Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ
ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΗ: ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΗΓΗ Της ΓΝΩΣΗΣ
 Σκοπός
Να γνωρίσουμε τις κυριότερες απαντήσεις που έδωσε η ιστορία της φιλοσοφίας (ορθολογισμός, εμπειρισμός, κριτικισμός) στη διερεύνηση της πηγής και της δυνατότητας θεμελίωσης  της γνώσης)
Στόχοι
Ψήγματα γνώσης του αρχαίου σκεπτικισμού και νεότερων μορφών σκεπτικισμού, ακραίου και μετριοπαθούς
Επιχειρήματα και αποδείξεις του Ντεκάρτ προκειμένου να διασφαλίσει την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου καταφεύγοντας στην ύπαρξη του θεού

Η σκεπτικιστική πρόκληση–Διαφορετικά είδη σκεπτικισμού


·     Στο χώρο της γνωσιολογίας, δηλαδή κατά την ενασχόληση με τη γνώση ως τέτοια, οι φιλόσοφοι θέτουν το ερώτημα σχετικά με το εάν η γνώση μας για τα πράγματα που δεχόμαστε πως υπάρχουν είναι δυνατή.
·     Στο ερώτημα αυτό δεν υπάρχει μια καταφατική ή αρνητική απάντηση. Οι φιλόσοφοι απαντούν διαφορετικά, ανάλογα με αυτά που παρατηρούν.
·         διαπιστώνουν πως οι αισθήσεις  μας συχνά-πυκνά μας εξαπατούν,
·         οι συλλογισμοί είναι λαθεμένοι ή οδηγούν σε λάθος, με αποτέλεσμα να προβληματιζόμαστε για τους κανόνες που διέπουν τη σκέψη μας, δηλαδή για τις μεθόδους και την οργάνωση της σκέψης μας. που κάνουμε
·          παρατηρείται ασυμφωνία σε πολλά και σημαντικά ζητήματα.
·     Από αφορμή τέτοιες και άλλες παρόμοιες εμπειρίες, οι φιλόσοφοι αμφιβάλλουν για το αν μπορούμε να έχουμε βέβαιη γνώση για τον κόσμο ή αν έχουμε μια ψευδή αντίληψη γι’ αυτόν.
·     Οι φιλόσοφοι που υποστηρίζουν ότι μας λείπουν τα ασφαλή κριτήρια για να αποφασίσουμε εάν και πότε γνωρίζουμε κάτι αληθινό, που θέτουν υπό αμφιβολία τη βεβαιότητά μας για τη γνώσης ονομάζονται σκεπτικοί ή σκεπτικιστές.
·     Η αντίστοιχη φιλοσοφική στάση ονομάζεται σκεπτικισμός. Ο σκεπτικισμός  έχει μακρά ιστορία: από την αρχαιότητα έως σήμεραΥπάρχουν διάφορες μορφές σκεπτικισμού.


α) Αρχαίος σκεπτικισμός:
 – αμφισβήτηση της δυνατότητας για γνώση
      – επιδίωξη αταραξίας
·     Πρώτες σκεπτικιστικές αμφιβολίες για τη γνώση:
– Προσωκρατικοί
–  Σοφιστές
– Σωκράτης
·     Συστηματικός σκεπτικισμός:
·      «Πυρρώνειος»:  από τους οπαδούς του Πύρρωνα.
·     Ακαδημαϊκός: από αυτούς που δίδαξαν στην Ακαδημία του Πλάτωνα.
·     Γνωρίσματα:
      Ι. επίτευξη αταραξίας, ψυχικής γαλήνης ως απόρροια της αποδοχής ότι η γνώση είναι ανέφικτη.
     ΙΙ. Για κάθε θέμα υπάρχουν δύο αντίθετες αλλά ισοδύναμες-ισοσθενείς απόψεις. Έτσι δεν μπορούμε να αποφασίσουμε υπέρ της μιας ή της άλλης.
     ΙΙΙ. Πρέπει να επέχουμε, να μην παίρνουμε δηλαδή θέση απέναντι σε οποιαδήποτε θεωρητική πεποίθηση σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας.
