Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

ΑΞΙΟΛΟΓΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΗΘΙΚΗΣ ΟΡΘΟΤΗΤΑΣ
Σκοπός
 Κατανόηση του διλημματικού χαρακτήρα της ηθικής πράξης
 η ηθική ελευθερία κατακτάται σταδιακά με προσωπικό αγώνα διαμόρφωσης
κριτηρίων, με τα οποία θα διακρίνει κανείς το καλό από το κακό, έτσι ώστε να
υιοθετήσει σταθερούς ηθικούς κανόνες.
Η συνθήκη
Θα ήθελες να κλέψεις αυτόν τον δίσκο ή αυτό το ρούχο από ένα μαγαζί… Σε κοιτάζει
όμως ένας φύλακας ή μπορεί να υπάρχει σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης ή
απλώς φοβάσαι μήπως σε πιάσουν, σε τιμωρήσουν, σε καταδικάσουν… Αυτό βέβαια
δεν είναι τιμιότητα, είναι υπολογισμός. Αυτό δεν είναι ηθική, είναι προφύλαξη. Ο φόβος
του χωροφύλακα είναι το αντίθετο της αρετής ή είναι αρετή μόνο από προνοητικότητα.
H ηθική αρχίζει για τον καθέναν πάντα από εκεί όπου καμιά τιμωρία δεν είναι δυνατή,
από εκεί όπου καμιά καταστολή δεν είναι αποτελεσματική. Φαντάσου ότι έχεις το
δαχτυλίδι που αναφέρει ο Πλάτων, το περίφημο δαχτυλίδι του Γύγη, που θα σε έκανε
αόρατο κατά βούληση… Ο Γύγης, που τον θεωρούσαν ως τότε έντιμο, δεν μπόρεσε να
αντισταθεί στους πειρασμούς: επωφελήθηκε από τις μαγικές δυνάμεις του, για να μπει
στο ανάκτορο, να αποπλανήσει τη βασίλισσα, να δολοφονήσει τον βασιλιά, να πάρει ο
ίδιος την εξουσία, να την ασκήσει προς ίδιον όφελος. Θα ήταν άραγε αρκετό να μπορεί
κανείς να γίνεται αόρατος, για να εξαφανίζεται κάθε απαγόρευση και να μην υπάρχει
πια από τον καθέναν παρά το κυνήγι της εγωιστικής του ευχαρίστησης ή του
εγωιστικού του συμφέροντος; Ο Πλάτων βέβαια είναι πεπεισμένος για το αντίθετο.
Το κείμενο, Πλάτων, Πολιτεία 358 e-360d
Η παρέμβαση του Γλαύκωνα σχετικά με την ουσία της δικαιοσύνης – Το παράδειγμα του
δαχτυλιδιού του Γύγη
Ο Σωκράτης ανάγκασε τον σοφιστή Θρασύμαχο, θιασώτη της άποψης περί δικαίου του
ισχυροτέρου, (βλ. και ΠΛ Πολ 346e–348b) να παραδεχτεί ότι η δικαιοσύνη είναι μια αρετή της
ψυχής που μπορεί να εξασφαλίσει στον άνθρωπο την ευτυχία. Στο σημείο αυτό, όμως, παρενέβη ο
Γλαύκωνας, αδελφός του Πλάτωνα. Αυτός διαπίστωσε ότι ο πολύς κόσμος θεωρεί τη συμμόρφωση
με τις επιταγές της δικαιοσύνης ως κάτι κοπιαστικό και επαχθές, που αποφέρει, ωστόσο, τεράστια
οφέλη, ενώ ο Σωκράτης ισχυρίστηκε ότι η δικαιοσύνη πρέπει να επιδιώκεται όχι μόνο διότι
αποφέρει οφέλη, αλλά και γιατί ως προς την ουσία της είναι κάτι καλό. Ζήτησε, λοιπόν, να τεθεί η
εξέταση σε άλλη βάση:
Είναι από τη φύση, λένε, καλό πράγμα να αδικείς, ενώ το να σε αδικούν κακό, κι υπάρχει στην
αδικία που υφίστασαι περισσότερο κακό απ' όσο καλό υπάρχει στην αδικία που διαπράττεις
εσύ, έτσι ώστε, όταν οι άνθρωποι αδικούν ο ένας τον άλλο και αδικούνται, και τα δοκιμάζουν και
τα δύο, να συμφέρει σ' αυτούς που δεν μπορούν να αποφύγουν το ένα αλλά ούτε και να
καταφέρουν το άλλο να συμφωνήσουν μεταξύ τους μήτε να αδικούν μήτε να αδικούνται. Εδώ
λοιπόν, λένε, έχει την αρχή της η θέσπιση νόμων και η σύναψη συμφωνιών, κι ό,τι προστάζει ο
νόμος το ονομάζουν νόμιμο και δίκαιο. Κι αυτή είναι, λένε, η προέλευση και η ουσία της
δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί έτσι κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στο καλύτερο απ' όλα, που είναι να
αδικείς χωρίς να παθαίνεις τίποτα, και στο χειρότερο, που είναι να σε αδικούν χωρίς εσύ να
μπορείς να ανταποδώσεις το άδικο που σου κάνουν. Το δίκαιο λοιπόν, έχοντας μια θέση ανάμεσα
σ' αυτά τα δύο, κερδίζει την αγάπη όχι ως κάτι καλό, αλλά ως κάτι που το τιμάμε επειδή δεν
έχουμε τη δύναμη να είμαστε άδικοι. Γιατί εκείνος που έχει τη δύναμη να διαπράξει το άδικο και
που πραγματικά το λέει η καρδιά του, δεν θα συμφωνούσε ποτέ και με κανέναν να μην αδικεί
και να μην τον αδικούν· γιατί θα ήταν τρελός αν το έκανε. Να λοιπόν, Σωκράτη, ποια είναι η
δικαιοσύνη και ποια η φύση της και ποιες οι συνθήκες από τις όποιες αναδύθηκε σύμφωνα με
αυτά τα λεγόμενα.
