Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Τροχαία και ομαδική χαρακτηροδομή
Η έννοια «ομαδική χαρακτηροδομή» αναφέρεται στη δομή του χαρακτήρα μιας ομάδας ή ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού μιας συγκεκριμένης ιστορικής κοινωνίας και την έχουν επεξεργαστεί σε ψυχαναλυτική προσέγγιση τόσο ο Wilchelm Reich όσο και ο Erich Fromm. Η χαρακτηροδομή των μελών μιας κοινωνίας είναι το συνθετικό αποτέλεσμα των συνθηκών διαβίωσης ενός λαού, μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες καταπίεσης, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση των επιθυμητικών μηχανισμών, που αναπαράγονται στο πλαίσιο της νεοκαπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ιστορικά είναι σε όλους γνωστό ότι για πολλές δεκαετίες η ελληνική κοινωνία και ειδικότερα οι μεγάλες μισθοσυντήρητες μάζες ήταν πολιτικά και οικονομικά καταπιεσμένες. Η ραγδαία και άναρχη νεοκαπιταλιστική ανάπτυξη των τελευταίων τριών δεκαετιών, σε συνδυασμό με την προσπάθεια εκδημοκρατισμού της ελληνικής κοινωνίας, απελευθέρωσε στις καταπιεσμένες μισθοσυντήρητες μάζες τεράστιες ποσότητες επιθετικότητας. Στοιχεία, τα οποία συνθέτουν την επιθετική αυτή «ομαδική χαρακτηροδομή», είναι η ανταγωνιστικότητα, η κτητικότητα, και ο εγωισμός. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι ένας πρόσθετος παράγοντας της πολιτικής και οικονομικής καταπίεσης του ελληνικού λαού ήταν και η συστηματική παραμέληση της παιδείας και της καλλιέργειας του ανθρώπου, μπαίνουμε ακριβώς στην ουσία του φαινομένου της θεαματικής αύξησης των τροχαίων δυστυχημάτων.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της άναρχης νεοκαπιταλιστικής ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας, συγκροτήθηκε και αναπτύχθηκε η κτητική, ανταγωνιστική και εγωιστική «ομαδική χαρακτηροδομή», η οποία εκδηλώνεται στα διάφορα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Αυτή η «ομαδική χαρακτηροδομή» είναι κατ’ αρχήν υπεύθυνη για τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με το αυτοκίνητο, με το περιβάλλον και με τον πολιτισμό στο σύνολό του. Μια ιδιοκτησιακή-κτητική σχέση με το αυτοκίνητο και το περιβάλλον είναι η βάση πάνω στην οποία οικοδομούνται και εκλύονται όλες οι ενοχές και οι επιθετικότητες των μελών μιας κοινωνίας. Η προσωπική κοινωνική «καταξίωση», μέσω του μεγάλου και αστραφτερού αυτοκινήτου, ακυρώνει στην ουσία όλες τις κοινωνικές ιδιότητες της αναγνώρισης, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης, που είναι απαραίτητες, για να χτιστεί μια κοινωνία με σεβασμό στη φύση και στον άνθρωπο.
Μια κτητική και ανταγωνιστική χαρακτηροδομή, επομένως, δεν αναγνωρίζει και δεν βλέπει γύρω της το ευρύτερο πλαίσιο του «δευτερογενούς συστήματος» της οδικής κυκλοφορίας και τους παράγοντες που το συνθέτουν. Σ’ αυτή την συνθήκη ο διπλανός μας οδηγός, ο πεζός που περνάει μπροστά μας, η μητέρα με το καρότσι που προσπαθεί να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, τα σκυλιά και τα ζώα γενικώς είναι πράγματα ανύπαρκτα. Είμαστε εμείς μόνοι ιδιοκτήτες, κυρίαρχοι, εξουσιαστές, κοινωνικά «καταξιωμένοι» και είναι η μοναδική ευκαιρία για εμάς να επικοινωνήσουμε με τη συσσωρευμένη κοινωνική και οικονομική καταπίεση της προηγούμενης περιόδου.
Το χειρότερο από όλα είναι -και αυτό είναι το παράδοξο- ότι μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη οι άνθρωποι δεν έχουν καν συνείδηση του κινδύνου και του θανάτου, ο οποίος μπορεί να επισυμβεί σε εμάς ή στον διπλανό μας σε κάθε δευτερόλεπτο. Το αίσθημα της κυριαρχίας και της κτητικότητας πάνω στο σιδερικό-αυτοκίνητο (γιατί περί αυτού πρόκειται) και στο περιβάλλον ακυρώνει ή αναστέλλει όλες τις ιδιότητες της κτητικότητας, της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης. Στην ανάλυση αυτή θα πρέπει να ενσωματωθεί και η ιδιαιτερότητα του πληθυσμού των μεγάλων αστικών κέντρων, να διαφεύγει άρον άρον, κάθε Σαββατοκύριακο και κάθε θεσμοθετημένο τριήμερο προς τα βουνά και τα λαγκάδια, προκειμένου να απελευθερωθεί προς στιγμήν από την ασφυξία των πόλεων.
Ένας ακόμη παράγοντας που συμπληρώνει αυτή τη σχιζοφρένεια είναι η θεσμική απενοχοποίηση του τροχαίου δυστυχήματος. Σε όλα τα εγκλήματα η ποινική δικαιοσύνη και η κοινωνία ψάχνουν να βρουν τον ένοχο ή τους ενόχους και να αποδώσουν δικαιοσύνη. Στο τροχαίο δυστύχημα, περίπου δεν υπάρχει ένοχος. Κανείς δεν τιμωρήθηκε ποτέ γιατί έγινε αιτία ενός τροχαίου δυστυχήματος και σκότωσε ανθρώπους. Στη δική μου προσέγγιση ένας οδηγός-πατέρας που γίνεται αιτία ενός τροχαίου δυστυχήματος και σκοτώνει τα ίδια του τα παιδιά ή τη γυναίκα του, ενώ ο ίδιος τυχαία επιζεί, πρέπει να δικάζεται τουλάχιστον για φόνο εξ αμελείας. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σκοτώνει, έστω από αμέλεια (ακόμη και) τα παιδιά του ή τη γυναίκα του. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της απενοχοποίησης του τροχαίου δυστυχήματος, οι κατ\’ έτος δυόμισι χιλιάδες σκοτωμένοι (κατά κανόνα νέοι άνθρωποι) και οι εκατοντάδες τραυματίες περνούν στην ελληνική κοινωνία απαρατήρητοι.
Δημήτρης Τσαρδάκης, Ελευθεροτυπία 20-07-2001(διασκευή)
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1. να γραφεί η περίληψη του κειμένου σε μια παράγραφο των 100-120 λέξεων
2. να σημειώσετε το Σωστό ή Λάθος στις παρακάτω προτάσεις
 η ομαδική χαρακτηροδομή αναφέρεται σε μέρος του πληθυσμού μιας ορισμένης ιστορικής κοινωνίας
 η ομαδική χαρακτηροδμή διαμορφώνεται μέσα στο χρόνο
 οι μισθοσυντήρητες μάζες κατευνάζονται λόγω της άναρχης νεοκαπιταλιστικής ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας
 η κτητική και ανταγωνιστική κοινωνία καταπολεμάται από την ελληνική κοινωνία στο πλαίσιο της άναρχης νεοκαπιταλιστικής ανάπτυξης
 ένας οδηγός-πατ’ερας υπαίτιος θανατηφόρου τροχαίου πρέπει να δικάζεται για φόνο εξ αμελείας
3. ποιες μορφές και ποια μέσα χρησιμοποιεί ο συντάκτης του κειμένου στην τελευταία παράγραφο;
4. Να διερευνηθεί δομικά η προτελευταία παράγραφος και να επισημανθεί ο τρόπος ανάπτυξης
5. «Ένας ακόμη παράγοντας …και σκότωσε ανθρώπους.»: να βρεθεί η συλλογιστική πορεία του συλλογισμού και να αξιολογηθεί ο συλλογισμός
6. Να δικαιολογήσετε τη χρήση των εισαγωγικών και της διπλής παύλας
7. Να γραφεί ένα συνώνυμο για καθεμιά από τις λέξεις με έντονη γραφή και ένα συνώνυμο για τις υπογραμμισμένες λέξεις σε διαφορετικό ύφος
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΛΟΓΟΥ
Παίρνετε μέρος στις εργασίες της Βουλής των Εφήβων και εκφωνείτε ομιλία με θέμα τους λόγους που συντελούν στην αύξηση του αριθμού των τροχαίων δυστυχημάτων κι τους τρόπους αντιμετώπισης αυτού του αρνητικού φαινομένου. Να συντάξετε το κείμενο της ομιλίας που θα εκφωνήσετε(400-500 λέξεις)
--