     ΙV. Τα επιχειρήματα των αρχαίων σκεπτικών ονομάζονται τρόποιήτοι ισοδύναμες απόψεις που δεν μας επιτρέπουν να επιλέξουμε.
      V. Παραδείγματα:
          –    διαφορετικές εντυπώσεις από το ίδιο πρόσωπο και για το ίδιο πράγμα   ανάλογα με τη συναισθηματική κατάσταση.
–       αντίθετες πεποιθήσεις λόγω διαφορετικού κοινωνικού περιβάλλοντος.
           VIΟι ακαδημαϊκοί είναι πιο μετριοπαθείς: δέχονται πως οι πεποιθήσεις μας έχουν ένα βαθμό πιθανότητας να είναι αληθείς. Λέγονται ακαδημαϊκοί, επειδή δίδαξαν στην Ακαδημία του Πλάτωνα.

β) Νεότερες μορφές σκεπτικισμού
 Εκπρόσωποι: α) Ρενέ Ντεκάρτ ή Καρτέσιος β) Χιουμ.   
1. Ακραία μορφή σκεπτικισμού:  Ρενέ Ντεκάρτ ή Καρτέσιος (17ος αιώνας).
·     Ο Ντεκάρτ αναζήτησε στέρεα θεμέλια για τη γνώση, με δεδομένα τα χαρακτηριστικά της εποχής του:
–       ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης
–       έντονες θρησκευτικές έριδες ανάμεσα στους καθολικούς και τους προτεστάντες.
·     Ο φιλόσοφος υποστήριξε:
α) δεν ξεχωρίζουμε με βεβαιότητα την κατάσταση του ονείρου, την οποία υποτίθεται ότι συνειδητοποιούμε μόνο αφού έχουμε ξυπνήσει, από την κατάσταση της εμπειρίας μας, όταν ήδη είμαστε ξύπνιοι.
β) δεν μπορούμε να δεχτούμε με ασφάλεια λογικές και μαθηματικές αλήθειες, οι οποίες υποτίθεται ότι ισχύουν και όταν κοιμόμαστε και όταν είμαστε ξύπνιοι.
 γ) πού στήριξε την αμφιβολία του για τις μαθηματικές αλήθειες; Στην  υπόθεση ότι μπορεί να μας έκανε να τις πιστέψουμε κάποιος «μοχθηρός δαίμονας».
 δ) κάθε αμφιβολία μας για την αλήθεια της μιας ή της άλλης πεποίθησης για να υπάρχει προϋποθέτει την ύπαρξη του  υποκειμένου που τις σκέφτεται.
  ε) η στιγμή λοιπόν που σκέφτεται ο άνθρωπος είναι και στιγμή της ύπαρξής του. Το «υπάρχω» ισχύει, όταν το σκέφτομαι. Πρέπει να το σκέφτομαι για να αμφιβάλλω ως προς αυτό. Παύει να είναι αντικείμενο αμφιβολίας, όταν το βλέπω. Έτσι κατανοείται καλύτερα η περίφημη ρήση του Ντεκάρτ: σκέφτομαι, άρα υπάρχω.
·     Η πεποίθηση του φιλοσόφου ότι το υποκείμενο σκέψης γνωρίζει με σιγουριά ότι υπάρχει την ίδια στιγμή που σκέπτεται και ότι συγχρόνως αποτελεί άυλη οντότητα είναι εσφαλμένη.
·     Πιστεύει ότι η αμφιβολία αίρεται μέσα από την απόδειξη της ύπαρξης του θεού.
·     Τα επιχειρήματα για το ζήτημα του θεού είναι τα εξής:
α) οι άνθρωποι είναι  ατελή  όντα  και ως τέτοια  δεν αποτελούν την αιτία της ιδέας τηςτελειότητας  παρά την έχουν μόνο στο νου τους. Αναγκαστικά η αιτία υπάρχει έξω από τον ανθρώπινο νου· είναι η «πραγματικότητα»  που αντιστοιχεί στον «τέλειο θεό».