Το ότι, τώρα, και όσοι εφαρμόζουν στην πράξη το δίκαιο, το εφαρμόζουν παρά τη θέλησή τους,
από αδυναμία να πράξουν το άδικο, θα το αντιληφθούμε με τον καλύτερο τρόπο, αν κάνουμε
την ακόλουθη υπόθεση. Ας πούμε ότι δίνουμε στον καθένα από τους δύο, και στον δίκαιο και
στον άδικο, την εξουσία να κάνουν ό,τι θέλουν, κι έπειτα τους παρακολουθούμε για να δούμε
πού θα οδηγήσει τον καθένα τους η επιθυμία. Ε λοιπόν, επ' αυτοφώρω θα τον συλλαμβάναμε
τότε τον δίκαιο να ακολουθεί τα ίδια χνάρια με τον άδικο, αφού από τη φύση του κάθε πλάσμα
επιδιώκει να έχει περισσότερα από τα άλλα θεωρώντας ότι αυτό είναι κάτι καλό, αναγκάζεται
όμως δια της βίας από το νόμο να σέβεται την ισότητα. Κι αυτή η εξουσία για την οποία μιλώ θα
ήταν ακριβώς όμοια με εκείνη που θα είχαν, αν τους συνέβαινε να αποκτήσουν δύναμη σαν κι
εκείνη που, καθώς λένε, έλαβε κάποτε ο πρόγονος του Γύγη του Λυδού.
Ήταν, λένε, βοσκός και δούλευε στον άρχοντα, τότε, της Λυδίας, όταν ύστερα από μια μεγάλη
νεροποντή και σεισμό ράγισε κάπου το έδαφος και άνοιξε ένα βαθύ ρήγμα στον τόπο που
έβοσκε το κοπάδι του. Σάστισε σαν το είδε, κατεβαίνει, και κοντά στα άλλα περίεργα βλέπει εκεί,
όπως λέει ο μύθος, ένα χάλκινο άλογο, κούφιο από μέσα, που είχε κάτι μικρές θυρίδες·
σκύβοντας στο εσωτερικό του βλέπει μέσα έναν νεκρό με κορμί, έτσι έδειχνε, μεγαλύτερο από
ανθρώπινο που δεν είχε απάνω του τίποτε άλλο παρά μόνο φορούσε στο χέρι του ένα χρυσό
δαχτυλίδι, που ο βοσκός του το βγάζει κι ανεβαίνει επάνω. Καθώς τότε γινόταν η τακτική
συνάθροιση των βοσκών για να στείλουν, όπως κάθε μήνα, στο βασιλιά τις αναφορές τους για
τα κοπάδια, έφθασε κι αυτός φορώντας στο χέρι το δαχτυλίδι. Εκεί λοιπόν που καθόταν με τους
άλλους βοσκούς, γύρισε εντελώς τυχαία το δέσιμο του δαχτυλιδιού προς το μέρος του, προς την
παλάμη, και μόλις το έκανε αυτό, έγινε ο ίδιος άφαντος για όσους ήσαν καθισμένοι εκεί γύρω,
έτσι που κι εκείνοι μιλούσαν γι' αυτόν σαν να ήταν φευγάτος. Εκείνος τά 'χασε και ψηλαφώντας
πάλι το δαχτυλίδι γυρίζει το δέσιμο προς τα έξω, και με το που το έκανε αυτό έγινε ορατός.