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016


ΠΛΑΤΩΝ-ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1

Α. ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ: "Το μάθημα ... ισχυρίζομαι πως διδάσκω"
Είναι γνωστό ότι ο Πρωταγόρας χρησιμοποιώντας την τέχνη της λογικής και ειδικότερα τους λεγόμενους κοινούς τόπους, δηλαδή προετοιμασμένα θέματα που έπρεπε οι μαθητές του να απομνημονεύσουν, δίδασκε την πολιτική τέχνη στους νέους της Αθήνας, οι οποίοι είχαν πολιτικές φιλοδοξίες. Η φήμη του και το πλήθος των μαθητών του στην Αθήνα συνιστούσαν τεκμήρια της αποτελεσματικότητας του διδακτικού έργου του και ενίσχυαν το κύρος του στους πνευματικούς κύκλους της πόλης και την αυτοπεποίθησή του. Το διδακτικό του έργο συμφωνούσε με το βασικό φιλοσοφικό αξίωμά του ότι «μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος», ότι δηλαδή η κοινή λογική του ατόμου αποτελεί τον κριτή και τον γνώμονα του ορθού και, συνεπώς η αλήθεια είναι σχετική και όχι απόλυτη.
Ο Σωκράτης, στο απόσπασμα που μας απασχολεί, δεν παίρνει θέση φανερά υπέρ ή κατά της σοφιστικής θεώρησης των πραγμάτων συνολικά. Όμως ήδη διαφαίνεται η διαφοροποίησή του από την αντίληψη του Πρωταγόρα, καθώς ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε «ικανούς πολίτες», ενώ ο ίδιος σε «αγαθούς πολίτες». Η διαφορά αυτή βρίσκεται στη βάση του στοχασμού και της μεθόδου που επιλέγουν οι δύο συνομιλητές σε όλη τη συνομιλία τους.
«Εὐβουλία»: (<εὖ + βουλεύομαι = σκέφτομαι σωστά, παίρνω σωστές αποφάσεις) Ο Πρωταγόρας αρχίζει να απαντά με σαφήνεια στα ερωτήματα που του τέθηκαν προηγουμένως από τον Σωκράτη σχετικά με το αντικείμενο της διδασκαλίας του. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι αυτό που διδάσκει τους νέους είναι η «εὐβουλία», δηλαδή η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων για:
α) θέματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα»). Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανότερος στη διευθέτηση και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του. Συγκεκριμένα, «οἶκος» στην αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε μόνο «σπίτι», όπως σήμερα, ούτε δήλωνε μόνο την
«οικογένεια» (δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς). Ο «οἶκος», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο συστατικό στοιχείο της κοινωνίας˙ φυσικά, ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την κατοχή γης (αυτό δεν ίσχυε πια αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ου αιώνα, με ανεπτυγμένη εμπορική και βιοτεχνική οικονομία). Το χαρακτηριστικό του οίκου πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στον χρόνο, είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχειά του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του οίκου του. Τα «οἰκεῖα» είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα. Άλλωστε, μόνο αν κάποιος μάθει να διευθετεί σωστά τις υποθέσεις του οίκου του, είναι σε θέση να διευθετεί σωστά και τις πολιτικές υποθέσεις, πράγμα που προδίδει τη νοοτροπία των αρχαίων Ελλήνων να λειτουργούν περισσότερο ως μέλη ενός συνόλου παρά ως άτομα.
Γενικά οι δύο συνομιλητές φαίνεται ότι δέχονται σιωπηλά ως κοινή βάση της εξέτασης που επιχειρούν ότι η πόλις δεν ακυρώνει τον οίκο, αλλά τον προϋποθέτει και συγχρόνως τον υπερβαίνει με σχέση εσωτερικής αμοιβαιότητας, όπως ακριβώς το δημόσιο συμφέρον δεν καταργεί το ατομικό, αλλά βρίσκονται σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης. β) θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή. Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για πολιτικά θέματα και για τις υποθέσεις της πόλεως.
Παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας σε αυτό το σημείο προτάσσει το ρήμα «πράξει», που αφορά τις πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες, ενώ
τοποθετεί δεύτερο στη σειρά το ρήμα «μιλήσει», που αφορά τον πολιτικό λόγο που εκφράζεται κυρίως στην Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη αυτή σκόπιμα επιλέγεται από τον Πρωταγόρα, για να τονιστεί ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία. Μια δεύτερη ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο κινεί τη νόηση. Με αυτή την οπτική η πράξη (=εμπειρικό δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο του ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας και αποτελεί προϊόν της νοητικής επεξεργασίας της. Από τα παραπάνω προκύπτει και η τεράστια σημασία που είχε για τον αρχαίο Έλληνα η σύζευξη λόγων και έργων. Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Συγκεκριμένα, στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας (στ. 443), ο γέροντας Φοίνικας καλεί τον Αχιλλέα να γίνει «μύθων ῥητὴρ πρηκτήρ τε ἔργων», να είναι δηλαδή ικανός στα λόγια και στα έργα, καλός ομιλητής και γενναίος πολεμιστής. Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Ο Θουκυδίδης μάλιστα στον Ἐπιτάφιο θα μιλήσει με έμφαση για την ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας και γενικά της αρετής των πολιτών και της πόλεως. Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι το αντικείμενο διδασκαλίας του Πρωταγόρα ανταποκρίνεται στην απαίτηση των Αθηναίων για σύζευξη λόγων και έργων. Εν κατακλείδι, ο ολοκληρωμένος πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.
«Πολιτική τέχνη» Ο όρος «πολιτική τέχνη» αποδίδεται στο κείμενό μας με τους όρους «ἀρετή», «εὐβουλία», «πολιτικὴ ἀρετή» και «ἀνδρὸς ἀρετή». Όλοι αυτοί οι όροι αφορούν τη δράση του ατόμου στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή ως πολίτη, ως υπεύθυνου μέλους δηλαδή της οργανωμένης πολιτικά συμβιωτικής ομάδας, γιατί μόνο μέσα στην πόλη μπορεί να δράσει και να καταξιωθεί ευεργετικά για τον εαυτό του και για το σύνολο. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι με τη διδασκαλία του μπορεί να μεταδώσει στους νέους αρετή, ήθος, ορθή κρίση, φρόνηση και δεινότητα
λόγου, ώστε να δρουν με επιτυχία τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις δημόσιες υποθέσεις.
«... εννοείς πως αναλαμβάνεις να κάνεις τους άνδρες ἀγαθοὺς πολίτες» Η πολιτική αρετή, σύμφωνα με τον Σωκράτη, συσχετίζεται με τους «άνδρες» και τους «αγαθούς πολίτες». Ο λόγος για τον οποίο ο φιλόσοφος αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο σε «άνδρες» είναι γιατί στην αρχαία Ελλάδα μόνον οι άνδρες είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Ο ενήλικος ελεύθερος άνδρας είναι ο κύριος του οίκου, δηλαδή είναι αυτός που έχει δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στην περιουσία και δικαιώματα διάθεσης και διοίκησης πάνω στα μέλη της οικογένειας˙ και οι γυναίκες και τα παιδιά και οι δούλοι της οικογένειας κηδεμονεύονται από τον κύριο του οίκου. Στο δημόσιο επίπεδο, οι ενήλικοι ελεύθεροι Αθηναίοι άνδρες είναι οι μόνοι που έχουν δικαιώματα πολίτη, οι μόνοι δηλαδή που έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνελεύσεις του δήμου, να εκλέγονται στα διάφορα αξιώματα της πόλεως, να στρατεύονται (πλην ορισμένων εξαιρέσεων), να γίνονται μέλη των δικαστηρίων και να μηνύουν στα δικαστήρια ή να παρουσιάζονται ως μάρτυρες σε αυτά. Από την άλλη, ο όρος «ἀγαθός» παραπέμπει στο αγαθό της καλοκαγαθίας που διείπε ως αξία την αρχαία ελληνική κοινωνία. Ο Έλληνας άνδρας έπρεπε να είναι «καλὸς κἀγαθός». Συγκεκριμένα, το επίθετο «καλὸς» υποδηλώνει έναν άνδρα με ωραίο και γυμνασμένο σώμα, ικανό να εκπληρώσει τα καθήκοντά του ως οπλίτη, ενώ το επίθετο «ἀγαθὸς» υποδηλώνει έναν άνδρα σώφρονα, συνετό και μετρημένο, με απόλυτη αυτοσυγκράτηση απέναντι στα πάθη, με ικανότητα να κρίνει και να δρα λελογισμένα στον ιδιωτικό και κυρίως στον δημόσιο βίο. Εδώ ο Πρωταγόρας αναφέρεται μόνο στο δεύτερο συστατικό αυτού του ιδανικού, την αγαθότητα, γιατί προφανώς μόνον αυτή ενδιαφέρει τη συζήτηση που διεξάγεται.
B. Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΓΙΑ ΤΟ "διδακτόν" ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ: "Μάλιστα, ωραία τέχνη ... μη μας αρνηθείς και κάνε το"
Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο: Στο απόσπασμα που εξετάζουμε, παρατηρούμε συνεπή εφαρμογή της μαιευτικής μεθόδου από τον
Σωκράτη, ο οποίος προσποιούμενος άγνοια και ειρωνευόμενος, με τις ερωτήσεις του επιχειρεί να συναγάγει από τον συνομιλητή του τεκμηριωμένες απόψεις, να «εκμαιεύσει» τελικά από αυτόν την αλήθεια με την κατάλληλη εσωτερική ενεργοποίησή του. Η σωκρατική ειρωνεία ως «τέχνασμα του Λόγου» δεν υποτιμά ούτε προσβάλλει τον συνομιλητή, αλλά διευκολύνει τον διάλογο των δύο προσώπων, γιατί αποτελεί τρόπο αμφισβήτησης τόσο του άλλου όσο και του «εγώ» του ίδιου του ομιλούντος, με αποτέλεσμα να ελευθερώνει τον λόγο και να επιτρέπει την κοινή φιλοσοφική αναζήτηση της αλήθειας. Επιπλέον, ο έλεγχος των θέσεων του Πρωταγόρα γίνεται από έναν φιλόσοφο που προσπαθεί όχι να επιβάλει στον συνομιλητή του ήδη έτοιμες και παγιωμένες αντιλήψεις, αλλά να εξασφαλίσει την κοινή φιλοσοφική αναζήτηση. Ειδικότερα στο πλαίσιο της σωκρατικής ειρωνείας μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τα επιχειρήματα του Σωκράτη σε αυτό το σημείο δείχνουν την ικανότητα του φιλοσόφου να προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις των περιστάσεων. Χρησιμοποιεί λοιπόν στην αρχή του λόγου του απλοϊκά επιχειρήματα που μπορούν να κατανοήσουν όσοι έχουν εκπαιδευθεί στα σοφιστικά στερεότυπα (αυτοί κυρίως αποτελούν το ακροατήριό του στη συγκεκριμένη σκηνή, αφού βρίσκεται στον χώρο διδασκαλίας του Πρωταγόρα). Αντιμετωπίζει την επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα, η οποία αναπαράγει σοφιστικά στερεότυπα, αρχικά με επιχειρήματα που εκφράζουν μια εμπειρική συλλογιστική, οικεία στους πολλούς. Έτσι, με το πρώτο επιχείρημα επικαλείται τους πολλούς, ενώ με το δεύτερο τους ειδικούς, για να υποστηρίξει λογικά την αμφισβήτησή του για το διδακτό της αρετής και να κάνει τον συνομιλητή του να εκθέσει αναλυτικά τις απόψεις του. Βέβαια στην οικονομία του διαλόγου η αναλυτική και σύνθετη επιχειρηματολογία του Σωκράτη θα εκτεθεί στην φιλοσοφική κριτική που θα ασκήσει στον Πρωταγόρα, αφού τον αφήσει να παρουσιάσει και να υποστηρίξει τις θέσεις του.
Η θέση του Σωκράτη Αφού ο Πρωταγόρας διατύπωσε με σαφήνεια ποιο είναι το αντικείμενο της διδασκαλίας του και τη θέση του ότι η πολιτική
αρετή μπορεί να διδαχθεί, τον λόγο παίρνει ο Σωκράτης, ο οποίος εκφράζει μια εντελώς αντίθετη άποψη:
α) η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται και
β) οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους.
Επιχειρήματα Σωκράτη
Ο Σωκράτης, για να στηρίξει τις παραπάνω θέσεις, διατυπώνει τα εξής επιχειρήματα: 1ο επιχείρημα: «Μάλιστα, ωραία τέχνη ... κάτι που διδάσκεται» Αποδεικτέα θέση: η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Επιχείρημα: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά. Συμπέρασμα: Άρα, οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
2ο επιχείρημα: «Αυτή τη στάση φυσικά ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή»
Αποδεικτέα θέση: οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους.
Επιχείρημα: για να στηρίξει την παραπάνω θέση, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά παραδείγματα:
- ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γιους του,
- ο Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία. Συμπέρασμα: Άρα, η αρετή δεν είναι διδακτή. Επισήμανση: παρατηρούμε ότι το δεύτερο συμπέρασμα σχετίζεται όχι μόνο με τη δεύτερη αποδεικτέα θέση, αλλά είναι κοινό και για την πρώτη αποδεικτέα θέση. Έτσι, συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα η θέση είναι μία, ότι δηλαδή η αρετή δεν διδάσκεται, και παρουσιάζεται σαν σε σχήμα «ένα με δύο» (ἓν διὰ δυοῖν).
Κριτική της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη Τα επιχειρήματα του Σωκράτη έχουν λογική βάση και κρίνονται αρκετά ικανοποιητικά. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και τρωτά σημεία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα παρατηρούμε τα εξής: α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ … οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που είχε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.
β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη («Όταν όμως πρέπει … γενιά σπουδαία»). Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.
γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή («γιατί εσύ … και συμβουλές»). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής. Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα: α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του («Κι αυτοί … από μόνοι τους την αρετή»). Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο
Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί αποτελεσματικά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.
β. («Ο Περικλής … να τους εκπαιδεύσουν»:) Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τη μεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του, είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας. γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία («Κι αν θέλεις … τι να κάνει μαζί του») μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση
μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να συναγάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα. Εξετάζοντας συνολικά την επιχειρηματολογία του Σωκράτη οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα:
α. Τα επιχειρήματά του είναι εμπειρικά και περιγραφικά. Δίνονται με παραδείγματα και όχι με την αλληλουχία διεισδυτικών λογικών κρίσεων και ανήκουν στην κατηγορία των επιχειρημάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή πιθανολογικά. Ο Σωκράτης φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με τα επιχειρήματα εμπειρικής συλλογιστικής που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας, στην ουσία όμως εξυπηρετείται έτσι η ειρωνεία του και διευκολύνεται ο δρόμος της κοινής φιλοσοφικής αναζήτησης.
β. Τα επιχειρήματά του εμπεριέχουν αντιφάσεις: από τη μία ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι όλοι κατέχουν την πολιτική αρετή, ενώ από την άλλη διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, όπως οι γιοι του Περικλή ή ο Κλεινίας. Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.
«...αφού θεωρώ … έχεις ανακαλύψει μόνος σου»
Η φράση αυτή υποδηλώνει ποιες είναι, κατά τον Σωκράτη, οι πηγές γνώσεις. Αυτές, λοιπόν, είναι:
α. η πείρα: πρόκειται για γνώσεις που προκύπτουν από τα βιώματα και τις καθημερινές εμπειρίες,
β. η μάθηση: πρόκειται για γνώσεις που κατακτώνται με την παιδεία, τη διδασκαλία και τη μελέτη και
γ. η έρευνα: πρόκειται για γνώσεις που είναι αποτέλεσμα προσωπικής προσπάθειας και αγώνα για την αναζήτηση της αλήθειας.
Οι σωκρατικές μέθοδοι και η στάση του Σωκράτη απέναντι στον Πρωταγόρα Στην ενότητα είναι εμφανείς οι μέθοδοι του Σωκράτη, η ειρωνεία, η διαλεκτική, η μαιευτική και η επαγωγική μέθοδος.
α. Η σωκρατική ειρωνεία: «σωκρατική ειρωνεία» ονομάζεται η προσποιητή άγνοια που επεδείκνυε ο Σωκράτης στις συζητήσεις του. Προσποιούνταν δηλαδή αρχικά ότι δήθεν δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά ότι ενδιαφέρεται να τον διδάξουν οι άλλοι το όσιο και το ανόσιο, το καλό και το άσχημο, το θάρρος και τη δειλία κ.τ.λ. Δεν υποσχόταν ότι διδάσκει κάτι συγκεκριμένο, γιατί πίστευε ότι ο καθένας μπορεί μόνος του να βρει την αλήθεια, αν μάθει να χρησιμοποιεί τον νου του. Συνεπώς, δεν προσέφερε έτοιμες γνώσεις, αλλά με ερωτήσεις προσπαθούσε να οδηγήσει τον συνομιλητή του αρχικά στη συνειδητοποίηση της πλάνης και της πνευματικής του κατωτερότητας και στη συνέχεια σε γνώσεις που είχε ήδη μέσα του.
Η μέθοδος αυτή μπορεί να εντοπιστεί στο κείμενό μας στα εξής σημεία:
- «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται η ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι δηλαδή η προσποιητή χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που μιλάει.
- «… ωραία τέχνη»: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί σκόπιμα τη λέξη «τέχνη», η οποία είναι αμφίσημη. Μπορεί να σημαίνει επινόηση, τέχνη, αλλά και πανουργία, απάτη. Έτσι, υποδηλώνεται ειρωνική διάθεση και ο ακροατής προβληματίζεται για το ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της.
- «… ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ …», «… έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»: στις φράσεις αυτές η ειρωνεία καλύπτεται πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα.
- «… αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ με την αμφισβήτηση για την ειδικότητα που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του.
Μελετώντας συνολικά τη στάση του Σωκράτη απέναντι στον σοφιστή Πρωταγόρα παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος δεν διατυπώνει τις θέσεις του δογματικά, αλλά εκφράζεται με ευγένεια και μετριοφροσύνη («δεν θεωρούσα …», «νομίζω πως …»). Παράλληλα, δείχνει να σέβεται την άποψη του συνομιλητή του και να αναγνωρίζει το κύρος του («δεν μπορώ να το αμφισβητήσω», «κάμπτομαι και πιστεύω … μόνος σου»). Συνεπώς, η λεπτή ειρωνεία που επισημάναμε στο ύφος του φιλοσόφου δεν έχει ως στόχο να προσβάλει και να υπονομεύσει το κύρος και την αξία του Πρωταγόρα, αλλά απλώς να τον προκαλέσει και να τον αναγκάσει να αναπτύξει διεξοδικά τις θέσεις του.
β. Η διαλεκτική μέθοδος: η διαλεκτική είναι η μέθοδος του διαλόγου. Πρωταρχικός στόχος του Σωκράτη είναι να αναιρέσει σταδιακά τις θέσεις του συνομιλητή του θέτοντας απλοϊκές ερωτήσεις και στη συνέχεια να προσπαθήσει με μία νέα συζήτηση να συναγάγει ένα νέο συμπέρασμα, μια νέα προσέγγιση της αλήθειας.
Έτσι, στην ενότητα αυτή παρακολουθούμε τον Σωκράτη να απευθύνει ερώτηση ήπιας και έμμεσης αμφισβήτησης των λεγομένων του Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;») και έπειτα να διατυπώνει και να εξηγεί τη θέση του ότι η αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Βρισκόμαστε δηλαδή στο στάδιο της διαλεκτικής μεθόδου, κατά το οποίο προσπαθεί να οδηγήσει τον Πρωταγόρα στην αναίρεση των θέσεών του. γ. Η μαιευτική μέθοδος: με τη χρήση αυτής της μεθόδου γίνεται προσπάθεια να εξαχθεί η σωκρατική άποψη από τον αντίπαλο. Ο ίδιος ο Σωκράτης, όπως η μαία, βοηθάει τον συνομιλητή του να επαναφέρει στη μνήμη του την αλήθεια που ήδη γνωρίζει. Έτσι στην αρχή της ενότητας προσποιείται ότι δεν κατανοεί το περιεχόμενο των λεγομένων του Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου; Γιατί απ’ ό,τι καταλαβαίνω […] κι εννοείς…»), ώστε να κινητοποιήσει τον αντίπαλό του να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Επίσης, στο τέλος του λόγου του τον προκαλεί να αναλύσει «με τρόπο εναργέστερο» το διδακτό της αρετής οδηγώντας τον Πρωταγόρα σε μια διεξοδική ανάπτυξη των απόψεών του.
δ. Η επαγωγική μέθοδος («ἐπακτικοὶ λόγοι»): επαγωγική είναι η μέθοδος που ακολουθούσε ο Σωκράτης για την αναζήτηση της απόλυτης ουσίας των ηθικών εννοιών, με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών («τὸ ὁρίζεσθαι καθόλου») και συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φτάνουν σε μια απόλυτη γνώση για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας. Για να πετύχει τον στόχο αυτό αντλούσε παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και την εμπειρία.
Το ίδιο παρατηρούμε ότι συμβαίνει και στην παρούσα ενότητα: προκειμένου ο Σωκράτης να αποδείξει το μη «διδακτόν» της πολιτικής αρετής, χρησιμοποιεί παραδείγματα από την πολιτική πρακτική και την καθημερινή ζωή, όπως το ποιος παίρνει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου ανάλογα με το θέμα που συζητείται, το αν ο Περικλής κατάφερε να διδάξει την πολιτική αρετή στους γιους του και ο Αρίφρονας στον Κλεινία.
Ερωτήσεις: Εν.1η, Πρωταγόρας 1. Πώς κρίνετε τη στάση του αθηναϊκού δήμου, όπως την περιγράφει ο Σωκράτης, απέναντι στους ειδικούς πάνω σε κάποια συγκεκριμένα ζητήματα και απέναντι στους πολίτες που, σε γενικά θέματα, θέλουν να δώσουν τη γνώμη τους στην πολιτική συνέλευση; Ποια θεωρείτε ότι είναι η στάση των σημερινών πολιτικών κοινωνιών απέναντι στο θέμα Στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι συζητούσαν για θέματα που απαιτούσαν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούσαν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Η στάση αυτή των Αθηναίων κρίνεται σωστή, γιατί μόνο οι ειδικοί είναι αρμόδιοι να δώσουν σωστές συμβουλές για θέματα της ειδικότητάς τους. Μόνο αυτοί μπορούν να ενημερώσουν σωστά τους πολίτες και να φωτίσουν πολύπλευρα ένα τέτοιο ζήτημα, ώστε η πολιτεία να φτάσει στη λήψη των ορθότερων δυνατών αποφάσεων. Από την άλλη, το δικαίωμα και το χρέος όλων των πολιτών να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους (ισηγορία, παρρησία) για θέματα που αφορούσαν την πόλη αποτελούσε απαραίτητη και αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που υπήρχε τότε στην Αθήνα. Καθώς οι Αθηναίοι διέθεταν σε μεγάλο βαθμό πολιτική ωριμότητα, φωτίζονταν ολόπλευρα τα θέματα και όλοι μαζί οδηγούνταν στη λήψη μιας ορθής απόφασης. Στις σημερινές κοινωνίες ζητείται επίσης η γνώμη των ειδικών για θέματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις. Οι ειδικοί, όμως, δεν αγορεύουν στη Βουλή, αλλά κατέχουν υπεύθυνες θέσεις σε υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες δίπλα σε πρόσωπα με πολιτικές ευθύνες. Έτσι, οι αποφάσεις λαμβάνονται έπειτα από εμπεριστατωμένες μελέτες εξειδικευμένων προσώπων. Όμως, στα πολιτικά ζητήματα δεν μπορεί να ισχύσει ό,τι ίσχυε στην
αρχαία Αθήνα. Η τεράστια αύξηση του πληθυσμού εμποδίζει την έκφραση πολιτικού λόγου στη Βουλή από το σύνολο των πολιτών. Σήμερα, η δημοκρατία είναι έμμεση και αντιπροσωπευτική, καθώς οι πολίτες αντιπροσωπεύονται από τους βουλευτές. Μπορούν, ωστόσο, να εκφράσουν τη γνώμη τους ως άτομα σε πολιτικά θέματα μέσω διάφορων συλλογικών οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης ή συνδικαλιστικών κινημάτων ή μέσω του τύπου και γενικά των μέσων μαζικής ενημέρωσης. 2. Συνοψίστε και συζητήστε τους λόγους για τους οποίους ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως η αρετή δεν μπορεί να μεταδοθεί Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι η πολιτική αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί. Για να στηρίξει αυτή τη θέση παρουσιάζει τα παρακάτω επιχειρήματα: α. Στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά. β. Οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους (χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του Περικλή και του Αρίφρονα). Τα επιχειρήματα του Σωκράτη έχουν λογική βάση και κρίνονται αρκετά ικανοποιητικά. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και αδύνατα σημεία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα παρατηρούμε τα εξής:
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ ... οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που έτρεφε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι. β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη. Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή. γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής. Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του. Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί σωστά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες. β. Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τη μεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να συνάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα. Εξετάζοντας συνολικά την επιχειρηματολογία του Σωκράτη οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα: α. Τα επιχειρήματά του είναι εμπειρικά και περιγραφικά. Δίνονται με παραδείγματα και όχι με την αλληλουχία διεισδυτικών σκέψεων, όπως θα ήταν αναμενόμενο από τον Σωκράτη. Επομένως, φαίνεται να ανήκουν στην κατηγορία των επιχειρημάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή πιθανολογικά. β. Τα επιχειρήματά του εμπεριέχουν αντιφάσεις: από τη μία ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι όλοι κατέχουν την πολιτική αρετή, ενώ από την άλλη διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, όπως οι γιοι του Περικλή ή ο Κλεινίας. Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο
σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια. 3. Ποιο το περιεχόμενο της «εὐβουλίας» σύμφωνα με τον Πρωταγόρα; Ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του τρόπου ζωής των Αθηναίων πολιτών Ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι το αντικείμενο της διδασκαλίας του είναι η «εὐβουλία», δηλαδή η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων για θέματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα») και για θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή. Με τα πρώτα ο μαθητής θα γίνει ικανότερος στη διευθέτηση και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του. Συγκεκριμένα, «οἶκος» στην αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε μόνο «σπίτι», όπως σήμερα, ούτε δήλωνε μόνο την «οικογένεια» (δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς). Ο «οἶκος», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο συστατικό στοιχείο της κοινωνίας˙ φυσικά, ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την κατοχή γης (αυτό δεν ίσχυε πια αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ου αιώνα, με ανεπτυγμένη εμπορική και βιοτεχνική οικονομία). Το χαρακτηριστικό του οίκου πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στον χρόνο, είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχειά του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του οίκου του. Τα «οἰκεῖα» είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα. Άλλωστε, μόνο αν κάποιος μάθει να διευθετεί σωστά τις υποθέσεις του οίκου του, θα μπορέσει να διευθετήσει σωστά και τις πολιτικές υποθέσεις, πράγμα που προδίδει τη νοοτροπία των αρχαίων Ελλήνων να λειτουργούν περισσότερο ως μέλη ενός συνόλου παρά ως άτομα.