Με άλλα λόγιαη ιδέα του «τέλειου όντος» που συλλαμβάνει με τη σκέψη του ο άνθρωπος, δηλαδή είναι εμφυτευμένη στο νου του, συνεπάγεται την ύπαρξη αυτού του όντος, την πραγματικότητα του οποίου παριστά ο θεός. Άρα ο θεός είναι η αιτία που εμφυτεύει μέσα στον ανθρώπινο νου την ιδέα της τελειότητας.
β) η ύπαρξη κρύβει τελειότητα, γιατί η ανυπαρξία συνιστά ένα είδος ατέλειας. Άρα ο θεός, που περιέχει κάθε είδους τελειότητα, πρέπει να υπάρχει.
·     Τα επιχειρήματα του Ντεκάρτ για το θέμα του θεού δεν είναι πειστικά για τους περισσότερους φιλοσόφους.
·         Μπορεί, για παράδειγμα, η ιδέα της τελειότητας να μην έχει προέλθει από την ανάγκη να υπάρχει θεός, αλλά να είναι σχηματισμένη μέσα στη σκέψη από τον ίδιο τον άνθρωπο.
·          Ακόμη, η ύπαρξη δεν μπορεί υποχρεωτικά να ταυτίζεται με την ιδέα που φαντάζεται ο νους.
2. Μετριοπαθής σκεπτικισμόςΟ σκεπτικισμός του Χιουμ  
·         ·     Η γνώση προέρχεται από τις αισθήσεις.
·         ·     Τα δεδομένα των αισθήσεων είναι βασικά στοιχεία της γνώσης.
·         ·     Αυτά τα στοιχεία δεν προσφέρουν καμιά βεβαιότητα παρά αποτελούν χωριστές ή ατομικές παραστάσεις του νου μας.
·         ·     Οι αισθήσεις προσφέρουν χάος εντυπώσεων, πάνω στις οποίες στηρίζονται οι ιδέες μας σχετικά με το τι υπάρχει.
·         ·     Κατ’ αυτό τον τρόπο, ό,τι κάνει αισθητή την παρουσία του στο χώρο των ιδεών έλκει την καταγωγή του από το χώρο των αισθήσεων.
·         ·     Εδώ εστιάζεται ο εμπειρισμός του Χιουμ, σύμφωνα με τον οποίο η αλήθεια των ιδεών μας απορρέει από τις εντυπώσεις που μας δημιουργούν οι αισθήσεις μας.
·         ·      Το σύνολο των εντυπώσεών μας είναι εφήμεροπαροδικό και δεν μας παραπέμπει σε κάποιο ακλόνητο υπόβαθρο.
·         ·     Έτσι δεν μπορούμε να συλλάβουμε κάποια σταθερή υφή της πραγματικότητας και καταφεύγουμε σε σκεπτικιστική αμφιβολία.
·         ·     Αυτή ή αυτές οι αμφιβολίες δεν πρέπει να προκαλούν αδιέξοδα στην αντιμετώπιση της πρακτικής ζωής.
·         ·     Σύμφωνα με τον ίδιο τον Χιουμ:
·         «ο αληθινός σκεπτικιστής αρνείται τόσο τις φιλοσοφικές του αμφιβολίες
·          όσο και τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις».
·         ·     Αυτό σημαίνει ότι αρνείται σοφίσματαλεπτολογίες ή παρεκκλίσεις που φυλακίζουν το πνεύμα σε μια αδιέξοδη υπεροψία.
·         ·     Επομένως δεν απελπίζεται για την πραγματικότητα που τον περιβάλλει.
·         ·     Εκεί λοιπόν που αρχίζει η εμπειρία παύει να μας βασανίζει ο σκεπτικισμός.
·         ·     Ορισμένα επιχειρήματα ανασκευής του σκεπτικισμού:
1.     η  επίκληση του κοινού νου
2.     η προοδευτική «ωρίμανση» του ανθρώπινου πνεύματος μέσα από την ιστορική του εξέλιξη.
3.     η κατάδειξη της αδυναμίας των σκεπτικών να υποστηρίξουν με συνέπεια την αμφιβολία τους.
4.     οι ανησυχίες των σκεπτικών δεν έχουν βάση και νόημα, είναι ανόητες, γιατί θέτουν ερωτήματα που δεν απαντώνται.