Έχοντας αντιληφθεί ότι κάτι συνέβαινε, προσπάθησε να δοκιμάσει αν τη δύναμη αυτή την είχε
το δαχτυλίδι, και αν πραγματικά στρέφοντας το δέσιμο προς τα μέσα, γινόταν άφαντος, ενώ
στρέφοντάς το προς τα έξω γινόταν φανερός. Μόλις το διαπίστωσε, κατάφερε να πάει κι αυτός
με τους βοσκούς, με τους οποίους έστελναν τους λογαριασμούς στο βασιλιά, και φθάνοντας εκεί,
αφού μοίχευσε τη γυναίκα του βασιλιά, του επιτέθηκε μαζί της, τον σκότωσε και έτσι άρπαξε
την εξουσία. Αν λοιπόν γινόταν να είχαμε δύο τέτοια δαχτυλίδια, και το ένα να το φορούσε ο
δίκαιος, το άλλο ο άδικος, κανένας τους, καθώς φαίνεται, δεν θα αποδεικνυόταν τόσο
αδαμάντινος χαρακτήρας ώστε να μένει αταλάντευτα δίκαιος και να έχει τη λεβεντιά να
κρατιέται μακριά από τα ξένα πράγματα και να μην τα αγγίζει, μόλο που θα μπορούσε να
πηγαίνει στην αγορά και να παίρνει ό,τι θέλει χωρίς να έχει να φοβηθεί τίποτα, να μπαίνει στα
ξένα σπίτια και να σμίγει ερωτικά με όποιον του αρέσει, να σκοτώνει ή να βγάζει από τη φυλακή
όποιον κι αν θελήσει και να κάνει κάθε άλλη πράξη όντας ίδιος θεός ανάμεσα στους ανθρώπους.
Ενεργώντας δε έτσι, δεν θα 'κανε τίποτα διαφορετικό από τον άλλο, αλλά και οι δυο τους θα
τραβούσαν τον ίδιο δρόμο. Κι αναμφίβολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό
αποτελεί τρανή απόδειξη πως κανένας δεν είναι με τη θέληση του δίκαιος αλλά από αναγκασμό,
πιστεύοντας ότι προσωπικά γι' αυτόν το δίκιο δεν αποτελεί κάτι καλό, αφού όπου καθένας
νομίζει ότι έχει τη δύναμη να αδικήσει, θα αδικήσει.
Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει ότι για τον εαυτό του η αδικία είναι πολύ πιο ωφέλιμη από τη
δικαιοσύνη, και σωστά το πιστεύει, όπως θα υποστηρίξει όποιος εκφράζει μια τέτοια άποψη·
αφού, αν συνέβαινε να πάρει κάποιος στα χέρια του τέτοια εξουσία χωρίς να δείχνει καμιά
διάθεση να κάνει το άδικο ούτε να βάλει χέρι σε ξένα πράγματα, τον άνθρωπο αυτό, όσοι θα
τύχαινε να τον προσέξουν, θα τον θεωρούσαν αξιολύπητο ίσαμ' εκεί που δεν πάει άλλο, και πέρα
για πέρα ανόητο, ωστόσο δημοσίως θα τον επαινούσαν εξαπατώντας ο ένας τον άλλο από φόβο
μήπως αδικηθούν κι οι ίδιοι. Αυτά σχετικά με τούτο το θέμα.
Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. 2002. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγικό σημείωμα,
μετάφραση, ερμηνευτικά σημειώματα. Αθήνα: Πόλις.
Ο οριακός χαρακτήρας των ερωτημάτων της ηθικής φιλοσοφίας
“Με τον τρόπο που ρωτάμε για τα αληθινά και τα λάθη, ρωτάμε συχνά για τα καλά και τα κακά.
Θέτουμε μάλιστα οριακά ερωτήματα σαν τα ακόλουθα: Ποιο είναι το ύψιστο αγαθό της ζωής; Tι
κάνει μια πράξη σωστή; Ποιο είναι το κριτήριο με το οποίο διακρίνουμε καλά και κακά, ηθικά και
ανήθικα; [...] Nα οριστεί πώς διακρίνονται οι σωστές από τις εσφαλμένες πράξεις σημαίνει να
διατυπωθεί ένα κριτήριο ηθικότητας, δηλαδή μια σταθερά που χρησιμεύει ως μέτρο κρίσης του
καλού και του κακού”.
Θ. Βέικος, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1989, σ. 137-138)
Η ενότητα
1. Πρέπει να μας απασχολούν τα αποτελέσματα των πράξεών μας στη ζωή
τη δική μας και των άλλων ανθρώπων;
Στόχοι
 εξοικείωση με το φιλοσοφικό περιεχόμενο του όρου ωφελιμισμός, σε
αντιδιαστολή προς την καθημερινή χρήση του, και συνειδητοποίηση ότι η
θεωρία του ωφελιμισμού, παρά την πειστικότητα των επιχειρημάτων
 της, παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες.
 κατανόηση της αντίληψης περί ηθικής ορθότητας, που η
συνεπειοκρατία συνεπάγεται και να γίνουν αντιληπτά τα όριά της
 στην ηθική δεν μπορεί να υπάρχουν σε κάθε περίπτωση απόλυτα και
άκαμπτα κριτήρια των πράξεών μας ούτε μπορεί η ηθική να συνδυαστεί
με ασφάλεια με την αριθμητική, όπως ήθελαν οι ωφελιμιστές (τα όρια
της ποσοτικοποίησης ως κριτηρίου για τη λήψη ηθικών αποφάσεων),
ώστε να αποκτήσει αδιάβλητο κύρος. Tα παραπάνω όμως δε σημαίνουν
αποδοχή ενός ακραίου σχετικισμού ή υποκειμενισμού.