Γενικά οι δύο συνομιλητές φαίνεται ότι δέχονται σιωπηλά ως κοινή βάση της εξέτασης που επιχειρούν ότι η πόλις δεν ακυρώνει τον οίκο, αλλά τον προϋποθέτει και συγχρόνως τον υπερβαίνει με σχέση εσωτερικής αμοιβαιότητας, όπως ακριβώς το δημόσιο συμφέρον δεν καταργεί το ατομικό, αλλά βρίσκονται σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης. Με τα θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή ο μαθητής θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για πολιτικά θέματα. Παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας σε αυτό το σημείο προτάσσει το ρήμα «πράξει», που αφορά τις πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες, ενώ τοποθετεί δεύτερο στη σειρά το ρήμα «μιλήσει», που αφορά τον πολιτικό λόγο που εκφράζεται στην Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη αυτή σκόπιμα επιλέγεται από τον Πρωταγόρα, για να τονιστεί ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία. Μια δεύτερη ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο κινεί τη νόηση. Με αυτή την οπτική η πράξη (=εμπειρικό δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο του ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας και αποτελεί προϊόν της νοητικής επεξεργασίας της. Από τα παραπάνω προκύπτει και η τεράστια σημασία που είχε για τον αρχαίο Έλληνα η σύζευξη λόγων και έργων. Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Συγκεκριμένα, στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας, ο γέροντας Φοίνικας καλεί τον Αχιλλέα να γίνει «μύθων ῥητὴρ πρηκτήρ τε ἔργων», να είναι δηλαδή ικανός στα λόγια και στα έργα, καλός ομιλητής και γενναίος πολεμιστής. Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Ο Θουκυδίδης μάλιστα στον Ἐπιτάφιο θα μιλήσει με έμφαση για την ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας των ανθρώπων. Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι το αντικείμενο διδασκαλίας του Πρωταγόρα ανταποκρίνεται στην απαίτηση των Αθηναίων για σύζευξη λόγων και έργων. Εν κατακλείδι ο ολοκληρωμένος πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.
4. Ποια η σημασία της λέξης «πολιτική αρετή» στο κείμενο Η έννοια της αρετής είχε στην αρχαιότητα ευρύτερη χρήση από τη σημερινή. Σήμαινε την καλύτερη δυνατή κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να βρεθεί ένα πράγμα. Εκφράσεις όπως «αρετή οφθαλμού ή ωτός» απέδιδαν την άριστη λειτουργία του σωματικού οργάνου, δηλαδή την άριστη λειτουργία του ματιού ή του αυτιού αντίστοιχα. Επίσης με την έννοια της αρετής αποδιδόταν μια κατάσταση αρτιότητας και ολοκληρωμένης διαμόρφωσης ενός όντος. Για παράδειγμα οι εκφράσεις «αρετή ανθρώπου» και «αρετή ίππου» φανερώνουν ότι τα αναφερόμενα όντα βρίσκονται σε κατάσταση πλήρους ανάπτυξης των γνωρισμάτων τους, που συνιστούν την ουσία τους, και έχει ολοκληρωθεί η διαμόρφωσή τους σε τέλειες υπάρξεις σύμφωνα με το είδος τους. Δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάτι η έννοια της αρετής, όταν υπάρχει έλλειψη ή ατέλεια στην πλήρη ανάπτυξη των γνωρισμάτων που το καθιστούν τέλεια ύπαρξη κατά το είδος. Τότε αυτό υποπίπτει στην κατάσταση του «αισχρού», του άσχημου, και του «αχρείου», του άχρηστου. Η «πολιτική αρετή» είναι η άρτια και πλήρης διαμόρφωση του πολίτη, που μπορεί να ορισθεί ως ο ανθρώπινος τύπος ο οποίος έχει αναπτύξει σύμμετρα και σωστά τις ικανότητες και ιδιότητες που ταιριάζουν στο ελεύθερο και υπεύθυνο πρόσωπο. Η ολιστική σύλληψη του πολιτικού φαινομένου από τους αρχαίους Έλληνες σήμαινε ότι ο σωστός άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι και ο ολοκληρωμένος πολίτης, αφού ο άνθρωπος ζει πολιτικά, δηλαδή ζει σε οργανωμένη συμβιωτική κοινότητα, της οποίας είναι αναπόσπαστο μέλος και μοιράζεται τη συνυπευθυνότητα για την ύπαρξή της με τους ομοίους του. Η πολιτική αρετή ως ολοκλήρωση των επιμέρους αρετών ήταν προϋπόθεση της πολιτικής πράξης και απαιτούσε καθολική κατάρτιση (στο καθεστώς της άμεσης δημοκρατίας ο πολίτης όφειλε να διατυπώνει προτάσεις στο βουλευτικό σώμα για όλα τα θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος), ηθικές ιδιότητες όπως δικαιοσύνη, παρρησία κ.τ.λ. και υπέρβαση του εγώ μέσω του εγώ με την ικανότητα να εξουσιάζει δίκαια και χρηστά τους άλλους. Συγγενής έννοια είναι η «ανδρός αρετή», δηλαδή η άρτια διαμόρφωση του σωστού ανθρώπου.
Στο κείμενο, που εξετάζουμε, με τον όρο «πολιτική τέχνη» γίνεται η πρώτη πρόσβαση στο θέμα του διαλόγου που είναι το διδακτό της πολιτικής αρετής. Παραλλαγές αυτού του όρου στο κείμενο είναι η πολιτική αρετή, η ανδρός αρετή ή απλώς αρετή. Αφορά την επιτυχή δράση του ατόμου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα η οποία χρειάζεται την κατάλληλη αγωγή που αποβλέπει στη βελτίωση της ανθρώπινης φύσης. Θα μπορούσαμε μόνο να παρατηρήσουμε ότι με τον όρο τέχνη τονίζεται περισσότερο η σημασία της μαθητείας, της αποκτημένης ικανότητας (τέχνη < τίκτω), ενώ με τον όρο αρετή υποβάλλεται περισσότερο η αυθυπαρξία των ικανοτήτων στον άνθρωπο. 5. Παρουσιάστε το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη και αξιολογήστε το. Το 1ο επιχείρημα του Σωκράτη εντοπίζεται στο απόσπασμα : «Μάλιστα, ωραία τέχνη … κάτι που διδάσκεται». Έτσι, η αποδεικτέα θέση είναι ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Το επιχείρημα που τη στηρίζει έχει ως εξής: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Το επιχείρημα του Σωκράτη έχει λογική βάση και κρίνεται αρκετά ικανοποιητικό. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και κάποια τρωτά σημεία. Συγκεκριμένα:
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ … οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που έτρεφε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι. β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη («Όταν όμως πρέπει ... γενιά σπουδαία»). Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή. γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή («γιατί εσύ … και συμβουλές»). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν μια έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής. Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην
πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια. 6. Παρουσιάστε το δεύτερο επιχείρημα του Σωκράτη και αξιολογήστε το. Το 2ο επιχείρημα του Σωκράτη εντοπίζεται στο απόσπασμα: «Αυτή τη στάση φυσικά ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή». Η αποδεικτέα θέση είναι, λοιπόν, ότι οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους. Για να στηρίξει την παραπάνω θέση, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά παραδείγματα ως επιχειρήματα: - ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γιους του, - ο Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία. Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρετή δεν είναι διδακτή. Όσον αφορά την κριτική του δεύτερου επιχειρήματος μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα: α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του («Κι αυτοί … από
μόνοι τους την αρετή»). Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί αποτελεσματικά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών, στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες. β. («Ο Περικλής ... να τους εκπαιδεύσουν»): Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τη μεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας. γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί το ότι η πολιτική αρετή δεν
διδάσκεται. δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία («Κι αν θέλεις ... τι να κάνει μαζί του») μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να εξαγάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα. Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια. 7. α) Τι ονομάζουμε «σωκρατική ειρωνεία» και σε ποια σημεία του κειμένου μπορούμε να την εντοπίσουμε; β) Λαμβάνοντας υπόψη την ειρωνεία που είναι εμφανής στο κείμενο, αλλά και το γενικότερο ύφος του φιλοσόφου, τι συμπεράσματα μπορούμε να συναγάγουμε για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον Πρωταγόρα; Σωκρατική ειρωνεία» ονομάζεται η προσποιητή άγνοια που επεδείκνυε ο Σωκράτης στις συζητήσεις του. Προσποιούνταν δηλαδή αρχικά ότι δήθεν δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά ότι ενδιαφέρεται να τον διδάξουν οι άλλοι το όσιο και το ανόσιο, το καλό και το άσχημο, το θάρρος και τη δειλία κ.τ.λ. Δεν υποσχόταν ότι διδάσκει κάτι συγκεκριμένο, γιατί πίστευε ότι ο καθένας μπορεί μόνος του να βρει την αλήθεια, αν μάθει να χρησιμοποιεί τον νου του. Συνεπώς, δεν προσέφερε έτοιμες γνώσεις, αλλά με ερωτήσεις προσπαθούσε να οδηγήσει τον συνομιλητή του
αρχικά στη συνειδητοποίηση της πλάνης και της πνευματικής του κατωτερότητας και στη συνέχεια σε γνώσεις που είχε ήδη μέσα του. Η μέθοδος αυτή μπορεί να εντοπιστεί στο κείμενό μας στα εξής σημεία: - «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται η ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι η προσποιητή, δηλαδή, χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που μιλάει. - «... ωραία τέχνη»: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί σκόπιμα τη λέξη «τέχνη», η οποία είναι αμφίσημη. Μπορεί να σημαίνει επινόηση, τέχνη, αλλά και πανουργία, απάτη. Έτσι, υποδηλώνεται ειρωνική διάθεση και ο ακροατής προβληματίζεται για το ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της. - «... ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ ...», «... έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»: στις φράσεις αυτές η ειρωνεία καλύπτεται πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα. - «... αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ μέσω της αμφισβήτησης για την ειδικότητα που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του. Μελετώντας, βέβαια, συνολικά τη στάση του Σωκράτη απέναντι στον σοφιστή Πρωταγόρα παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος δεν διατυπώνει τις θέσεις του δογματικά, αλλά εκφράζεται με ευγένεια και μετριοφροσύνη («δεν θεωρούσα …», «νομίζω πως …»). Παράλληλα, δείχνει να σέβεται την άποψη του συνομιλητή του και να αναγνωρίζει το κύρος του («δεν μπορώ να το αμφισβητήσω», «κάμπτομαι και πιστεύω … μόνος σου»). Συνεπώς, η λεπτή ειρωνεία που επισημάναμε στο ύφος του φιλοσόφου δεν έχει ως στόχο να προσβάλει και να υπονομεύσει το κύρος και την αξία του Πρωταγόρα, αλλά απλώς να τον προκαλέσει και να τον αναγκάσει να αναπτύξει διεξοδικά τις θέσεις του.
8. Να διαγράψετε το ήθος των δύο συνομιλητών. Η ζωντάνια και η παραστατικότητα που διέπουν τον διάλογο μεταξύ του Πρωταγόρα και του Σωκράτη μας δίνουν τη δυνατότητα να διαγράψουμε με ενάργεια το ήθος τους. Έτσι, παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι μπορεί να διδάξει την «εὐβουλία». Η αυτοπεποίθησή του κορυφώνεται μετά την εσκεμμένη αμφισβήτηση των δυνατοτήτων του από τον Σωκράτη. Διαφοροποιείται από τους άλλους σοφιστές και υπερτονίζει το «εγώ» του. Η αυτεπίγνωση της αξίας του στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας τον οδηγεί σε αυτοπροβολή και τάση επίδειξης. Άλλωστε, είναι ένας καταξιωμένος και φημισμένος δάσκαλος, που έχει βιώσει τον σεβασμό των συγχρόνων του και το κύρος του είναι αδιαμφισβήτητο. Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτονται από τα εξής χωρία: «Το μάθημα [το οποίο] διδάσκω ...», «Αυτό ακριβώς, Σωκράτη, είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω», «Εγώ νομίζω πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο». Με τη σειρά του, ο Σωκράτης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί με ευγένεια, σεβασμό και λεπτότητα να διαφωνήσει με τον συνομιλητή του. Χρησιμοποιεί λεπτή «ειρωνεία», χωρίς όμως να γίνεται προσβλητικός. Διακρίνεται για τη λογική και συγκροτημένη σκέψη του στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια στην οποία είναι προσηλωμένος. Τέλος, δείχνει να αντιμετωπίζει με ηρεμία τις αντίθετες απόψεις και να μην παραφέρεται. Δηλωτικές των παραπάνω γνωρισμάτων του είναι οι φράσεις: «Άραγε παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;», «Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω.», «Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως ...», «Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, ... και κάνε το» Ερώτηση 9: Ο Σωκράτης εμμένει μόνο στο θέμα του δημόσιου βίου, αν και ο Πρωταγόρας αναφέρεται τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο βίο. Γιατί το κάνει αυτό;
Απάντηση Με βάση των άποψη των αρχαίων Ελλήνων ότι ουσιαστικός πολίτης είναι ο ενεργός πολίτης, αυτός που ασχολείται τόσο με ζητήματα ιδιωτικά όσο όμως και κοινωνικο-πολιτικά, διαφορετικά είναι άχρηστος, άποψη που διατύπωσε ο Σόλων και επισήμανε στον Επιτάφιό του ο Περικλής(κεφ.37,40) αντιλαμβανόμαστε ότι οι υποθέσεις της ιδιωτικής ζωής νοούνται μόνο στο πλαίσιο της πόλης, είναι μέρος του δημόσιου βίου. Τα θέματα τα ιδιωτικά και δημόσια τα καλύπτει η πολιτική τέχνη, όρος που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης. Ο Αθηναίος πολίτης δε νοείται ως άτομο, αλλά ως μέλος του συνόλου, διότι μόνο μέσα στην πόλη μπορεί να δράσει και να καταξιωθεί ευεργετικά για τον εαυτό του και το σύνολο. Ερώτηση10:Γιατί επιχειρεί να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα του Σωκράτη ο Πρωταγόρας με έναν μύθο; Απάντηση Ο Πρωταγόρας δικαιολογείται λέγοντας ότι είναι πιο χαριτωμένο: «χαριέστερον εἶναι μῦθον ὑμῖν λέγειν».Μύθος είναι μια φανταστική αφήγηση που προέρχεται από την παράδοση ή είναι δημιούργημα κάποιου διανοητή. Οι σοφιστές χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά μύθους για τις ανάγκες της διδασκαλίας τους,  γιατί περιείχαν σύμβολα, παραβολές, αλληγορίες κλπ. που διευκρίνιζαν, επεξηγούσαν ή εδραίωναν τις απόψεις τους.  Επιπλέον, οι μυθικές αφηγήσεις άφηναν μεγάλα περιθώρια για ποιητική χρήση της γλώσσας, οπότε ο λόγος μπορούσε να αποκτήσει χάρη και απαράμιλλη γοητεία. Συνεπώς: ο μύθος απέβαινε σημαντικό μέσο επίδειξης γνώσης και ρητορικής δεινότητας, αλλά και μέσο άσκησης επιρροής στους ακροατές. Όμως: ο μύθος, αν και μπορεί να σαγηνεύσει και να προσελκύσει, δεν έχει την αποδεικτική δύναμη του λόγου που στηρίζεται σε επιχειρήματα και συλλογισμούς, ενισχύεται από αδιάσειστα γεγονότα και τεκμηριώνεται με χειροπιαστά και αδιάβλητα στοιχεία. Ο μύθος πάντως του Πρωταγόρα είναι μάλλον δημιούργημα δικό του και περιλαμβανόταν ίσως στο χαμένο του έργο «Περὶ τῆς ἐν ἀρχῇ καταστάσεως».
Πρωταγόρας
Συμπληρωματικά στην ενότητα 1.
1. Τι εννοεί ο Σωκράτης με τον όρο πολιτική τέχνη;
Απάντηση: Η πολιτική τέχνη θα ονομαστεί στη συνέχεια «πολιτική ἀρετὴ» ή «ἀνδρὸς ἀρετὴ». Πρόκειται για τη σωστή συμπεριφορά και δράση του ατόμου στα πλαίσια της πόλης, στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο. Ο Πρωταγόρας, επομένως, υπόσχεται ότι μπορεί να γαλουχήσει του νέους με τα συστατικά εκείνα που διαμορφώνουν τον ιδανικό πολίτη, δηλαδή ήθος, κρίση, ορθοφροσύνη, λόγος, σωστή λήψη
αποφάσεων. Η «ἀνδρὸς ἀρετὴ» χαρακτηρίζεται ως πολιτική αρετή. Αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις συνθήκες ζωής και παραγωγής ιδεών του 5ου αι.πχ., όπου σταθερή είναι η άποψη ότι οτιδήποτε ιδιωτικό έχει το πλαίσιο αναφοράς του στο δημόσια, είναι ταυτόχρονα πολιτικό. Μια ευημερούσα πόλη οδηγεί και τα μέλη της στην ευημερία.. Επιπλέον, η ατομική ηθική συμπεριφορά δεν μπορεί να νοηθεί αποκομμένη από την πόλη, αντικατοπτρίζει συμπεριφορά του ως μέλους της πόλης του. Ο Περικλής στον Επιτάφιο κάνει λόγο για ατομική ευτυχία στα πλαίσια μιας ευτυχισμένης πόλης. Το ίδιο υποστηρίζουν Αριστοτέλης και Σοφοκλής, στην Αντιγόνη, η ευδαιμονία μόνο στα πλαίσια της πόλης μπορεί να επιτευχθεί.
2. « Μάλιστα ωραία τέχνη κατέχεις, λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η άποψη του Σωκράτη υποκρύπτει δυσπιστία. Να εξηγήσετε τους λόγους αυτής.
Απάντηση: Ο Σωκράτης με σαφή τρόπο αμφιβάλλει για το γεγονός ότι ο Πρωταγόρας είναι σε θέση να διδάξει την πολιτική αρετή. Ο Σωκράτης έχει διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της αλήθειας και αντίληψης του ρόλου της γνώσης στη ζωή. Τους σοφιστές ενδιαφέρει η χρησιμοθηρική γνώση, το Σωκράτη ενδιαφέρει η εύρεση ενός στέρεου εδάφους, για να καθοριστεί αυστηρά η έννοια του καλού, της αρετής και σοφίας. Αυτή την έννοια έχει και η τεχνική άρνησή του να δεχτεί ότι διδάσκεται η πολιτική αρετή, αν και ουσιαστικά το πιστεύει. Η λέξη «τέχνημα» άλλωστε στο πρωτότυπο κείμενο έχει διφορούμενη σημασία: σημαίνει εφεύρεση, ευρηματικότητα, επινοητικότητα, αλλά και πανουργία, απάτη. Δηλώνοντας ότι δε θεωρεί την πολιτική τέχνη κάτι το διδακτό χρησιμοποιεί τέχνασμα, για να ελέγξει τι ακριβώς διδάσκει ο Πρωταγόρας, σε ποιο βαθμό κατέχει το αντικείμενο της διδασκαλίας του και με ποιο τρόπο επιχειρεί να μεταδώσει τις γνώσεις στους μαθητές του.
3. Είναι ειλικρινής η διατύπωση του Σωκράτη για τη σοφία των Αθηναίων ή όχι και γιατί;
Απάντηση: Ο Σωκράτης διατυπώνει μια ευρέως αποδεκτή άποψη περί πνευματικής ανωτερότητας των Αθηναίων. Γι αυτήν έχουν αναφερθεί σημαντικές προσωπικότητες της εποχής: ο Ιππίας σ’ αυτό το διάλογο θα αποκαλέσει την Αθήνα «τὸ πρυτανεῖον τῆς σοφίας», ο Ευριπίδης αποκαλεί την Αθήνα «Ἑλλὰς Ἑλλάδος», ο Διόδωρος λέγει ότι «Ἀθῆναι πάντων ἀνθρώπων κοινὸν παιδευτήριον» και ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο λέγει « λέγω τὴν πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλλάδος παίδευσιν εἶναι». Ο Αθήναιος γράφει «ὁ Ἀπόλλων ἑστίαν τῆς Ἑλλάδος ἀνεκήρυξε» και ο Ηρόδοτος « ἐν Αθηναίοισι τοῖσι πρώτοισι λεγομένοισι εἶναι Ἑλλήνων
σοφίην». Ωστόσο, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί με την ειλικρίνεια του Σωκράτη, διότι στην «Απολογία» του δε θα μιλήσει με κολακευτικά λόγια γι’ αυτούς. Υποθέτουμε ότι εδώ υπάρχει ειρωνεία ή προσπάθεια να οδηγήσει τον Πρωταγόρα εκεί που αυτός επιθυμεί. Θέλει και να εγκωμιάσει τους Αθηναίους και να μην αφήσει στον Πρωταγόρα περιθώρια αμφισβήτησης των λεγομένων του. Πάντως είναι γενική και σχετικά αφελής η άποψη, μια και η ιστορία έχει αποδείξει το αντίθετο.
4. «οι πιο σοφοί και οι άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή που έχουν οι ίδιοι στους άλλους»
Απάντηση: Ο Σωκράτης παραθέτει το δεύτερο επιχείρημά του στην προσπάθειά του να πείσει ότι δεν μπορεί κανείς να διδάξει την αρετή. Αναφέρει ότι πολίτες σοφοί και άριστοι δεν μπόρεσαν να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους. Στον πλατωνικό λόγο ¨Μένων» ο Σωκράτης κατακρίνει τους μεγάλους άνδρες της Αθήνας, όπως τον Περικλή, το Θεμιστοκλή και τον Αριστείδη, επειδή δεν ενδιαφέρθηκαν όσο έπρεπε για τη μόρφωση των παιδιών τους. Όμως εδώ υπάρχει αντίφαση: τους κατηγορεί για έλλειψη ενδιαφέροντος, άρα μπορούσαν να διδάξουν τα παιδιά τους και δεν το έπραξαν, εκτός κι αν εδώ συνεχίζει την άποψη λέγοντας ότι γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να διδάξουν. Για την αναίρεση του επιχειρήματος βλ. σχετικά
5. Χαρακτηρισμός προσώπων
Απάντηση:
Πρωταγόρας: εμφανίζεται με αυτοπεποίθηση και σιγουριά για τον εαυτό του, εφόσον δείχνει βεβαιότητα στη δυνατότητα διδαχής της ευβουλίας στους νέους πολίτες, έργο δύσκολο, οπότε μπορούμε να μιλήσουμε και για ενδεχόμενη υπεροψία του και έπαρση. Επίσης, εμφανής είναι μια αοριστολογία στο λόγο του, καθώς δεν ξεκαθαρίζει το ακριβές αντικείμενο της διδασκαλίας του. Έχει, τέλος, αυτοπεποίθηση, διότι, αν και έχει προηγηθεί η αμφισβήτηση του Σωκράτη, αυτός ατάραχος, βέβαιος για τον εαυτό του, είναι έτοιμος να μιλήσει και να ξεκαθαρίζει το ζήτημα. Βέβαια η φήμη του είναι γνωστή, είναι φτασμένος δάσκαλος και γνώστης. Θα ήταν παράλογο να μην έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Πώς θα εμπνεύσει τους μαθητές του;
Σωκράτης: δείχνει αμέσως την πρόθεσή του για συγκεκριμένες απαντήσεις και όχι αοριστολογίες. Δεν είναι ευκολόπιστος, δεν παρασύρεται από ηχηρά λόγια. Προσπαθεί με σεβασμό και λεπτότητα να διαφωνήσει με το συνομιλητή του, χρησιμοποιεί λεπτή ειρωνεία, χωρίς να είναι προσβλητική, προσπαθεί με συλλογισμούς και συγκροτημένη σκέψη και επαγωγικά να οδηγηθεί στην αλήθεια και
να διατυπώσει τις ενστάσεις του. Δε θέλει να εντυπωσιάσει. Είναι προσηλωμένος στην αλήθεια, την οποία και υπηρετεί, ακόμη κι αν πρόκειται να μιλήσει υποτιμητικά για παρόντα πρόσωπα, όπως για τον Αλκιβιάδη. Βέβαια υπάρχουν κενά και αδύνατα σημεία στην επιχειρηματολογία για τα οποία βλ. σχετικά
Πλάτων-Πρωταγόρας,
 Ερωτήσεις Ενότητας 1η 
1. Ποιο είναι το θέμα και η δομή της ενότητας; Να αποδώσετε με δικά σας λόγια το περιεχόμενό της. Ποια λογικά κενά ή αδύνατα σημεία διαπιστώνετε, αν διαπιστώνετε; 2. Μελετήστε τον τρόπο με τον οποίο ο Σωκράτης αναφέρεται στις γνώσεις του Πρωταγόρα και σχολιάστε. 3. Ο Σωκράτης ζητάει από τον Πρωταγόρα να είναι ακριβής στις απαντήσεις του και χρησιμοποιεί δυο μεθόδους του, την ειρωνεία και μαιευτική. Πώς φαίνεται αυτό από το κείμενο και τι πετυχαίνει έτσι;
4. Το επιχείρημα του Σωκράτη ότι άνδρες που κατέχουν την πολιτική τέχνη δεν μπορούν να τη διδάξουν στους άλλους αντιφάσκει σ΄ όσα ανέφερε πριν. Να εντοπίσετε την αντίφαση και να την εξηγήσετε. 5. Σε ποιο σημείο παρατηρείται μεθοδολογικό τέχνασμα του Σωκράτη σχετικά με τη διδασκαλία της αρετής; Να το εξηγήσετε λαμβάνοντας υπόψη τις βασικές αρχές της σωκρατικής διδασκαλίας. 6. Ποια είναι η σημασία του όρου αρετή στο κεφάλαιο και ποια ιδιαίτερη σημασία προσδίδουν στον όρο οι προσδιορισμοί «ανδρός»αρετή και «πολιτική»αρετή. Ποια έννοια έχουν οι αντίστοιχοι όροι σήμερα;
7. Να εξετάσετε αν τα επιχειρήματα του Σωκράτη είναι ικανοποιητικά ή όχι για την άποψη που υποστηρίζει.
8. Ποια επιχειρήματα χρησιμοποιεί ο Σωκράτης για το μη διδακτό της αρετής, από πού προέρχονται και πόσο ισχυρά είναι;
9. Πώς τεκμηριώνεται από το κείμενο η προηγμένη οργάνωση της αθηναϊκής δημοκρατίας και διοίκησης;
10. Ο Πρωταγόρας είχε μιλήσει για «πολιτική τέχνη», ενώ ο Σωκράτης στο λόγο του αναφέρεται στην «πολιτική αρετή» και από αυτήν οδηγείται γενικά στην αρετή. Τι νομίζετε ότι θέλει να επιτύχει με τον τρόπο αυτό ο Σωκράτης; Τι συμπεράσματα βγάζουμε για τις αντιλήψεις του περί αρετής; Ποια η σημασία της έννοιας αρετή στο κείμενο;
11. Σε ποιο σημείο του κεφαλαίου γενικεύει ο Σωκράτης την άποψή του για τη δυνατότητα να διδαχθεί η πολιτική αρετή; Ποια εντύπωση μας δημιουργεί με τη γενίκευση αυτή και πού αποβλέπει;
12. Ο Αριστοτέλης επαινεί το Σωκράτη, γιατί πρόσφερε την επαγωγική μέθοδο στη φιλοσοφική συζήτηση. Να εντοπίσετε στο κείμενο τη μέθοδο αυτή και να την αξιολογήσετε.
13. Από που προέρχονται οι γνώσεις του Πρωταγόρα κατά το Σωκράτη; Τι συμπεραίνουμε για την πηγή της γνώσης και για τη δυνατότητα και τα όρια της γνώσης; 14. Με το β΄συνθετικό των παρακάτω λέξεων να γράψετε τρεις ομόρριζες λέξεις για καθεμιά: πρόκειται, μεταβιβάσουν, συνέλευση, διαταγή, προφανές. 15. Να γράψετε πέντε παράγωγα από κάθε ρήμα που σας δίνεται: διδάσκεται, θεωρώ, εκτελέσει.
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
·         Γέννηση: Ίππιος Κολωνός Αθήνας 496 π.Χ.-406 π.Χ.
·         Γιος του εύπορου Σοφίλου
·         Διαπαιδαγώγηση ανάλογη της κοινωνικής του θέσης
·         Σωματικά προσόντα και πνευματική και ψυχική του καλλιέργεια= πρότυπο ολοκληρωμένου πολίτη
·         Ανέλαβε στρατιωτικά, θρησκευτικά και οικονομικά καθήκοντα
·         Μαζί με τον Περικλή στην εκστρατεία της Σάμου: 441-440 π.Χ.
·         Φίλος με Κίμωνα, Περικλή, Ηρόδοτο …
·         Ύμνος της Αθήνας: Οὶδίπους ἐπὶ Κολονῷ: 668-719
·         Σε δικαστικό αγώνα με το γιο του Ιοφώντα
·         468 π.Χ. νικά τον Αισχύλο  και στεφανώνεται από τον Κίμωνα
·         Συμμετοχή σε 30 δραματικούς αγώνες, πάνω από 20 πρώτα βραβεία, τα άλλα δεύτερα
·         123 δράματα, σώθηκαν επτά και ένα σατυρικό δράμα: Ἰχνευταί
·         ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ (7):
·             1. «Αίας» (γράφτηκε μεταξύ 460-450 π.Χ.).
·             2. «Αντιγόνη» (442 π.Χ.).
·             3. «Οιδίπους τύραννος» (430/429 π.Χ.).
·             4. «Ηλέκτρα» (420-415 π.Χ., ίσως το 413).
·             5. «Τραχίνιαι» (ίσως 438-430 π.Χ.).
·             6. «Φιλοκτήτης» (409 π.Χ.).
·             7. «Οιδίπους επί Κολωνώ» (γράφτηκε 406 π.Χ., διδάχτηκε μετά το θάνατό του,
        ίσως το 401 π.Χ.).
·         Χαρακτηριστικά ποιητικής του τέχνης
ü  Κυριαρχεί το πρόβλημα της ηθικής τάξης
v  Βαθύτερα κίνητρα και εσωτερική διάθεση προσώπων
v  Βαθύς σεβασμός στις μυθικές και θρησκευτικές παραδόσεις
v  Δίχως προβληματισμό στις  αντιφάσεις μυθικής παράδοσης και ηθικών αντιλήψεων
v  Δεν τον διακρίνει ο μεταφυσικός προβληματισμός του Αισχύλου
v  Αισθητή η παρουσία των θεών στο έργο του=ηρεμία και δύναμη
v  Οι  άνθρωποι ασταθείς και εφήμεροι
v  Διαχρονικότητα θεϊκών νόμων
ü  Οι ήρωες των έργων του
v  Δεν έχουν τις τιτανικές διαστάσεις  των ηρώων του Αισχύλου
v  Δεν είναι οι καθημερινοί άνθρωποι του Ευριπίδη
v  Είναι γενναιότεροι του μέσου ανθρώπου, είναι όπως πρέπει να είναι
v  Εξιδανικευμένοι, σύμφωνα με την ηθική και αισθητική δεοντολογία
v  Παλεύουν στη μοναξιά που επιβάλλει ο ηρωισμός τους και η βούλησή τους
v  Αλύγιστη δύναμη και συναίσθηση του καθήκοντος
v  Σταθεροί στις αρχές τους ακόμη κι αν τους απαρνούνται όλοι και τους εμπαίζουν οι θεοί
v  Υπεύθυνοι των πράξεών τους και εσωτερικά ελεύθεροι
v  Όχι κύριοι της τύχης τους
v  Όταν σφάλλουν, έχουν κάτι το ευγενικό  και υψηλό
v  Αίσθηση χρέους
ü  Τα δευτερεύοντα πρόσωπα
v  Δίχως δύναμη, αποφασιστικότητα, πάθος και υπερηφάνια
v  Έλλειψη θάρρους, αδυναμία, φόβος και αφέλεια
ü  Καινοτομίες
ü  1. Προσέθεσε και τρίτο υποκριτή.  
ü   2. Αύξησε τον αριθμό των χορευτών από 12 σε 15.  
ü   3. Πρώτος έβαλε πρόλογο στις τραγωδίες του.
 4. Καθιέρωσε την έγχρωμη σκηνογραφία και τη βελτίωσε, με τη χρήση περιάκτων.
 5. Μείωσε τα χορικά και αύξησε τα επικά-διαλογικά μέρη, δίνοντας έτσι μεγαλύτερη κίνηση και δράση.
 6. Πρώτος διέσπασε την ενότητα του μύθου και χρησιμοποίησε για την ίδια τετραλογία υποθέσεις από διαφορετικούς μύθους.  

