η ότι, ακόμη κι αν υπάρχει κόσμος έξω από τη νόησή μας, αυτός να είναι εντελώς ανόμοιος με ό,τι πιστεύουμε πως είναι; 2. Αν δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι υπάρχει οτιδήποτε άλλο έξω από τη νόησή μας, είναι πάντως σωστό να συνεχίσουμε να πιστεύουμε στην ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου;
ερωτήματα γνωσιοθεωρίας: πώς γνωρίζουμε τα πράγματα και μπορούμε να τα γνωρίσουμε; ThomasNagel, Φιλοσοφικά προβλήματα, μετ. Χρ. Μιχαλοπούλου- Βέικου, σελ. 27
Ποια γνωσιοθεωρητικά ερωτήματα τίθενται; Πώς θα τα αντιμετωπίζατε, αν σας τίθενται για πρώτη φορά;
14.    Τα κείμενα του σχολικού εγχειριδίου: για το πρώτο: ποιος βασικός παράγοντας οδηγεί τον άνθρωπο στη φιλοσοφία και γιατί; Για το δεύτερο: γιατί ο Σωκράτης επιδίωκε να οδηγεί τους συνομιλητές του σε γνωστική αμηχανία; Για το τρίτο: πώς αντιμετωπίζει ο Μούζιλ την κατάχρηση του όρου φιλοσοφία;