 Ο όρος συνεπειοκρατία χρησιμοποιείται για την περιγραφή θεωριών
που κρίνουν το αν μια πράξη είναι σωστή ή λανθασμένη όχι από τις
προθέσεις του ατόμου που πράττει ή τα εγγενή χαρακτηριστικά της ίδιας
της πράξης και του κανόνα που τη διέπει, αλλά κυρίως από τα
αποτελέσματα αυτής της πράξης ή της υιοθέτησης του κανόνα που τη
διέπει.
 ο Καντ θα έλεγε ότι το ψέμα είναι πάντοτε ηθικά λανθασμένο, όποια κι αν
είναι τα πιθανά οφέλη που μπορεί να προκύψουν από αυτό, ένας
υποστηρικτής της θεωρίας των συνεπειών θα έκρινε το ψέμα από τα
αποτελέσματα που θα είχε ή που περιμένει κανείς.
 Ο ωφελιμισμός είναι η γνωστότερη θεωρία ηθικής που στηρίζεται στις
συνέπειες και ο πιο διάσημος υπέρμαχός της ήταν ο Τζον Στιούαρτ Μιλ
(1806-1873).
Η συνθήκη
Αν κάποιος επέβαλε τιμωρία (ξυλοδαρμό) σε ένα παιδί, επειδή έκανε μια αταξία, το
ερώτημα αν η πράξη του είναι ηθική ή όχι θα εξαρτιόταν απόλυτα από τα
αποτελέσματα αυτής της πράξης; Θα πρέπει άραγε να υπολογίσουμε μόνο το άμεσο
αποτέλεσμα της τιμωρίας του παιδιού ή μήπως πρέπει να λάβουμε υπόψη και τα
μακροχρόνια αποτελέσματα;
Το διάγραμμα
 Η μη οικειοποίηση ξένων χρημάτων είναι απόρροια των συνεπειών της πράξης
μας για:
 την επιχείρηση
 για τη ζωή των άλλων εργαζομένων
 οφείλουμε να αναλογιστούμε όχι τι θα συμβεί στη συγκεκριμένη περίπτωση,
όσο τι θα γινόταν, αν όλοι υπέκυπταν στον πειρασμό ενός εύκολου πλουτισμού
 ηθικά ορθή πράξη= τα αποτελέσματά της τα καλύτερα για όσο το δυνατόν
μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων//εσφαλμένη, αν οι συνέπειες είναι χειρότερες
από άλλες πράξεις
 κανόνας πράξης= η εφαρμογή του οδηγεί σε συγκριτικά καλύτερα
αποτελέσματα από όποιον άλλο//εσφαλμένος, αν η εφαρμογή του οδηγελι σε
χειρότερες συνέπειες
 οι φιλόσοφοι που εμμένουν στη σκέψη να προσέξουμε τις συνέπειες των
πράξεών μας: ποσό ωφέλειας που προκύπτει από τη συμπεριφορά μας
 πρόκειται για τη ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΩΦΕΛΙΜΙΣΜΟΥ (Ιδρυτές της οι Τζέρεμυ Μπένθαμ
και Τζον Στιούαρτ Μιλ)
Διαδόθηκε πλατιά στη Μεγάλη Βρετανία του 19ου αιώνα αντανακλώντας τους
πνευματικούς προσανατολισμούς της αγγλικής φιλελεύθερης αστικής τάξης. Η νοοτροπία
του αστού εκφράστηκε στην ηθική του Μπένθαμ (1748-1832) και στο γεγονός ότι ο ίδιος
ανήγαγε το πρόβλημα της ηθικής επιλογής σε έναν απλό υπολογισμό κερδών και ζημιών.
Γενικότερα, ήθελε να αποπέμψει τη μεταφυσική και τη θρησκεία από τους κανόνες
συμπεριφοράς του ανθρώπου. Ο Μπένθαμ, ως μεταρρυθμιστής του ποινικού δικαίου,
απαιτεί μια κατάλληλη ποσοτικοποίηση των κυρώσεων ανάλογα με τη σοβαρότητα των
συνεπειών κάθε σφάλματος και σύμφωνα με τη στάση της κοινότητας απέναντι στην
προκληθείσα βλάβη.
Η σπουδαιότητα του Μιλ στην ιστορία της φιλοσοφίας σχετίζεται με το έργο του ως
θεωρητικού της λογικής και της επιστημολογίας. Το 1859 ο Μιλ δημοσιεύει το Περί
ελευθερίας, ένα έργο στο οποίο δείχνει ότι είναι έτοιμος να πολεμήσει τη χρησιμοθηρία,
που συναινούσε στη θυσία του ατόμου στον βωμό της ευημερίας των πολλών. Ευνοεί έτσι
“μια ηθική αυτοδιδαχή της κοινωνίας, που θα ωθούσε τους ανθρώπους να συνεργάζονται
και να αλληλοβοηθιούνται”, κάτι που μοιάζει να αποτελεί τη διεκδίκηση μιας
αυτοοργανωμένης κοινωνίας πολιτών, η οποία εμπνέεται από το πνεύμα της συνεργασίας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ένας θεωρητικός της επιστήμης ανήκει στη χορεία των επιφανών
στοχαστών της δημοκρατίας του 19ου αιώνα
 Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ηθικά ορθή χαρακτηρίζεται μια πράξη αν παράγει
τη μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια για το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό
ανθρώπων. Άρα για να αποφασίσουμε αν θα κάνουμε μια πράξη, πρέπει να
υπολογίσουμε τις συνέπειες που θα έχει η πράξη αυτή στην ανθρωπότητα.