ü  Γλώσσα-ύφος
v  Κομψότητα και λεπτότητα
v  Λέξεις λόγιες και μεγαλοπρεπείς
v  Υψηλό επίπεδο λόγου
v  Έξοχες εικόνες
v  Αριστοτεχνική χρήση της τραγικής ειρωνείας, περιπέτειας και αναγνώρισης
v  Μέλιττα/το στόμα αὐτοῦ μέλιτι κεχρισμένον ἦν
·         Ο μύθος των Λαβδακιδών
ü  Ιλιάδα και Νέκυια
ü  Θηβαίδα-Οιδιπόδεια
ü  Κάδμος=ιδρυτής Θήβας
v  Σκοτώνει το ιερό φίδι του Άρη
ü  Λάβδακος=εγγονός
v  Καταδιώκει τη λατρεία του θεού Διονύσου
ü  Λάιος=υιός Λάβδακου
v  Απαγάγει το γιο του Πέλοπα Χρύσιππο
v  Ο Πέλοπας τον καταριέται να πεθάνει άτεκνος ή να σκοτωθεί από το παιδί του
ü  Οιδίπους, γιος Λάιου
v  Σκοτώνει τον πατέρα του, παντρεύεται τη μητέρα του,
v  Αποκτά τέσερα παιδιά=και αδέρφια του!          =Ετεοκλής, Πολυνείκης, Αντιγόνη, Ισμήνη
ü  Αποκάλυψη οικτρής αλήθειας
v  Ιοκάστη απαγχονίζεται
v  Ο Οιδίπους αυτοτυφλώνεται και αυτοεξορίζεται
v  Θηβαίδα: καταριέται τα παιδιά του να μοιράσουν την κληρονομιά τους με οπλισμένο χέρι=θάνατος
ü  Πολυνείκης-Ετεοκλής
v  Συμφωνία για βασιλεία ενός χρόνου εναλλάξ έκαστος
v  Ο Ετεοκλής αθετεί το λόγο του
v  Ο Πολυνείκης με στρατό του Άδραστου από το Άργος επιτίθεται στη Θήβα και διεκδικεί την  εξουσία(επτά Θηβαίου εναντίον επτά Αργείων στην  επτάπυλη Θήβα)
v  Αλληλοσκοτωμός των αδερφών
ü  Κρέων
v  Αδερφός Ιοκάστης
v  Διάταγμα=να ταφεί οΕτεοκλής
v  Ο Πολυνείκης να μείνει άταφος, βορά στα σκυλιά και όρνια
ü  Υπόθεση πλέον τραγωδίας
ü  Εμπνεύστηκαν νεότεροι, όπως Ανουίγ, Μπρέχτ