5.     τα κριτήρια που αναζητεί ο  σκεπτικισμός είναι άχρηστα και υπερβολικά κριτήρια βεβαιότητας.


1.      Ορθολογισμός ή ρασιοναλισμός
·         Εννοούμε τη σχολή των φιλοσόφων που αποδίδουν στο λόγο, στην καθαρή νόηση, καθοριστική σημασία για την όλη γνωστική διαδικασία.
·         Ο όρος ορθολογισμός δηλώνει:
ü  Έμφαση στη λογική σε αντίθεση με το συναίσθημα και τη φαντασία
ü  Υπονοεί προσήλωση στη λογική διερεύνηση των πραγμάτων και τη διαφοροποίηση από την  άκρατη θρησκευτική πίστη και τις δογματικές θέσεις

·    Οι ορθολογιστές φιλόσοφοι πρεσβεύουν τα εξής:
Ι. Η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται από τον ορθό λόγο και στηρίζεται σ’ αυτόν.
ΙΙ. Τα βασικά στοιχεία της γνώσης μας αναζητούνται στο νου μας.
ΙΙΙ. Αυτή η γνώση αποκαλείται a priori ή προ-εμπειρική, γιατί φαίνεται να είναι δυνατή πριν ή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρία.
·    Κύριοι εκπρόσωποι:
Ι. αρχαιότητα:
         Πλάτων
    – Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η γνώση βασίζεται στην ανάμνηση των ιδεών. Οι  ιδέες αυτές υπάρχουν αιώνια και τις έχει αντικρίσει η ψυχή πριν να ενσαρκωθεί στο σώμα.
– Πώς τις ενσαρκώνει η ψυχή; Με κατάλληλη νοητική άσκηση και με τη μελέτη των μαθηματικών.
– Ο υλικός κόσμος αποτελεί ατελή αντανάκλαση των ιδεών.
ΙΙ. Νεότερη εποχή:
α) Ντεκάρτ
 Σύμφωνα με τον Ντεκάρτ, η γνώση ως συμπαγές οικοδόμημα στηρίζεται στις πεποιθήσεις που έχουν για θεμέλιό τους τον ορθό λόγο και γι’ αυτό είναι ακλόνητες.
– Τέτοιες πεποιθήσεις μπορούμε να παράγουμε με τη μέθοδο της συστηματικής αμφιβολίας.
– Τούτο σημαίνει ότι διατρέχουμε ένα σύνολο πεποιθήσεων για να επιλέξουμε στο τέλος της διαδικασίας, κατά την οποία αμφιβάλλουμε, εκείνες τις πεποιθήσεις που δεν μπορούμε να θέσουμε υπό αμφιβολία.
– κριτήρια για τις αληθείς ιδέες: η σαφήνεια και η ευκρίνεια.
– Αυτά τα γνωρίσματα καθιστούν τις ιδέες μας εναργείς.
– Τις βασικές μας ιδέες τις έχει εμφυτεύσει στο νου μας ο θεός.
– Τι είναι οι ιδέες μας; Παραστάσεις των θεμελιακών γνωρισμάτων των υλικών και πνευματικών όντων.
– Πώς τις συλλαμβάνουμε αυτές τις ιδέες; Άμεσα και με τη βοήθεια της ενόρασης, δηλαδή χωρίς να καταφεύγουμε σε κάποια συλλογιστική διαδικασία.
 – Η απόλυτη βεβαιότητα, στην οποία κατέληξε ο Ντεκάρτ, είναι το σκέφτομαιάρα υπάρχω.
– Αυτή η βεβαιότητα προβάλλει στο νου μας άμεσα και δεν προκύπτει συμπερασματικά μέσα από κάποια συλλογιστική διαδικασία. Γι’ αυτό και το συμπερασματικό άρα καθίσταται περιττό.
– Η εν λόγω βεβαιότητα είναι το θεμέλιο, πάνω στο οποίο επιχειρεί ο φιλόσοφος να οικοδομήσει τη γνώση.