 ΣΗΜΕΙΩΣΗ: η θεωρία του ωφελιμισμού δε σχετίζεται με την σημασία που έχει
σήμερα ο όρος, ο οποίος χρησιμοποιείται με την έννοια της εγωιστικής
επιδίωξης του προσωπικού συμφέροντος.
 Για παράδειγμα, στο δίλημμα του ταμία, σύμφωνα με τη θεωρία του
ωφελιμισμού, ο ταμίας δεν θα πρέπει να προχωρήσει στην κατάχρηση, γιατί
μπορεί τα χρήματα που θα καταχραστεί να είναι λίγα, όμως, αν πολλοί έκαναν
αυτή την πράξη με το ίδιο σκεπτικό, τότε σίγουρα πολλές επιχειρήσεις θα
χρεωκοπούσαν και πολλοί εργαζόμενοι θα έχαναν τη δουλειά τους.
 ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΩΦΕΛΙΜΙΣΜΟΥ
1. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορούμε πάντα να προβλέψουμε με ασφάλεια
τις συνέπειες των πράξεών μας.
2. Δεν είναι καθόλου εύκολο να βρούμε τον τρόπο να «μετρήσουμε» το ποσό της
παραγόμενης ωφέλειας από κάθε μας πράξη.
3. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια άποψη για το τι είναι ηθικό, καλό, δίκαιο.
Υπάρχουν πολλών ειδών ηδονές ή λύπες για την αξία των οποίων οι γνώμες
διαφέρουν.(π.χ. οι απόψεις για την ελεημοσύνη ή για τη σεξουαλική ηδονή
ταυτίζονται;)
4. Συχνά μπορεί στην προσπάθειά μας να εξασφαλίσουμε την ευτυχία της
πλειοψηφίας να αγνοήσουμε τα δικαιώματα των πιο ασθενών μειονοτήτων.
5. Ακόμα και αν συμφωνήσουμε όλοι για το τι είναι ηθικό και δίκαιο, μπορεί
στην προσπάθειά μας να μεγιστοποιήσουμε την παραγόμενη ωφέλεια, να μη
δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στα μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε για να
επιτύχουμε το σκοπό μας και τότε να καταλήξουμε στην αποδοχή της
επικίνδυνης αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Τα κείμενα
 ´Επειδή η ηδονή είναι το πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό, δεν επιζητούμε κάθε
ηδονή, αλλά συμβαίνει κάποτε πολλές ηδονές να τις αποφεύγουμε, όταν
συνεπάγονται για μας μεγαλύτερες δυσχέρειες. Πολλούς πάλι πόνους τους
θεωρούμε ανώτερους από τις ηδονές, επειδή τους ακολουθεί μεγαλύτερη ηδονή,
αφού υπομείναμε για πολύν καιρό τους πόνους. Μολονότι λοιπόν κάθε ηδονή
είναι αγαθό χάρη στη φυσική της συγγένεια προς εμάς, δεν είναι κάθε ηδονή
τέτοια που να την επιδιώκουμε· με τον ίδιο τρόπο, μολονότι κάθε πόνος είναι
κακό, δεν είναι κάθε πόνος από τη φύση του τέτοιος που πάντα να τον
αποφεύγουμε. Όλα αυτά είναι σωστό να τα κρίνουμε με συσχετισμό και
προσεκτική εκτίμηση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων. Γιατί
μερικές φορές αντιμετωπίζουμε το καλό σαν να είναι κακό και, αντίστροφα, το
κακό σαν να είναι καλό
Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα, μετάφραση Στ. Δημόπουλου και Μ.
Δραγώνα-Μονάχου5 , σσ. 129-130
Αφού το μελετήσετε, να απαντήσετε σε δύο από τις ερωτήσεις που ακολουθούν:
α) Πώς προσδιορίζει την ηδονή ο Επίκουρος; β) Ποια στάση πρέπει να τηρεί ο
άνθρωπος απέναντι στις ηδονές και με βάση ποια κριτήρια να τις επιλέγει; γ)
Πώς συνδέει ο φιλόσοφος την ηδονή με τον πόνο; δ) Πόσα είδη ηδονών
διακρίνει ο Επίκουρος; Αφού τα αναφέρετε, να προσδιορίσετε την ουσία και την
ποιοτική τους διαφορά. ε) Μπορείτε να αναφέρετε κάποιες ηδονές που έχουν
δυσάρεστα αποτελέσματα γιí αυτούς που τις καρπώνονται ή αντίστροφα
κάποιους πόνους από τους οποίους προκύπτουν τελικώς ηδονές;
 Η στάση ζωής των Κυνικών.