Ερωτήσεις ΚΕΕ
1. Ποια ήταν η σχέση του Σοφοκλή µε την Αθήνα και τις εξέχουσες φυσιογνωµίες της εποχής του;
2. α) Ποια είναι η θέση του ήρωα και ποια του θεατή στα έργα του Σοφοκλή, σύµφωνα µε τον Αριστοτέλη; β) Να αναφέρετε όσα έργα του Σοφοκλή γνωρίζετε. 10. Ποιες διαφορές παρατηρούνται µεταξύ των έργων του Σοφοκλή και του Ευριπίδη ως προς το περιεχόµενο;
3. Παράδοση - άνθρωπος - θεός - ήρωας - καθήκον - τύχη: Ποιες διαφορές παρατηρούνται ως προς την αντιµετώπισή τους ανάµεσα στο Σοφοκλή και τον Ευριπίδη;
4. Ποια θέση έχει στα έργα του Σοφοκλή ο άνθρωπος;
5. Ποιες ήταν οι καινοτοµίες του Σοφοκλή στη διδασκαλία της τραγωδίας; 14. Γιατί οι αρχαίοι αποκαλούσαν το Σοφοκλή µέλιτταν;
6. Να γράψετε λίγα λόγια για το ύφος και το ήθος των ηρώων του Σοφοκλή.
7. Να αποδώσετε σύντοµα το περιεχόµενο του µύθου των Λαβδακιδών.
8.  Με τις συµφορές που βρίσκουν την οικογένεια των Λαβδακιδών εκπληρώνονται, σύµφωνα µε το µύθο, παλιές κατάρες. Πώς επαληθεύεται αυτό το µοτίβο στην περίπτωση του Ετεοκλή και του Πολυνείκη;
9. Ποιοι λόγοι οδηγούν σε σύγκρουση τον Ετεοκλή µε τον Πολυνείκη; Ποιος δικαιολογείται περισσότερο για τις ενέργειές του; 4
10. Από ποιο σηµείο του µύθου των Λαβδακιδών αρχίζει η τραγωδία του Σοφοκλή Αντιγόνη;
·         Παραθέματα
Α
ω φως τελευταίον σε προσβλέψαιμι νυν,
όστις πέφασμαι φυς τ' αφ' ων ου χρην, ξυν οις τ'
ου χρην ομιλών, ους τε μ' ουκ έδει κτανών.
(στ. 1183-1185)