– Το βέβαιο του πράγματος έγκειται στο ότι η σύνδεση των πεποιθήσεών μας με την πραγματικότητα εντοπίζεται στη σχέση των πεποιθήσεων που στηρίζονται στον ορθό λόγο με τις πεποιθήσεις που στηρίζονται στην εμπειρική πραγματικότητα.
β) Σπινόζα
γ) Λάιμπνιτς
– Υποστηρίζουν ότι ο νους μας πρέπει να χρησιμοποιεί τις έμφυτες ιδέες και τις λογικές αρχές για να μπορεί να κατανοεί βασικές δομές της πραγματικότητας.
δ) Χέγκελ
– ο πιο σημαντικός ορθολογιστής.
 ο ορθός λόγος συντελεί στο να κατανοήσουμε πλήρως την πραγματική εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας και να προβλέψουμε την όλη πορεία της.
Χαρακτηριστική ρήση του φιλοσόφου: «αυτό που είναι ορθολογικό, είναι πραγματικό και αυτό που είναι πραγματικό, είναι ορθολογικό».

Τα κείμενα
1.      Οι απόψεις του Πύρρωνος για τη γνώση.
Ο Πύρρων καταφέρεται εναντίον όλων των θεωριών της γνώσης που ζητούν, όπως ζητούσαν οι Στωικοί και οι Επικούρειοι, να δείξουν ότι ορισµένες αντιληπτικές εµπειρίες µάς δίνουν απόλυτα ακριβή πληροφόρηση για την αληθινή φύση των (εξωτερικών) αντικειµένων. Η βάση της κριτικής του είναι ότι δεν µπορούµε να φτάσουµε στα αντικείµενα ανεξάρτητα από την αισθητηριακή αντίληψη, και ότι η αισθητηριακή αντίληψη δεν µας παρέχει εγγύηση ότι συλλαµβάνουµε τα πράγµατα όπως πραγµατικά είναι. Συνεπώς, τα αντικείµενα καθεαυτά δεν προσφέρονται για έλεγχο της αισθητηριακής µας αντίληψης. Η αισθητηριακή αντίληψη αποκαλύπτει στο υποκείµενο της αντίληψης ´αυτό που φαίνεταιª (το φαινόµενον)· ωστόσο, ´αυτό που φαίνεταιª δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως έγκυρη µαρτυρία από την οποία να συνάγουµε ´αυτό που είναιª (το ον). A. Long, Η ελληνιστική φιλοσοφία, Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί, σ. 139
2.      Υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός; (Ντεκάρτ)
Επιχειρήµατα υπέρ της α ΄ άποψης : 1. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί υπαρκτός, διότι ένα τέλειο ον, όπως θα πρέπει να είναι ο Θεός, δεν µπορεί να έχει την ατέλεια του να µην υπάρχει. 2. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί υπαρκτός, διότι ο κόσµος ως χρονικά και χωρικά πεπερασµένος προέκυψε αναγκαστικά από µια απέρα- ντη θεϊκή αιτία, η οποία σαν τέτοια δεν προέκυψε από κάτι πρωτύ- τερο, αλλά είναι ´αιτία του εαυτού τηςª (λατινικά: causa sui). 3. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί υπαρκτός, διότι όλες οι ηθικές έννοιες, όπως η υπευθυνότητα, η αρετή, η δικαιοσύνη κ.λπ., δεν µπορούν να στηριχθούν ικανοποιητικά, αν δεν θεµελιωθούν πάνω στην ύπαρξη ενός καλού και δίκαιου Θεού.
Επιχειρήµατα υπέρ της β ΄ άποψης : 1. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι ως άνθρωποι µπο- ρούµε να κάνουµε µόνο εικασίες σχετικά µε την ύπαρξή του, που δεν έχουν καµιά ρεαλιστική βάση. 2. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι όχι µόνο δεν από- τελεί ικανοποιητική εξήγηση της φύσης ως υπερφυσική της αιτία, αλλά έχουν βρεθεί επαρκείς φυσικοί νόµοι (όπως είναι ο νόµος της εξέλιξης των ειδών, ο νόµος της αφθαρσίας της ύλης κ.λπ.) που εξηγούν κάθε φυσικό φαινόµενο. 3. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι η προσφυγή στην ύπαρξή του χαρακτηρίζει ένα ατελές στάδιο του ανθρώπινου πολι- τισµού, που χάρη στην πρόοδο των επιστηµών αναδείχθηκε εσφαλµένο και ανασχετικό των ανθρώπινων προσπαθειών για ευηµερία και αυθυπαρξία.