Έλα λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, λέγε μας πάλι πώς συμβαίνει, ενώ έχεις τόσο
μικρή περιουσία, να καυχιέσαι για πλούτο. ´Διότι είμαι της γνώμης, φίλοι, ότι
τον πλούτο και τη φτώχεια οι άνθρωποι δεν τα έχουν στο σπίτι αλλά στην ψυχή
τους. Γιατί βλέπω πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι μí όλο που διαθέτουν πάρα
πολλά χρήματα, θεωρούν τον εαυτό τους τόσο φτωχό, ώστε να καταβάλλουν
κάθε προσπάθεια και διακινδυνεύουν τα πάντα προκειμένου να αποκτήσουν
περισσότερα· και ξέρω και αδέλφια που αν και κληρονόμησαν ίσα μερίδια,
ωστόσο ο ένας από αυτούς έχει όσα του χρειάζονται για να ζει και επιπλέον
κάποιο περίσσευμα, ενώ ο άλλος στερείται τα πάντα. Ακούω επίσης για
κάποιους τυράννους πως έχουν τέτοια δίψα για λεφτά, ώστε κάνουν πράγματα
πολύ χειρότερα κι από τους πιο απένταρους. Γιατί, φυσικά, είναι η ανέχεια που
κάνει άλλους να κλέβουν, άλλους να γίνονται διαρρήκτες, άλλους να γίνονται
σωματέμποροι· ενώ υπάρχουν κι ορισμένοι τύραννοι που καταστρέφουν
ολόκληρες οικογένειες, σκοτώνουν αμέτρητους ανθρώπους, συχνά μάλιστα
υποδουλώνουν κι ολόκληρες πολιτείες για τα λεφτά. Αυτούς εγώ τους οικτίρω,
και πάρα πολύ, για την πολύ βαριά τους αρρώστια. Μου δίνουν την εντύπωση
πως έχουν πάθει ό,τι κι ένας άνθρωπος με μεγάλη περιουσία, ο οποίος αν και
τρώει πολύ, δεν χορταίνει ποτέ. Όσο για μένα έχω τόσα που κι εγώ ο ίδιος με
δυσκολία τα βρίσκω· ωστόσο υπάρχουν αρκετά για να τρώγω, ώστε να μην
πεινάω και να πίνω ώστε να μη διψώ και να είμαι ντυμένος, ώστε, όταν είμαι
έξω, να μην τρέμω από το κρύο περισσότερο απí ότι τούτος εδώ ο πάμπλουτος
Καλλίας. Κι όταν βρεθώ στο σπίτι, οι τοίχοι μου φαίνονται σαν πολύ ζεστά
ρούχα, τα ταβάνια σαν πολύ χοντρά πανωφόρια κι η κρεβατόστρωσή μου είναι
τόσο επαρκής που δυσκολεύομαι να σηκωθώ από το κρεβάτι. Γιατί όσοι
πιστεύουν ότι αυτά που οι ίδιοι έχουν είναι με το παραπάνω αρκετά, ελάχιστα
ορέγονται όσα έχουν οι άλλοι. Κι αξίζει ακόμη να καταλάβει κανείς ότι ένας
τέτοιος πλούτος κάνει τους ανθρώπους γενναιόδωρους. Γιατί και τούτος εδώ ο
Σωκράτης, στον οποίο οφείλω αυτό τον πλούτο* , μου πρόσφερε μια βοήθεια
όχι περιορισμένη και με το μέτρο, αλλά ό,τι μπορούσα να το κρατήσω μου το
έδινε· κι εγώ τώρα δεν φθονώ κανέναν, αλλά το θησαυρό που έχω στην ψυχή
μου τον δείχνω σí όλους τους φίλους και τον προσφέρω σí όποιον τον θέλει. Και
το πιο περίκομψο κτήμα μου: το βλέπετε πως πάντα έχω ελεύθερο χρόνο, ώστε
να βλέπω όσα αξίζουν να τα βλέπει κανείς, και να ακούω όσα αξίζουν να τα
ακούει και - πράγμα που εγώ το θεωρώ πολύτιμο - να περνώ απερίσπαστος την
ημέρα μου μαζί με το Σωκράτη. Κι αυτός πάλι δεν θαυμάζει όσους έχουν πολύ
χρυσάφι, αλλά συναναστρέφεται αυτούς που είναι αρεστοίª. Αυτά είπε ο
Αντισθένης.
Ξενοφώντος, Συμπόσιο IV 34-44, μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου
*´Στο τέλος του λόγου του ο Αντισθένης εκφράζει με θέρμη την ευγνωμοσύνη του στον Σωκράτη:
η συναναστροφή με αυτόν στάθηκε για τον Αντισθένη μάθημα αυτοκυριαρχίας και ολιγάρκειας.