Στην τραγωδία του Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος ως μία από τις αιτίες της πτώσης του ο ίδιος ο ήρωας αναφέρει την καταγωγή του (στ. 1184), ότι «γεννήθηκε από αυτούς που δεν έπρεπε» (φύς τ' ἀφ' ὧν οὐ χρῆν).[1]
Με το γενεαλογικό δέντρο των Λαβδακιδών παρακολουθούμε την ιστορία της Θήβας, από την ίδρυσή της από τον Κάδμομέχρι την πολιορκία της από τους Επτά από το Άργος και την άλωσή της από τους Επιγόνους. Ο τόπος είναι συνυφασμένος με τη λατρεία του Διόνυσου αλλά και την απάρνησή της, τη γέννηση του Ηρακλή από τον Δία και την Αλκμήνη και τη νίκη του ήρωα επί του λέοντος του Κιθαιρώνα.
Ο πρώτος της γενιάς, ο Κάδμος, εγγονός του Ποσειδώνα, ξεκινώντας από την πατρίδα του Φοινίκη διατρέχει την Ελλάδα αναζητώντας την αδελφή του Ευρώπη που άρπαξε ο Δίας και διαδίδει το φοινικικό αλφάβητο. Εγκαθίσταται στη Βοιωτία και την ονομάζει από την αγελάδα (βοῦς) που ακολούθησε καθ' υπόδειξη του Δία, μέχρις ότου αυτή καθίσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο, όπου και ίδρυσε τη Θήβα και την ακρόπολή της Καδμεία. Μετατρέπεται μαζί με τη γυναίκα του Αρμονία σε φίδι, γιατί φίδι, προστατευόμενο του Άρη, ήταν το θεριό που σκότωσε στην Αρεία πηγή. Τα φίδια όμως θεωρούνται και χθόνιες θεότητες που συνδέουν τον κόσμο των ζωντανών με των νεκρών κάτω από τη γη. Μετά τον θάνατό τους ο Δίας τους στέλνει στα Ηλύσια πεδία, προφανώς γιατί η αμαρτία του Κάδμου, ο φόνος του φιδιού του Άρη, ήταν αναπόφευκτη, με την έννοια ότι, αν δεν τη διέπραττε, δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει τη βούληση του άλλου θεού που τον καθοδηγούσε, του Δία - οι άνθρωποι μοιάζουν παγιδευμένοι στα όρια των αρμοδιοτήτων των διαφόρων θεών.
Πολύδωρος και Λάβδακος (από το φοινικικό γράμμα Λάβδα) αρνούνται τη λατρεία του Διόνυσου και πεθαίνουν όπως ο Πενθέας. Ο Λάιος εισήγαγε την παιδεραστία αρπάζοντας τον Χρύσιππο, ο Οιδίποδας σκότωσε σε άμυνα τον πατέρα του Λάιο, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι πατέρας του, παντρεύτηκε τη μητέρα του Ιοκάστη, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι μητέρα του, και, σύμφωνα με τον Σοφοκλή, απέκτησε μαζί της τέσσερα παιδιά (ΑντιγόνηΙσμήνηΕτεοκλήςΠολυνείκης). Με την αποκάλυψη της αλήθειας, η Ιοκάστη αυτοκτονεί (απαγχονίζεται, όπως ταιριάζει στις αρχόντισσες), Ετεοκλής και Πολυνείκης συγκρούστηκαν μεταξύ τους για την εξουσία, η Αντιγόνη δεν δέχτηκε να υπακούσει στην εντολή του θείου της, αδελφού της μητέρας της,Κρέοντα να μην ταφεί ο Πολυνείκης που είχε επιτεθεί στην πόλη του, υφίσταται την τιμωρία για την παράβαση του νόμου που είχε εκδώσει ο Κρέων, εγκλείεται σε υπόγεια φυλακή, αυτοκτονεί όπως η μητέρα της, ενώ στον θάνατo την ακολουθεί και ο αρραβωνιαστικός της και γιος του Κρέοντα Αίμονας που αυτοκτονεί με ξίφος, όπως συνήθιζαν οι άνδρες. Στον θάνατό του θα τον ακολουθήσει η μητέρα του και σύζυγος του Κρέοντα Ευρυδίκη, που αυτοκτονεί με ξίφος, αντίθετα με τις συνήθειες.
Στο γενεαλογικό δέντρο του Κάδμου, που ήλθε από τη Φοινίκη, διαπιστώνουμε ότι απόγονοί του συνάπτουν γάμο με απογόνους των Σπαρτών, που προήλθαν από τη σπορά των δοντιών του δράκου, από τη γενιά του Άρη, που φυλούσε τη μοναδική πηγή της περιοχής, την Πηγή του Άρη.
Με τέχνασμα του Κάδμου αυτοί, τα αυτόχθονα δημιουργήματα της γης των Θηβών, αλληλοσκοτώθηκαν εκτός από πέντε. Από αυτούς, ο Εχίονας παντρεύτηκε την Αγαύη, κόρη του Κάδμου, η εγγονή του Χθόνιου και κόρη του Νυκτέα Νυκτηίς παντρεύτηκε τον Πολύδωρο. Γηγενείς και επήλυδες αναμειγνύονται. Ίσως με τον τρόπο αυτό επιδιωκόταν η αναγνώριση εξωγενών και τοπικών στοιχείων αλλά και η ενσωμάτωση/αφομοίωση παλαιότερων και νεότερων θρησκευτικών στοιχείων που είχαν πλέον την ευλογία της επίσημης και κυρίαρχης ιδεολογίας.
Οι γυναίκες της γενιάς του Κάδμου εμπλέκονται στον κύκλο της διονυσιακής λατρείας, είτε ως μητέρες, φυσικές (Σεμέλη) και θετές (Ινώ), είτε ως αδελφές τους (Αγαύη, Αυτονόη) που αρνούνται τη θεότητα του Διόνυσου. Όλες τους γεννούν αρσενικά παιδιά που όμως χάνονται σχεδόν όλα από τους γονείς τους. Η γενιά συνεχίζει μόνο από το ζεύγος Νυκτηίς - Πολύδωρος, ενώ αξιοπερίεργο είναι ότι δεν σώζεται το όνομα της συζύγου του Λάβδακου. Να υποθέσουμε αιμομικτικές σχέσεις με τη μητέρα του Νυκτηίδα; (Το όνομά της προδίδει ότι ανήκει στις πρωταρχικές θεότητες.) Αν δεχθούμε την υπόθεση αυτή, τότε ό,τι γίνεται με το τρίγωνο Νυκτηίς - Πολύδωρος - Λάβδακος επαναλαμβάνεται με το τρίγωνο Ιοκάστη - Λάιος - Οιδίπους. Το θηλυκό μοιάζει να αποτελεί στοιχείο αντιπαλότητας, ενώ η απουσία πληροφοριών για την οικογένεια του Λάιου δημιουργεί απορίες, όπως επίσης και η συγγένεια των ονομάτων Λάβδακος-Λάιος. Το γένος των Λαβδακιδών με αυτόν τον τρόπο αφανίστηκε.

Οι μύθοι γύρω από τα πρόσωπα της βοιωτικής αριστοκρατίας:

1. δείχνουν τον αγώνα για τη συσσωμάτωση παλαιότερων γηγενών στοιχείων και οικογενειών (Σπαρτοί) με νεότερα επείσακτα (Κάδμος)·
2. αποκαλύπτουν σχέσεις της Βοιωτίας με την Πελοπόννησο γενικά, και την Πίσα ειδικότερα, τόσο μέσα από αρπαγές γυναικών και ανδρών, συγγενών μεταξύ τους, από τον ένα στον άλλον τόπο αλλά και γάμους όσο και μέσα από πολέμους για την ανάκτηση του αρπαγμένου και τη διεκδίκηση της εξουσίας·
3. αποκαλύπτουν διαδικασίες μύησης, εκπαίδευσης δηλαδή στη στρατιωτική τέχνη από συγγενείς σε άλλους τόπους (ο νέος πρέπει να απομακρυνθεί από τον τόπο και την οικογένειά του), σε εποχές που η στρατιωτική εκπαίδευση δεν ήταν υπόθεση του κράτους (ο Λάβδακος αρπάζει τον γιο του Πέλοπα Χρύσιππο και τον φέρνει στη Θήβα ή τον πηγαίνει στη Νεμέα, στη ΒΑ Πελοπόννησο, να πάρει μέρος στους αγώνες, ενώ ο γιος του Λάιος, διωγμένος από τη Θήβα, ανατρέφεται στο παλάτι του Πέλοπα).
Δ. Μήττα

Β.
Οιδίπους και Φρόυντ
Η Ιοκάστη είχε μεταφέρει σε συμβολικό επίπεδο την ανησυχία του Οιδίποδα μήπως συνάψει σχέσεις με τη μητέρα του (στ. 976) :

Σὺ δ᾽ εἰς τὰ μητρὸς μὴ φοβοῦ νυμφεύματα·
πολλοὶ γὰρ ἤδη κἀν ὀνείρασιν βροτῶν
μητρὶ ξυνηυνάσθησαν·
Μη φοβάσαι γάμους με τη μητέρα σου·
πολλοί θνητοί στα όνειρά τους κοιμήθηκαν με τη μητέρα τους.
(στ. 980-983)

Αυτή τη μεταφορά αξιοποίησε ο Φρόυντ και μίλησε για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ταιριαστό για τους αστούς / μεγαλοαστούς ψυχαναλυόμενους του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα στη Βιέννη, όπου είχαν αρχίσει να συζητούν για τη σημασία του σώματος και τη διαχείρισή του στη δημιουργία τραυματικών συμπλεγμάτων στην παιδική ηλικία. Ωστόσο, είναι σαφές ότι αν εφαρμόσουμε μονοσήμαντα την προσέγγιση αυτή στην τραγωδία του Σοφοκλή, ο πλούτος των σημάνσεων περιορίζεται.

Οιδίπους Τύραννος και δομική ανάλυση
Ο C. Levi-Strauss χρησιμοποιεί τον μύθο του Οιδίποδα ως μοντέλο για μια δομική ανάλυση του μύθου[14]. «Συστέλλει» τον μύθο σε μικρότερες προτάσεις και τις οργανώνει σε ομάδες, τις οποίες ονομάζει μυθήματα -κατά το φωνήματα ή μορφήματα- και αποτελούν τους θεμέλιους λίθους και τα συστατικά στοιχεία του μύθου.
Ο Κάδμος αναζητεί την αδελφή του Ευρώπη





Ο Κάδμος σκοτώνει τον δράκο


Οι Σπαρτοί αλληλοεξοντώνονται.





· Λάβδακος χωλός
· Λάιος σκαιός
· Οιδίποδας, πρησμένο πόδι

Ο Οιδίποδας σκοτώνει τον πατέρα του Λάιο.




Ο Οιδίποδας σκοτώνει τη Σφίγγα

Ο Οιδίποδας παντρεύεται τη μητέρα του Ιοκάστη.




Ο Ετεοκλής σκοτώνει τον αδελφό του Πολυνείκη.


Η Αντιγόνη θάβει τον αδελφό της Πολυνείκη.



Στην πρώτη στήλη τονίζεται η συγγένεια αίματος, ενώ στη δεύτερη κυριαρχεί η υποτίμησή της. Η τρίτη στήλη επισημαίνει την απελευθέρωση του ανθρώπου από την αυτόχθονη καταγωγή του, ενώ η τέταρτη, με το σωματικό ελάττωμα του καθενός, ιδίως του Λάβδακου και του Οιδίποδα που τους αναγκάζει να σέρνουν το πόδι τους στη γη, δείχνει το αντίθετο, την εξάρτηση δηλαδή από την καταγωγή. Όλες οι στήλες βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους.
Αν διαβάσουμε το σχήμα από αριστερά προς τα δεξιά, προκύπτει η χρονική σειρά των γεγονότων του μύθου. Αν διαβάσουμε την κάθε στήλη ως μια ενότητα, ως ένα μύθημα, αποκαλύπτεται το απόκρυφο νόημά του. Έτσι, ο μύθος εμφανίζεται ως ένα «λογικό μοντέλο … ικανό να υπερνικήσει μιαν αντίφαση». Αναπόφευκτα λοιπόν θα πρέπει να ταξινομήσουμε τα δεδομένα των μύθων σε καταφάσεις, αντιφάσεις και συνθέσεις.