3.      Ο Πλάτων διακρίνει τη δοξασία (´δόξανª) από τη γνώση (´ἐπιστήµηνª).

Γιατί να, και οι αληθινές γνώµες όσο καιρό παραµένουν είναι καλό απόκτηµα και όλα τα κάνουν καλά· δεν θέλουν όµως να µένουν κοντά µας πολύ καιρό, αλλά δραπετεύουν από την ψυχή του ανθρώπου, ώστε δεν έχουν µεγάλη αξία, ώσπου να δέσει κανείς τις ίδιες τις αιτίες τους µε σκέψη. Και τούτο είναι, αγαπητέ Μένων, η ανάµνηση, όπως τη δεχτήκαµε στα προηγούµενα. Και όταν δεθούν, γίνονται πρώτα επιστήµες και έπειτα µόνιµες. Γιí αυτό ακριβώς η επιστήµη είναι σε µεγαλύτερη τιµή από την ορθή γνώµη, και διαφέρει η επιστήµη από την ορθή γνώµη ως προς το δεσµό. Πλάτωνος Μένων, 97e6-98a8, µετάφραση Β. Ν. Τατάκη
γλωσσική πράξη [speech act]
Στο πλαίσιο της κοινωνικής μας αλληλεπίδρασης χρησιμοποιούμε τον λόγο για να κάνουμε κάποια πράγματα, δηλαδή επιτελούμε γλωσσικές πράξεις, όπως είναι οι υποσχέσεις, οι παρακλήσεις, οι εντολές, οι ευχαριστίες, οι απολογίες κλπ. Αντίθετα με την κρατούσα γλωσσολογική άποψη της εποχής ότι η γλωσσική σημασία εξαντλείται στην περιγραφική δυνατότητα της γλώσσας, ο J. L. Austin, σε μια σειρά διαλέξεων το 1955 στο Πανεπιστήμιο του Harvard των ΗΠΑ, χαρακτήρισε την άποψη αυτή ως περιγραφική πλάνη και ανέδειξε τον διαπροσωπικό και κοινωνικό ρόλο που υπηρετεί η χρήση της γλώσσας κατά την επικοινωνία. Υποστήριξε δε ότι παράλληλα με τα διαπιστωτικά εκφωνήματα[constative utterances], όπως, π.χ. Η γάτα είναι στο χαλί, που περιγράφουν μια κατάσταση πραγμάτων, υπάρχουν και τα επιτελεστικά, μέσω των οποίων η ομιλήτρια κάνει κάτι. Π.χ. με το εκφώνημα Ευχαριστώ για τα λουλούδια, η ομιλήτρια ευχαριστεί τον ακροατή για το δώρο του, ή με το Υπόσχομαι να το θυμηθώ δίνει μια υπόσχεση. Η κατηγορία των επιτελεστικών εκφωνημάτων συχνά συνδέεται με μια κοινωνική σύμβαση, οπότε το εκφώνημα έχει εξαιρετικά συμβατικό χαρακτήρα, όπως π.χ. το Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Θεοδώρα κατά το θρησκευτικό μυστήριο της βάπτισης επιτελεί και την πράξη της βάπτισης από τον ιερέα.