Μπορούμε έτσι να υποθέσουμε ότι οι βασικές αρχές της αντισθένειας ηθικής αποτελούν
μετάπλαση - σε θεωρητικό επίπεδο - ορισμένων χαρακτηριστικών βιογραφικών γνωρισμάτων
του Σωκράτηª (Οι αρχαίοι κυνικοί, ό.π., σ. 87).
• Η ολιγάρκεια στο παράδειγμα του Κράτη.
Όμοια και ο Κράτης περιφρόνησε τα χρήματα και άφησε την περιουσία του
έρημη να βόσκουν σí αυτήν τα πρόβατα - γιατί κατά τη γνώμη του η περιουσία
υπηρετεί την κακία και το σώμα, και αφού ανέβηκε πιο ψηλά από το βωμό,
έκανε καταμεσίς στην Ολυμπία τη μεγάλη διακήρυξη βροντοφωνάζοντας εκείνο
το περίφημο: ´Ο Κράτης από τη Θήβα ελευθερώνει τον Κράτηª, γνωρίζοντας
καλά ότι είναι δουλεία να έχει κανείς κυριευτεί από τα πράγματα· λένε ότι αυτός
ο Κράτης (σύμφωνα όμως με ορισμένους, κάποιος άλλος φιλόσοφος με τις ίδιες
απόψεις) ταξιδεύοντας κάποτε στη θάλασσα, καθώς η θαλασσοταραχή αγρίευε
και το πλοίο έγερνε από το φορτίο, πετούσε πολύ πρόθυμα τα πράγματά του
στο βυθό λέγοντας επιπλέον, αυτά τα λόγια που αξίζει να τα θυμόμαστε:
´Ευχαριστώ, Τύχη εσένα που με δίδαξες καθετί όμορφο, για το ότι μου είναι
τόσο εύκολο να μαζευτώ σí ένα παλιωμένο ρούχοª.
Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ποιήματα, Οι αρχαίοι κυνικοί, ό.π., μετάφραση Ν.
Μ. Σκουτερόπουλου, σσ. 500-501 4.
• Η άποψη του Επίκουρου για το θάνατο. ´Ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας·
γιατί αυτό που έχει καταλυθεί δεν έχει αντιληπτικό αίσθημα· και αυτό που δεν
έχει αντιληπτικό αίσθημα δεν μας ενδιαφέρειª.
Επίκουρος, Κύριαι Δόξαι, ΙΙ, Long, ό.π., σ. 90
´Ο θάνατος δεν έχει καμιά σχέση με μας· γιατί κάθε καλό και κακό υπάρχει
επειδή το νιώθουμε και ο θάνατος είναι μια κατάσταση όπου δεν νιώθει κανείς
τίποτα... Ο θάνατος δεν έχει καμιά σχέση με μας, γιατί ο πεθαμένος δεν
αισθάνεται τίποτε, και όποιος δεν αισθάνεται τίποτε δεν έχει σχέση με μαςª.
Διογένης Λαέρτιος, Επίκουρος, Χ, 124, 139 ΙΙ 5.
• Η φυσιοκρατική πλάνη στη θεωρία του Επίκουρου.
Από τον Αριστοτέλη μαθαίνουμε ότι ο σύγχρονός του Εύδοξος κατέληγε και
αυτός στο συμπέρασμα ότι η ηδονή είναι ´το αγαθόª, με βάση το εμπειρικό,
κατά τη γνώμη του, γεγονός ότι όλα τα πλάσματα την επιζητούν (Ηθ. Νικ., 10,
1172b 9). Από το γεγονός τώρα, αν πρόκειται για γεγονός, ότι οι άνθρωποι
επιζητούν την ηδονή δεν προκύπτει ότι η ηδονή είναι αυτό που οφείλουν να
επιζητούν. Αυτό που επιθυμούμε δεν είναι ταυτόσημο με αυτό που πρέπει να
επιθυμούμε. Σωστή απόδοση της άποψης του Επίκουρου θα ήταν να πούμε ότι
είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι να αναζητούμε αυτό που θα μας
προκαλέσει ηδονή και να αποφεύγουμε αυτό που θα προκαλέσει πόνο. Και
πιθανόν ο Επίκουρος υποστήριζε ότι κανένα ζωντανό πλάσμα του οποίου η
φυσική κατάσταση είναι ακμαία δεν μπορεί να έχει άλλους σκοπούς.
Long, Η ελληνιστική φιλοσοφία, μετάφραση Στ. Δημόπουλος και Μ.
Δραγώνα-Μονάχου, ό.π., σσ. 110-111 6.
• Η απήχηση του επικουρισμού στον ωφελιμισμό.