Γ. Ο ποιητής της Θηβαΐδος

Η Θηβαΐδα μαζί με την Οιδιπόδεια και τους Επιγόνους συναποτελούσε τον θηβαϊκό επικό κύκλο[2], ο οποίος πραγματευόταν τους σχετικούς με το γένος των Λαβδακιδών μύθους. Ο Παυσανίας (ο οποίος εκτιμούσε ότι η Θηβαΐδα υπολειπόταν σε ποιητική αξία μόνον της Ιλιάδας και της Οδύσσειας)[3], αναφέρει ότι ο ελεγειακός ποιητής του 7ου π.Χ. αιώναΚαλλίνος ο Εφέσιος απέδιδε την Θηβαΐδα στον Όμηρο[4] -άποψη που υιοθετούσε και ο άγνωστος συγγραφέας του Αγώνος Ομήρου και Ησιόδου (ενός μικρού έργου της ελληνιστικής εποχής)[5]. Ωστόσο, άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Αθήναιος[6] ή ο Απολλόδωρος[7], αν και μνημόνευαν την Θηβαΐδα και ανέφεραν στίχους απ' αυτήν, δήλωναν παράλληλα παντελή άγνοια ως προς τον πραγματικό της δημιουργό.
Το (υποτιθέμενο) περιεχόμενο της Θηβαΐδος και τα διασωθέντα αποσπάσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο εναρκτήριος στίχος
Από την Θηβαΐδα διασώθηκαν ελάχιστοι στίχοι[8] μεταξύ των οποίων και ο εναρκτήριος στίχος του ποιήματος που περιλαμβάνει την καθιερωμένη στην επική ποίηση επίκληση στην Θεά ή στην Μούσα:
Ἄργος ἄειδε, θεά, πολυδίψιον, ἔνθεν ἄνακτες.[9]
(Το Άργος ψάλε, θεά, το άνυδρο, απ' όπου οι βασιλιάδες…)
Η κατάρα του Οιδίποδα
Στη συνέχεια του ποιήματος, όπως προκύπτει από δύο αποσπάσματα (δεκατεσσάρων συνολικά στίχων) που διεσώθησαν από τον Αθήναιο και κάποιον ανώνυμο σχολιαστή, ο ποιητής της Θηβαΐδας αναφερόταν στην κατάρα του Οιδίποδα, ο οποίος, επειδή ένιωθε περιφρονημένος ή και παραγκωνισμένος από τους γιους του[10]:
προσευχήθηκε στον άνακτα Δία και στους άλλους αθανάτους
να δώσει να κατέβουν αλληλοσκοτωμένα στον Άδη [τα παιδιά του][11].
Γνωρίζουμε από μεταγενεστέρους ποιητές, και κυρίως από τους μεγάλους τραγικούς της κλασσικής εποχής, ότι ο Ετεοκλής υφάρπαξε τον θρόνο της Θήβας και εξανάγκασε τον αδελφό του Πολυνείκη να εξοριστεί στο Άργος. Εκεί, ο Πολυνείκης αφού πρώτα παντρεύτηκε τηνΑργεία, την κόρη του βασιλιά Άδραστου, έπεισε τον πεθερό του να συγκεντρώσει στρατό και να εκστρατεύσει εναντίον της Θήβας. Επτά Αργείοι ηγεμόνες, συμπεριλαμβανομένων του Πολυνείκη και του ίδιου του Άδραστου, επικεφαλής ενός πανίσχυρου στρατού παρατάχθηκαν απέναντι από τις επτά πύλες της Θήβας. Ο Πολυνείκης και ο Ετεοκλής μονομάχησαν μπροστά στα τείχη της πόλης και αλληλοσκοτώθηκαν εκπληρώνοντας έτσι την κατάρα του πατέρα τους. Αμέσως μετά οι Θηβαίοι αντεπιτέθηκαν και διέλυσαν τον στρατό των πολιορκητών σκοτώνοντας όλους τους αρχηγούς του. Μόνον ο Άδραστος κατόρθωσε να διαφύγει, "εἵματα λυγρὰ φέρων" [με ενδύματα άθλια, ξεσχισμένα], καβάλα στο θεϊκό άλογο (που του είχε χαρίσει ο Ηρακλής), στον "κυανοχαίτη" Αρίονα, όπως μας πληροφορεί ένας άλλος στίχος της Θηβαΐδος[12].
Το πιο άδοξο τέλος απ' όλους τους Αργείους ηγεμόνες είχε ο Αμφιάραος,
που δεν ήταν μόνο μάντης καλός, αλλά ήξερε και με το δόρυ να μάχεται[13]
Μπροστά στην ορμητικότητα του γιου του Ποσειδώνα και υπερασπιστή της Θήβας Περικλύμενου τράπηκε σε φυγή. Ο Δίας τότε, για να τον γλυτώσει από την καταισχύνη ενός πισώπλατου σκοτωμού, μ' ένα αστροπελέκι έσκισε την γη, και ο Αμφιάραος χάθηκε μέσα στο χάσμα μαζί με το άρμα και τα άλογά του[14].
1.      Στον θηβαϊκό κύκλο ανήκε και ένα τέταρτο έπος: η Ἀλκμαιωνίς, που είχε ως κεντρικό πρόσωπο τον γιο του Αμφιάραου Αλκμαίωνα.
• Αναφέρεται επίσης και ένα άλλο επικό ποίημα με τίτλο Ἀμφιαράου ἐξέλασις [εκστρατεία], το οποίο φαίνεται πως είχε ανάλογο περιεχόμενο με την Θηβαΐδα, δεν περιλαμβανόταν όμως στον επικό κύκλο.
2.      Ο Παυσανίας, συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αιώνα, δεν μπορούσε βέβαια να γνωρίζει από πρώτο χέρι τη Θηβαΐδα: στην εποχή του το έπος είχε προ πολλού χαθεί. Αντλούσε τις πληροφορίες του κυρίως από τους γραμματικούς και τούς σχολιαστές της ελληνιστικής εποχής, και από την προφορική παράδοση.
3.      Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις, 9.9.5.
4.      "Περὶ Ὁμήρου καὶ Ἡσιόδου καὶ τοῦ γένους καὶ ἀγῶνος αὐτῶν", σελ. 196, στο: Ομηρικά - Επικός κύκλος, εκδ. Κάκτος, 2005.
5.     Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 465e (XI.14) [ὡς ὁ τὴν κυκλικὴν Θηβαΐδα πεποιηκώς φησιν].
6.      Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη,1.8.4 [ὁ μὲν γράψας τὴν Θηβαΐδα…].
7.      G. Kinkel, Epicorum Graecorum fragmenta (1877), "Thebaid", vol. 1, σελ. 9-13.
•. H.G. Evelyn-White, Hesiod, the Homeric Hymns, and Homerica (1914), "The Thebaid",
σελ. 484-486.
• M. West, Greek Epic Fragments: From the Seventh to the Fifth Centuries BC (2003), "
Θηβαΐς - Thebaid: Testimonia and Fragments", σελ. 42-55, Loeb Classical Library, Harvard University Press.
8.      M. West, ό.π., frg. 1.
9.     Σύμφωνα με τους τραγικούς ποιητές, ο Οιδίπους καταράστηκε τους γιους του είτε επειδή, μετά την αποκάλυψη της αιμομιξίας του με την μητέρα του Ιοκάστη, με την βοήθεια του Κρέοντα τον εξόρισαν από την Θήβα (Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ) είτε επειδή τον περιόρισαν στο παλάτι για να μην τον βλέπει ο κόσμος και να ξεχαστούν έτσι τα κρίματά του (Ευριπίδης, Φοίνισσαι). Στα έπη του θηβαϊκού κύκλου (Οιδιπόδεια και Θηβαΐδα) ο Οιδίπους παρέμενε στην Θήβα ως βασιλιάς μέχρι το τέλος του, έστω και αν κάποια στιγμή -ενδεχομένως- παραμεριζόταν από τους γιους του με συνέπεια να τους καταραστεί.
10. "Θηβαΐς", σελ. 75, στο: Ομηρικά - Επικός κύκλος, εκδ. Κάκτος, 2005.
εὖκτο Διὶ βασιλῆϊ καὶ ἄλλοις ἀθανάτοισιν,
χερσὶν ὕπ᾿ ἀλλἠλων καταβήμεναι Ἄϊδος εἴσω.

(M. West, ό.π., frg. 3.)
11. εἵματα λυγρὰ φέρων σὺν Ἀρίονι κυανοχαίτῃ.
(M. West, ό.π., frg. 11. [Παυσανίας, 8.25.8])
12.  ἀμφότερον μάντίν τ᾿ ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάχεσθαι.
• Ένας παρόμοιος στίχος βρίσκεται στον έκτο Ολυμπιόνικο του Πινδάρου, παρμένος σύμφωνα με τον Ασκληπιάδη (Τραγιλέα) από την κυκλική Θηβαΐδα.
(M. West, ό.π., frg. 6.)
13.  Κ. Κερένυϊ, Η μυθολογία των Ελλήνων, σελ. 540, εκδ. της Εστίας, 1996.