Οι γλωσσικές πράξεις επιτελούνται ρητά όταν η ομιλήτρια χρησιμοποιεί μια γλωσσική έκφραση, ρηματική κυρίως, που αναφέρεται στην πράξη που επιτελείται, όπως είναι η χρήση του ρήματος υπόσχομαι στο παράδειγμα Υπόσχομαι να το θυμηθώ. Η υπόσχεση επιτελείται και υπόρρητα αν η ομιλήτρια πει Θα το θυμηθώ οπωσδήποτε στην κατάλληλη περίσταση επικοινωνίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα δύο εκφωνήματα έχουν την ίδια σημασία ή επικοινωνιακή βαρύτητα. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι το δεύτερο εκφώνημα, σε μια διαφορετική περίσταση επικοινωνίας, θα μπορούσε να περιγράφει μια μελλοντική κατάσταση πραγμάτων, θα μπορούσε δηλαδή να χαρακτηριστεί ως διαπιστωτικό, παρά επιτελεστικό. Για τον λόγο αυτό ο Austin, στη συνέχεια του έργου του, υποστήριξε ότι και τα διαπιστωτικά εκφωνήματα αποτελούν μια κατηγορία των επιτελεστικών, με την έννοια ότι και το να περιγράφει, να βεβαιώνει ή να δηλώνει κάτι η ομιλήτρια, είναι και αυτό ένα είδος γλωσσικής πράξης. Επομένως, κατά την εξέλιξη της θεωρίας, η διάκριση μεταξύ διαπιστωτικών και επιτελεστικών εκφωνημάτων εγκαταλείφθηκε.
Στο πλαίσιο της εξέλιξης αυτής ο Austin υποστήριξε ότι κάθε εκφώνημα, ως έκφραση μιας γλωσσικής πράξης, επιτελεί επί της ουσίας, τρία διαφορετικά είδη πράξεων: (α) τη λεκτική πράξη [locutionary act], δηλ. ένα εκφώνημα με σημασία. Το ότι η ομιλήτρια λέει κάτι που έχει γλωσσική σημασία συνιστά από μόνο του μια πράξη, τη λεκτική, (β) την προσλεκτική πράξη [illocutionary act], δηλ. την πράξη που επιτελεί η ομιλήτρια ενώ λέει κάτι. Π.χ. όταν η ομιλήτρια λέει Θα το θυμηθώ οπωσδήποτε, το εκφώνημά της «μετράει» ως υπόσχεση σε μια συγκεκριμένη περίσταση, ενώ σε μια άλλη μπορεί να «μετράει» ως πρόβλεψη. Το πώς «μετράει» ένα εκφώνημα αποτελεί την προσλεκτική ισχύ/δύναμή του [illocutionary force], και (γ) την απολεκτική πράξη, δηλ. την πράξη που επιτελεί η ομιλήτρια με το να λέει κάτι το οποίο επιφέρει κάποιες συνέπειες ή αποτελέσματα στα αισθήματα, τις σκέψεις ή τις πράξεις του ακροατή της. Π.χ. το εκφώνημα Η σούπα καίει μπορεί να επιτελέσει την απολεκτική πράξη της καθυστέρησης της κατανάλωσής της στη συγκεκριμένη περίσταση, αλλά μπορεί και όχι. Ενώ η λεκτική και, κυρίως, η προσλεκτική πράξη συνδέονται άμεσα με την πρόθεση της ομιλήτριας (δηλ. τί επιδιώκει να κάνει), το αποτέλεσμα της απολεκτικής πράξης δεν εμπίπτει στον έλεγχό της.
Αναγκαίος όρος για την κατανόηση ενός εκφωνήματος είναι να αναγνωρίσει ο ακροατής την προσλεκτική ισχύ/δύναμη του βάσει των συνθηκών επιτυχίας [felicity conditions] που αυτή προϋποθέτει. Π.χ. προϋπόθεση για την επιτυχή επιτέλεση της γλωσσικής πράξης της βάπτισης (Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Θεοδώρα) είναι το παιδί να μην έχει ήδη όνομα, ο ομιλητής να είναι ιερέας και η διαδικασία που ακολουθείται να είναι η προβλεπόμενη στον κατάλληλο χώρο κλπ. Για την επιτυχή επιτέλεση της διαταγής Πάρε τα ψώνια από το αυτοκίνητο πρέπει η ομιλήτρια να επιθυμεί την εκτέλεση της εντολής, ο ακροατής να έχει τη δυνατότητα να την εκτελέσει (π.χ. να μην είναι διετές νήπιο ή ολικά ανάπηρος άνθρωπος) και, βεβαίως, να υπάρχουν ψώνια και αυτοκίνητο, διαφορετικά η εντολή δεν μπορεί να εκτελεστεί. Για την επιτέλεση μερικών προσλεκτικών πράξεων απαραίτητη είναι η προσλεκτική υιοθέτησή τους [illocutionary uptake] από τον ακροατή. Π.χ. όταν η ομιλήτρια στοιχηματίζει λέγοντας Πάω στοίχημα 10 ευρώ ότι πάλι θα αναβάλεις τον οδοντίατρο, το στοίχημα δεν ισχύει αν ο ακροατής δεν απαντήσει Εντάξει ή Το πάω ή Μέσα.