´Ö Πρώτος εισάγει ο Επίκουρος το γνωστό κυρίως από τον J. Bentham
´ηδονιστικό λογισμόª, όταν ορίζει ως κριτήριο των επιλογών τη ´συμμέτρησιν
συμφερόντων και ασυμφόρωνª. Και πρώτος κάνει τη γνωστή από τον J. S. Mill
ποιοτική διάκριση των ηδονών, όταν απορρίπτει τις απολαυστικές ηδονές των
ασώτων και αποδέχεται τη σωματική ευεξία (αναλγησία) και την ψυχική
αταραξία που επιτυγχάνονται με τη μετρημένη απόλαυση μιας απλής ζωής, με
διανοητική νηφαλιότητα και μη ενοχλητικές σκέψεις. Παρά την αναγωγή της
ευδαιμονίας στην ηδονή, ο Επίκουρος δίνει στη φρόνηση και γενικά στις αρετές
ως μέσα για την επίτευξη της ηδονής, εξέχουσα θέση στο σύστημά του, ώστε
τελικά η ευχάριστη ζωή να ανάγεται στο ´φρονίμως και καλώς και δικαίως ζηνª,
επειδή πιστεύει ότι αρετή και ευχαρίστηση είναι αχώριστα.
Μ. Δραγώνα-Μονάχου, Σύγχρονη ηθική φιλοσοφία. Ο αγγλόφωνος
στοχασμός, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ. 91 7.
• Ιστορικές συνθήκες γένεσης των θεωριών του κυνισμού και του
ηδονισμού.
Η απώλεια της ανεξαρτησίας των ελληνικών πόλεων έχει ως πρώτη συνέπεια Ö
τη διάσπαση της ενότητας του ανθρώπου με τον πολίτη, του φιλοσόφου με τον
πολιτικό, της εσωτερικότητας με την εξωτερικότητα, της θεωρίας με την
πρακτική, με ένα λόγο αυτής ´της ωραίας ολότητας με τον εαυτό τηςª που, κατά
τον Hegel, χαρακτηρίζει την κλασική εποχή της Ελλάδας, εκείνη την εποχή όπου
ο άνθρωπος ένιωθε την πόλη σπίτι του. Τη στιγμή που το παραδοσιακό πλαίσιο
της ελληνικής πόλης εξαφανίζεται μπροστά σε μιαν αυτοκρατορία που οι
αποφάσεις της δεν υπόκεινται σε κριτική ή συζητήσεις των υπηκόων της, ο
φιλόσοφος βρίσκεται περιορισμένος είτε μέσα στην καθαρή θεωρία είτε μέσα
στην απλή ηθική διδαχή, ενώ η πολιτική, ύπατη μορφή πράξης για τους
Έλληνες, παύει να εξαρτάται απí αυτόν. Ö Είναι η στιγμή που η ελευθερία του
ελεύθερου ανθρώπου, η οποία μέχρι τότε συγχεόταν με την άσκηση των
πολιτικών δικαιωμάτων, μετατρέπεται, ελλείψει καλύτερης λύσης, σε
εσωτερική ελευθερία· η στιγμή όπου τα ελληνικά ιδεώδη της αυτάρκειας και της
αυτονομίας, τα οποία μέχρι τότε αναζητούσαν την ικανοποίησή τους μέσα στην
πόλη, επαφίενται σε μόνες τις πνευματικές πηγές του ατομικού ανθρώπου.
Φροντίζοντας περισσότερο να παρηγορήσουν ή να καθησυχάσουν τον άνθρωπο
παρά να μιλήσουν για το ον, οι φιλοσοφίες της ελληνιστικής εποχής δεν θα
φτάσουν την θεωρητική αυστηρότητα του πλατωνισμού ή του αριστοτελισμού.
Από μιαν άλλη πλευρά, θα μπορέσουν να φτάσουν σí ένα επίπεδο
καθολικότητας επαρκές, ώστε να προτείνουν, απέναντι στις δοκιμασίες της
ζωής, διάφορες πιθανές συνειδησιακές στάσεις, που γρήγορα θα φανούν σαν
ισάριθμες άχρονες κατηγορίες ή σαν πολιτιστικά στερεότυπα που
προσφέρονται στον άνθρωπο της Δύσης. Φτάνει να κατονομάσουμε τα τρία
μεγάλα ελληνιστικά ρεύματα: στωικισμός, επικουρισμός, σκεπτικισμός, για να
αντιληφθούμε ότι πρόκειται για τρεις ´τρόπους ζωήςª, που, πέρα από τις
ιστορικές περιστάσεις της εμφάνισής τους, θα παραμένουν για πάντα
πρόσφορες στη μίμησή μας. Στην ελληνιστική εποχή εμφανίζεται η λαϊκή έννοια
της φιλοσοφίας, έννοια που υποδηλώνει μιαν ορισμένη τέχνη, δύσκολη βέβαια,
αλλά προσιτή ως δικαίωμα σε όλους, να ζήσουν ευτυχείς ακόμα και μέσα σε
ενάντιες συνθήκες. Στην τέτοια έννοια αναφέρεται ακόμα και σήμερα η
έκφραση: ´να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα φιλοσοφικάª.
Η Φιλοσοφία, Τόμος Α΄, επιμέλεια Φρανσουά Σατελέ, μετάφραση Κωστή
Παπαγιώργη, εκδ. ´Γνώσηª