Δ. το παρελθόν του μύθου
Ο μύθος του Οιδίποδα είναι ο σημαντικότερος από τους αρχαιότατους θηβαϊκούς μύθους· αναφέρεται ήδη στα ομηρικά έπη, που ακολουθούν ίσως παλαιότερες παραδόσεις άγνωστων επικών ποιητών. Στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας έχουμε μόνο μια μνεία, από δύο μονάχα στίχους, που μας πληροφορούν ότι ο Οιδίπους σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης και ότι, προς τιμή του, οργάνωσαν επικήδειους αγώνες, στους οποίους νίκησε όλους τους Θηβαίους ο Ταλαϊονίδης Ευρύαλος, ισόθεος άντρας, γιος του βασιλιά Μηκιστέα:
ὅς ποτε Θήβασδ’ ἦλθε δεδουπότος Οἰδιπόδαο
ἐς τάφον· ἔνθα δὲ πάντας ἐνίκα Καδμείωνας.
(679-680)
Έτσι, σύμφωνα με την παράδοση που ακολουθεί ο ποιητής της Ιλιάδας, ο Οιδίπους, όταν υπέκυψε, δεν ήταν ούτε τυφλός ούτε καταραμένος.
Πιο διαφορετική είναι η αφήγηση της Οδύσσειας, στη ραψωδία λ (Νέκυια), που υποθέτει γνωστή την παράδοση, όπως επαναλήφθηκε από τους τραγικούς.
Στον Κατάλογο ηρωΐδων γυναικών (225-332), ανάμεσα στις γυναίκες που προσέρχονται διαδοχικά, σε ονειρική παρέλαση από σκιώδεις οπτασίες, στον ερεβώδη δόμο του Άδη, ο Οδυσσεύς βλέπει την ωραία Επικάστη, που αργότερα ονομάσθηκε Ιοκάστη, μητέρα του Οιδίποδα, με την τραγική της μοίρα:
«Είδα του Οιδίποδα τη μάνα, την όμορφη Επικάστη, 
που έκανε πράξη ανήκουστη, δίχως ο νους της να το ξέρει, 
σμίγοντας με τον ίδιο της το γιο και εκείνος τον πατέρα του
σκοτώνοντας
την πήρε (γῆμε)· αμέσως όμως οι θεοί 
φανέρωσαν τα ανόσια έργα, και ο κόσμος βούϊξε.
Παρ’ όλα αυτά εκείνος ξέμεινε στη λατρευτή του Θήβα, 
συφοριασμένος των Καδμείων βασιλιάς, δέσμιος 
της φρικτής βουλής των αθανάτων. 
Εκείνος όμως πέρασε στον Άδη, άσπλαχνο φύλακα 
στις κάτω πύλες, αφού πρώτα σε μια θηλιά κρεμάστηκε, 
δένοντας το μακρύ σχοινί απ’ την ψηλή οροφή της κάμαρής της 
η απελπισία την έπνιξε (ᾧ ἄχεϊ σχομένη).
Άφησε ωστόσο και σ’ εκείνον κληρονομιά πόνους πολλούς, 
όσοι απαιτούν να πέσουν πάνω τους οι Ερινύες της μητέρας».
(271-284, μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτη)
Στους δέκα τέσσερις αυτούς στίχους της Νέκυιας περιέχεται το ουσιώδες της παράδοσης, διατυπωμένο με τέτοιο τρόπο, όπως θα το συναντήσουμε και αργότερα. Για πρώτη φορά πληροφορούμαστε για την αξιοθρήνητη μοίρα της γυναίκας αυτής: να παντρευτεί το γιο της, αφού εκείνος είχε σκοτώσει τον πατέρα του. Λόγος για τύφλωση του Οιδίποδα δε γίνεται ούτε για τα δύο του παιδιά, Ετεοκλή και Πολυνείκη (πρβλ. Δ376 κ.ε.), στα οποία συνεχίζεται η κατάρα του γένους.
Αντίθετα, στο ησιόδειο έπος Ἔργα καὶ Ἡμέραι βρίσκουμε μια αναφορά στον πόλεμο μεταξύ Πολυνείκη και Ετεοκλή, στον οποίο οι ήρωες φονεύονται για τα κοπάδια του Οιδίποδα:μαρναμένους μήλων ἕνεκα Οἰδιπόδαο (162), ενώ στη Θεογονία αναφέρεται πως η Σφίγξ (βοιωτική παραλλαγή Φῖξ), κόρη της Έχιδνας, ήταν αιτία ολέθρου για τους Καδμείους (326).
Ο μύθος του Οιδίποδα αποτέλεσε κυρίως θέμα των επών του θηβαϊκού κύκλου: τρία επικά ποιήματα ασχολούνται με την τύχη του Οιδίποδα και των γιων του, η Οἰδιπόδεια και οι Ἐπίγονοι, –από τα οποία δεν έχει τίποτε διασωθεί– και η Θηβαΐς, έργο που γνωρίζουμε καλύτερα χάρη σ’ ένα απόσπασμα δέκα στίχων, όπου ο τυφλός Οιδίπους, εγγίζοντας με τα δύο του χέρια, το ωραίο χρυσό κύπελλο (χρύσειον καλὸν δέπας), που βρίσκεται μπροστά του, αναγνωρίζει ότι είναι του πατέρα του Λαΐου, πρόξενου όλων των συμφορών. Εξοργισμένος γιατί ο Πολυνείκης παραβίασε την εντολή του πατέρα του, εκστομίζει κατάρα και για τα δύο του παιδιά (θεῶν δ’ οὐ λάνθαν’ ἐρινύν): να αλληλομισούνται και να διαμοιράζονται την κληρονομιά του με τα όπλα στα χέρια (ἀμφοτέροισι δ’ ἀεὶ πόλεμοί τε μάχαι τε, 10).
………………….
Ο μύθος του Οιδίποδα στον Σοφοκλή
Ο Σοφοκλής αντλώντας τις πηγές του από το άφθονο μυθολογικό υλικό και αξιοποιώντας, κατάλληλα, τις ποικίλες παραλλαγές και λεπτομέρειες του μύθου, τροποποιώντας ανάλογα μερικά σημεία της μυθικής παράδοσης, δραματοποίησε έξοχα την τραγική μοίρα του Οιδίποδα· ειδικότερα, από τις εφτά διασωθείσες τραγωδίες του οι τρεις αναφέρονται στην πολύπαθη μορφή του Λαβδακίδη και στα παιδιά του.
Στη συγκεκριμένη τραγωδία, Οἰδίπους Τύραννος, που θα εξετάσουμε. τα προηγούμενα γεγονότα που οδηγούν στην υπόθεση του έργου έχουν ως εξής:
Ο πανίσχυρος βασιλιάς (κράτιστος πᾶσιν) της Θήβας Λάιος, γιος του Λάβδακου, έλαβε κάποτε χρησμό από το θεό Απόλλωνα ότι θα φονευόταν από το παιδί που θα αποκτούσε από τη σύζυγό του Ιοκάστη.
Όταν αργότερα η Ιοκάστη, παρά τη θεϊκή πρόρρηση, γέννησε ένα αγόρι, ο Λάιος τρομαγμένος και για να αποφύγει την απειλή του δελφικού χρησμού, το παρέδωσε σ’ ένα πιστό του δούλο-βοσκό, –αφού πρώτα τρύπησε και έδεσε τους αστραγάλους του–, με την εντολή να αφήσει το νεογέννητο έκθετο στον άγριο Κιθαιρώνα.  
Ο βοσκός, όμως, που θα εκτελούσε την εντολή, λυπήθηκε το νήπιο και το παρέδωσε σ' έναν άλλο βοσκό από την Κόρινθο, ο οποίος το μετέφερε στην πόλη αυτή και το έδωσε στον κύριό του Πόλυβο, βασιλιά της Κορίνθου. Ο Πόλυβος και η σύζυγός του Μερόπη, που δεν είχαν παιδιά, το υιοθέτησαν με χαρά και το ονόμασαν Οιδίποδα (οἰδέω + πούς), εξαιτίας των πρησμένων ποδιών του.
Όταν μεγάλωσε ο Οιδίπους, μια μέρα, σε κάποιο συμπόσιο, αποκλήθηκε υβριστικά από έναν ομοτράπεζο του νόθος· επειδή ο Πόλυβος και η Μερόπη δεν κατόρθωσαν να δώσουν ικανοποιητικές εξηγήσεις, όταν ερωτήθηκαν από τον προσβληθέντα Οιδίποδα, κατευθύνθηκε ο ίδιος στους Δελφούς για να μάθει ποιοι ήταν οι γονείς του. Η απάντηση της Πυθίας ήταν ρητή: να μην επιστρέψει πια στην πατρίδα του, γιατί, αν γύριζε, θα σκότωνε τον πατέρα του και θα έπαιρνε γυναίκα την ίδια τη μητέρα του. Έτσι, για να αποφύγει την πατροκτονία και την αιμομιξία αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στην Κόρινθο, αλλά να ακολουθήσει τον αντίθετο δρόμο προς τη Βοιωτία.
Σ’ ένα φωκικό τρίστρατο, «σχιστή οδό», κοντά στη Δαύλεια, γίνεται η μοιραία συνάντηση με τον Λάιο και την ακολουθία του· ύστερα από μια σφοδρή λογομαχία, ο Οιδίπους τους σκοτώνει όλους εκτός από ένα δούλο, που κατόρθωσε να διασωθεί· ήταν ακριβώς αυτός που παρέλαβε κάποτε τον Οιδίποδα – βρέφος για να το εγκαταλείψει στον Κιθαιρώνα.
Ο βοσκός πανικόβλητος επέστρεψε στη Θήβα και ανακοίνωσε ότι ο Λάιος σκοτώθηκε σ’ ένα σταυροδρόμι, ἐν τριπλαῖς ἁμαξιτοῖς ὁδοῖς, από ληστές που του είχαν στήσει ενέδρα.
Οταν ο Οιδίπους έφτασε στη Θήβα, βρήκε τους πολίτες τρομοκρατημένους εξαιτίας της αινιγματικής Σφίγγας (ποικιλῳδὸς Σφίγξ), η οποία καθισμένη σ’ ένα βράχο, κοντά στην πόλη, προκαλούσε τους διαβάτες με το γνωστό αίνιγμά της. Ο Οιδίπους έδωσε εύστοχη απάντηση, λύνοντας με την ευφυΐα και το θάρρος του, το αίνιγμα και υποχρεώνοντας το τέρας να γκρεμιστεί από το βουνό Φίκιο.
Έτσι, ανακηρύχθηκε σωτήρας της πόλης και πήρε το έπαθλο, που ο προσωρινός βασιλιάς της Θήβας Κρέων είχε ορίσει: τη χήρα βασίλισσα Ιοκάστη ως γυναίκα και το θρόνο.
Ως λαοπρόβλητος βασιλιάς ο Οιδίπους ζούσε ευτυχισμένος και μεγάλη ευδαιμονία επικρατούσε στη χώρα του. Από το γάμο του με την Ιοκάστη απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Ετεοκλή, τον Πολυνείκη, την Αντιγόνη και την Ισμήνη, που ήταν ταυτόχρονα και αδέλφια του. Ξαφνικά, όμως, μεγάλη συμφορά ενέσκηψε στην πόλη του Κάδμου (ἄστυ Καδμεῖον): φοβερή επιδημία (λοιμὸς ἔχθιστος), που απειλούσε κάθε ζωντανό στη φύση και στην πόλη, μάστιζε τη χώρα, παράλληλα με την αφορία της γης και την αποβολή, στον τοκετό, των γυναικών και των ζώων. Για να βρει την αιτία της συμφοράς και το μέσο για τη λύτρωση, ο Οιδίπους ζήτησε χρησμό από το μαντείο των Δελφών.
Η τραγωδία αρχίζει από το σημείο που ο Οιδίπους περιμένει με αγωνία το γυναικάδελφό του Κρέοντα, γιο του Μενοικέα, που τον έστειλε ως απεσταλμένο στα πυθικά δώματα του Φοίβου, για να του φανερώσει με ποιον τρόπο θα απαλλαγεί η πόλη από τα δεινά της.
Η  περίληψη της Αντιγόνης
Ο Σοφοκλής πήρε την υπόθεση της τραγωδίας του από το λεγόμενο Θηβαϊκό κύκλο, από τους μύθους δηλαδή για τη βασιλική οικογένεια της Θήβας: το Λάιο, τον Οιδίποδα και τους απογόνους τους.
Η τραγωδία «Αντιγόνη» ξεκινά έχοντας σαν δεδομένο ένα διπλό τραγικό φονικό. Οι δύο γιοι του Οιδίποδα, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης έχουν αλληλοσκοτωθεί πολεμώντας ο μεν υπέρ ο δε εναντίον της πατρίδας του, δηλαδή της Θήβας. Στη χώρα πια την εξουσία, που είχε μείνει «ορφανή», έχει αναλάβει ο Κρέοντας. Ο εμφύλιος πόλεμος έχει τελειώσει και η πόλη μετρά και γιατρεύει τις πληγές της. Πώς να κατηγορήσει κανείς κάποιον ως υπαίτιο της συμφοράς; Ο Ετεοκλής φάνηκε αλαζόνας και στη συμφωνία με τον αδερφό του τον Πολυνείκη, ότι θα βασιλεύουν εναλλάξ κάθε ένα χρόνο στη Θήβα, πάτησε το λόγο του. Ο Πολυνείκης από την πλευρά του κινήθηκε εναντίον της πατρίδας του, προκειμένου να πάρει την εξουσία που σύμφωνα με τη συμφωνία του ανήκε. Σελικά ποιος κινεί το νήμα της μοίρας; Ο επίορκος Ετεοκλής ή ο προδότης Πολυνείκης; Να ένα καλό ερώτημα και δεν είναι το βασικό θέμα του δράματος. Η σύγκρουση Αντιγόνης – Κρέοντα είναι το θέμα της τραγωδίας.
Το σκηνικό στον Πρόλογο ανοίγει μπροστά στις πύλες του προαυλίου του βασιλικού ανακτόρου των Θηβών, κατοικία των Λαβδακιδών βασιλιάδων. Οι δύο κόρες του Οιδίποδα, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, μαυροφορεμένες και οι δύο, συνομιλούν. Η Αντιγόνη σημειώνει πως ο Κρέοντας αποφάσισε να απαγορεύσει με διάταγμα την ταφή του Πολυνείκη, θεωρώντας τον προδότη της πατρίδας του, ενώ πρόσταξε να θάψουν με όλες τις τιμές τον Ετεοκλή. Η ηρωίδα δηλώνει ότι θα θάψει η ίδια τον αδερφό της, μη μπορώντας να αντέξει την ιδέα να μείνει βορά στα όρνια το άψυχο σώμα του Πολυνείκη. Παροτρύνει και την Ισμήνη να τη βοηθήσει, αλλά εκείνη από φόβο αρνείται. Η Αντιγόνη ατρόμητη υπόσχεται να πραγματοποιήσει μόνη της την ταφή. Η σύγκρουση θείου και ανθρώπινου νόμου αρχίζει ήδη να διαγράφεται. Σελικά ποιος είναι ο κυρίαρχος νόμος; Αυτός των θεών, που θέλει όλοι οι νεκροί ανεξαιρέτως να θάφονται με τιμές, ώστε να αναπαύεται γαλήνια η ψυχή τους; Ή μήπως των ανθρώπων, εδώ του Κρέοντα, που θέλει τους προδότες να μένουν άταφοι και άκλαυτοι, φτηνή τροφή στα όρνια και τα σκυλιά; Για την Αντιγόνη το ερώτημα έχει ήδη απαντηθεί μέσα της. Ο θείος νόμος είναι ανώτερος και ισχυρότερος απ΄ όλα.
Ο χορός στην Πάροδο χαιρετίζει τον ακτινοβόλο ήλιο, ευχαριστεί για τη νίκη της πόλης ενάντια στους εισβολείς, στην συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για τις δυνάμεις του Πολυνείκη, και καλεί το λαό σε ολονύκτια δοξολογία.
Στο Α΄ Επεισόδιο ο Κρέοντας διακηρύσσει το διάταγμα απαγόρευσης της ταφής του Πολυνείκη. Ο χορός με χαρακτηριστική δουλοφροσύνη συμφωνεί. Σότε ένας Υύλακας, από εκείνους που ο Κρέοντας είχε ορίσει να φυλάγουν το σώμα του νεκρού Πολυνείκη, μπαίνει στη σκηνή και ανακοινώνει ότι κάποιος έθαψε κρυφά το σώμα. Ο Κρέοντας γίνεται θηρίο στο άκουσμα ότι καταπατήθηκε το διάταγμά του. Δηλώνει ότι θα κρεμάσει ζωντανούς τους φύλακες, αν δε βρεθεί σύντομα ο ένοχος.
Ο χορός στο Α΄ Στάσιμο σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει λίγο το βαρύ κλίμα που διαμορφώθηκε πλέκει έναν καταπληκτικό Όμνο στον άνθρωπο.
Στο Β΄ Επεισόδιο ο Υύλακας φέρνει στον Κρέοντα δεμένη την Αντιγόνη και δηλώνει ότι εκείνη έκανε κρυφά την ταφή του νεκρού Πολυνείκη. Η ατρόμητη γυναίκα, ενώ ξέρει ότι η ζωή της κρέμεται σε μια κλωστή, παραδέχεται αγέρωχα την πράξη της. ΢τη σκηνή έρχεται και η αδερφή της Ισμήνη. Η τελευταία επιμένει ότι και εκείνη έχει ανάμειξη στην ταφή. Η Αντιγόνη όμως τη διαψεύδει. Ο Κρέοντας θέτει και τις δύο υπό αυστηρή επιτήρηση. Ένα δίλημμα φωλιάζει μέσα του από τα λόγια της Ισμήνης. Πώς είναι δυνατόν να σκοτώσει την Αντιγόνη που είναι αρραβωνιαστικιά του γιου του του Αίμονα; Συφλωμένος από οργή ο βασιλιάς για την καταπάτηση της διαταγής του, μάλλον αγνοεί τις συνέπειες μιας τέτοιας πράξης και το θυμό των θεών.
Στο Β΄ Στάσιμο ο χορός αναλώνεται σε μακαρισμούς για όσους πέρασαν τη ζωή τους χωρίς συμφορές.
Το Γ΄ Επεισόδιο αφορά τη διαμάχη Κρέοντα – Αίμονα. Ο γιος αντιτίθεται στον πατέρα, ενώ ο τελευταίος δηλώνει ότι θα θάψει ζωντανή την Αντιγόνη σε μια σπηλιά σαν τιμωρία για την ανυπακοή της. Σο τραγικό τέλος πλησιάζει και ο Κρέοντας από μόνος του προκαλεί τη μοίρα του, εξοργίζει τους θεούς με την αυταρχική εξουσία του και οικοδομεί τις πιο σπαρακτικές εξελίξεις για τον ίδιο.
Στο Γ΄ Στάσιμο ο χορός τραγουδά έναν υπέροχο Όμνο στον έρωτα και τη δύναμή του, εμπνευσμένο από την αγάπη του Αίμονα για την Αντιγόνη.
Στο Δ΄ Επεισόδιο η Αντιγόνη οδηγείται ζωντανή στη σπηλιά που θα γίνει πλέον και ο τάφος της. Θρηνεί για τη μοίρα της, ενώ ο χορός προσπαθεί να της δώσει κουράγιο, σημειώνοντας ότι πληρώνει για τα μεγάλα αμαρτήματα του πατέρα της, του Οιδίποδα. Ο Κρέοντας, που ακούει το θρήνο της κοπέλας, οργίζεται ακόμη περισσότερο και διατάζει τους φύλακες να επισπεύσουν τον εγκλεισμό της στη σπηλιά.
Ο χορός επιχειρεί να παρηγορήσει την Αντιγόνη στο Δ΄ Στάσιμο, αναφέροντας τρία παραδείγματα που δείχνουν τη φοβερή και ακατανίκητη δύναμη της μοίρας.
Ο τυφλός μάντης Σειρεσίας οδηγείται στη σκηνή από ένα παιδί. Προειδοποιεί τον Κρέοντα ότι οι θεοί είναι οργισμένοι με τις πράξεις του και προβλέπει συμφορές για τον ίδιο και την οικογένειά του. Ο Κρέοντας στην αρχή αντιδρά βίαια, μετά όμως και με την παρατήρηση του χορού ότι ο μάντης ποτέ δεν προφήτεψε λάθος, μετανιώνει και τρέχει να απελευθερώσει την Αντιγόνη (Ε΄ Επεισόδιο).
Ο χορός επικαλείται το Βάκχο, για να καθαρίσει την πόλη από το μίασμα που έχει δημιουργηθεί από την αυταρχική συμπεριφορά του άρχοντα (Ε΄ Στάσιμο).
Πολύ αργά πια για όλους. Η μετάνοια του Κρέοντα δεν πρόλαβε τίποτα. Σο τραγικό τέλος ανακοινώνεται από τον Άγγελο στην Έξοδο του έργου. Ένα διάταγμα και ένα πείσμα από πλευράς του βασιλιά για πιστή εφαρμογή των εντολών του έφερε τρεις θανάτους. Η Αντιγόνη κρεμάστηκε. Ο αρραβωνιαστικός της ο Αίμονας επίσης αυτοκτόνησε, αφού δεν άντεξε στην ιδέα του θανάτου της αγαπημένης του. Σελικά, τον κύκλο αίματος κλείνει η βασίλισσα και μητέρα του Αίμονα, η Ευρυδίκη, η οποία αυτοκτονεί και αυτή πικραμένη για το θάνατο του γιου της. Ο Κρέοντας εισπράττει την πιο σκληρή τιμωρία των θεών για το πείσμα του. Σρεις θάνατοι φορτώνονται στην πλάτη του. Η νύφη του, ο γιος και η γυναίκα του βάφουν με το αίμα του θανάτου τους το σκήπτρο της περίφανης και κραταιάς ηγεμονίας του.

A.    Αλέξανδρος