Επειδή ο Austin επικέντρωνε την προσοχή του στις επιτελεστικές πράξεις που έχουν ένα τελετουργικό χαρακτήρα, επιθυμώντας έτσι να τονίσει την κοινωνική διάσταση της γλωσσικής σημασίας, θεώρησε ότι αυτές είναι κοινωνικά συμβατικές και η ισχύς τους άμεσα αναγνωρίσιμη από τον ακροατή, όπως π.χ. στο παράδειγμα της βάπτισης. Η συμβατικότητα της προσλεκτικής ισχύος συνδέεται επίσης με τη γλωσσική μορφή: οι καταφατικές / αποφατικές προτάσεις συνήθως έχουν την ισχύ της δήλωσης (π.χ. Η γάτα είναι στο χαλί), οι ερωτηματικές έχουν την ισχύ της αναζήτησης πληροφορίας (π.χ. Τί ώρα είναι;), οι προστακτικές έχουν την ισχύ της εντολής (π.χ. Πάρε τα ψώνια από το αυτοκίνητο). Ωστόσο, δεν υπάρχει σχέση ένα-προς-ένα μεταξύ γραμματικής δομής και προσλεκτικής ισχύος ενός εκφωνήματος. Π.χ. Η γάτα είναι στο χαλί έχει την ισχύ της προειδοποίησης σε μια περίσταση όπου μια βρώμικη και άρρωστη γάτα βρίσκεται πάνω σε ένα πανάκριβο χαλί. Τι ώρα είναι; έχει την ισχύ της επίκρισης αν εκφωνείται από τον γονιό εφήβου όταν αυτός επιστρέφει σπίτι του τις πρώτες πρωινές ώρες. Πάρε ένα σοκολατάκι έχει την ισχύ της προσφοράς, και όχι της εντολής, στην ανάλογη περίσταση επικοινωνίας.
Η παραπάνω συζήτηση συνδέεται με τη διαπίστωση ότι οι γλωσσικές πράξεις μπορούν να έχουν ευθεία και πλάγια προσλεκτική ισχύ [direct/ indirectillocution]. Π.χ. η ευθεία προσλεκτική ισχύς του εκφωνήματος Τί ώρα είναι, όπως συζητήθηκε παραπάνω, είναι η αναζήτηση πληροφορίας, ενώ η πλάγια είναι η επίκριση. Ωστόσο αυτή η εξέλιξη της θεωρίας των γλωσσικών πράξεων, για την οποία κυρίως υπεύθυνος είναι ο Searle (1969), εστιάζει περισσότερο στην πρόθεση της ομιλήτριας να επιτελέσει μια συγκεκριμένη γλωσσική πράξη παρά στην κοινωνική και γλωσσική σύμβαση που ακολουθείται προκειμένου να επιτελεσθεί η πράξη αυτή. Η έννοια της προθετικότητας , καθώς και της απόστασης μεταξύ του τί λέει η ομιλήτρια από το τί εννοεί, μελετάται εκτενέστερα στο πλαίσιο της θεωρίας του συνομιλιακού υπονοήματος του Grice (1975).
Σ. Μαρμαρίδου
Πηγές
  • Austin, J. L. 1962. How To Do Things With Words. Οξφόρδη: Clarendon Press.
  • Βελούδης, Γ. 2005β. Η σημασία πριν, κατά και μετά τη γλώσσα. Αθήνα: Κριτική.
  • Levinson, S. C. 1983. Pragmatics. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Marmaridou, S. A. S. 2000. Pragmatic Meaning and Cognition. Amsterdam & Philadelphia: John Benjamins.
  • Searle, J. 1969. Speech Acts. Cambridge: Cambridge University Press.