Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Εμπειρισμός


·         Οι εμπειριστές υποστηρίζουν ότι η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται από τις αισθήσεις.
·         Τα στοιχειώδη δεδομένα του κόσμου  αποτυπώνονταιεγγράφονται και καταχωρίζονται  στο νου μας μέσα  από την αισθητηριακή αντίληψη.
·         Αυτή η καταχώριση συνιστά στιγμή δημιουργίας στοιχειωδών πεποιθήσεων ή ιδεών.
·         Πρόκειται για απλές παραστάσεις των πιο πάνω δεδομένων.
·         Η στοιχειώδης πεποίθηση που πραγματοποιεί την καταχώριση είναι η πρωταρχική γνώση, που αναζητούμε.
·         Όταν καταγράφονται αισθητηριακές εντυπώσεις, η στοιχειώδης πεποίθηση έρχεται σε επαφή, εμποτίζεται με γνώση. με την πραγματικότητα
Ι. Αρχαίοι φιλόσοφοι με εμπειριστικές απόψεις:
α) Επίκουρος: από τις αισθήσεις  γεννιούνται οι παραστάσεις, οι έννοιες. Αυτές είναι οι «προλήψεις» για τον Επίκουρο, δηλαδή παραστάσεις ή έννοιες που γεννήθηκαν από τις εντυπώσεις και μένουν στον νου ως «μνήμη του πολλάκις έξωθεν φανέντος»(Δ.Λ. 33)
β) Αριστοτέλης: δίνει προτεραιότητα στη λειτουργία του νου για την επίτευξη επιστημονικής γνώσης. Προϋποθέτει όμως επαγωγική πορεία: από το ειδικό, το μερικό ή το συγκεκριμένο στο γενικό, το καθολικό και αφηρημένο. Το μερικό συλλαμβάνεται με τη λειτουργία των αισθήσεων.
  ΙΙ. Νεότεροι φιλόσοφοι του εμπειρισμού:
α) Μπέικον [ή Βάκων]
Ø  έμφαση στο ρόλο των αισθήσεων.
Ø  οι ιδέες που υπάρχουν στο νου μας δεν είναι έμφυτες, αλλά διαμορφώνονται σύμφωνα με τις εντυπώσεις που μας προσφέρουν οι αισθήσεις.

β) Τζον Λοκ
Ø  μιλάει για λειτουργία μιας εσωτερικής αίσθησης, ενός αναστοχασμού.
Ø  αυτή η αίσθηση αποτυπώνει ως αντικείμενα και ό,τι λαμβάνει χώρα κατά  την εσωτερική λειτουργία του νου. Π.χ. αυτό συμβαίνει τη στιγμή που σκεφτόμαστε, αμφιβάλλουμε, επιθυμούμε κ.λπ.
Ø  Δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία της γνώσης προ-εμπειρικά ή ανεξάρτητα από την εμπειρία.
Ø  Ο νους [ή η ψυχή] είναι ένας «άγραφος χάρτης» [άγραφο χαρτί (tabula rasa)], πάνω στο οποίο η εμπειρία αποτυπώνει τα σημάδια της.
  γ) Μπέρκλεϋ
Ø  ταυτίζει τις ιδέες του ανθρώπινου νου με την πραγματικότητα.
Ø  Συνδέει την ύπαρξη με την αντίληψή της από εμάς: esse est percipere aut percipi
Ø  υπάρχουν μόνο πνεύματα και ιδέες ή παραστάσεις μέσα στα πνεύματα
Ø  τα πράγματα του κόσμου που μας περιβάλλει και είναι άυλα εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στο νου του υπέρτατου πνεύματος, του θεού, ακόμη κι όταν δεν γίνονται αντιληπτά από τους ανθρώπους.
Ø  ο θεός έχει εγκαθιδρύσει τους φυσικούς νόμους, τις κανονικές σχέσεις που συνδέουν τα πράγματα και οι οποίες μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τούτα τα πράγματα από τα πλάσματα της φαντασίας μας.
Ø  η πραγματικότητα είναι μία, όπως και οι ιδέες μας, με χρώματα, ήχους κ.λπ.
Ø  οι αφηρημένες έννοιες είναι κατασκευές τη γλώσσας.
                 δ) Χιουμ
Ø  οι αισθητηριακές εντυπώσεις είναι αποτυπωμένες στο νου με αυτάρκεια και δεν χρειάζεται να υποστηρίζονται από πρόσθετες λειτουργίες ,σαν αυτή του αναστοχασμού, της εσωτερικής αίσθησης
Ø  τα δεδομένα του εξωτερικού κόσμου προσφέρουν περιορισμένη γνωστική δυνατότητα.
Ø  Τα υλικά αντικείμενα, η ενιαία ανθρώπινη ψυχή, η κανονικότητα που διέπει τη φύση δεν μπορεί να αποδειχτεί πως έχουν αντικειμενική υπόσταση, επειδή συνθέτουμε τις παραστάσεις μας με βάση στοιχειώδεις, ατομικές εντυπώσεις.
Ø  οι επαγωγικές γενικεύσεις δεν έχουν πραγματική λογική ισχύ

Κείμενα-ερωτήσεις

1.      Να επισημάνετε τις αδυναμίες της θεωρίας του επιμερισμού:
Ο εμπειρισμός, ιδιαίτερα με τις ακραίες θέσεις ορισμένων εκπροσώπων του, διέπραξε το σφάλμα να δεχτεί ότι ο νους μας προσλαμβάνει τα δεδομένα των αισθήσεων κατά τρόπο απόλυτα παθητικό. Αν όμως αυτό ήταν ορθό, θα σήμαινε ότι η επιστήμη αποτελεί υπόθεση απλής συσσώρευσης στοιχείων χωρίς ουσιαστική επεξεργασία, κάτι που είναι εντελώς ανακριβές. Η διαμάχη μεταξύ του ορθολογισμού και του εμπειρισμού συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Σύμφωνα με τους ορθολογιστές, ορισμένα πορίσματα της σύγχρονης γλωσσολογίας (Chomsky) και της ψυχολογίας της γνώσης (Piaget) φαίνεται ότι δικαιώνουν τον Καντ, με την έννοια ότι αποδεικνύουν την ύπαρξη στον άνθρωπο εκ των προτέρων δομών και ικανοτήτων. Ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι προκύψει από τη φυσική εξέλιξη του οργανισμού μας, αυτές οι δομές και αυτές οι ικανότητες είναι αναγκαίες για την εκμάθηση της γλώσσας και των μαθηματικών εννοιών.
2.      Τι εννοούν οι εµπειριστές µε τον όρο ιδέες;
3.      Από ποια άποψη ο εµπειρισµός συµπίπτει µε τον ιδεαλισµό;
4.      Ποια θέση πήρε ο Τζον Λοκ στο θέµα των έµφυτων ιδεών;
5.      Τι εννοεί ο Τζον Λοκ µε τους όρους απλές και νέες ιδέες; Ποια βασική ασυνέπεια θα µπορούσε κανείς να προσάψει στον Τζον Λοκ;
‘Ό, τι εντυπώνεται στην ψυχή μας είναι εικόνες αντικειμένων έτσι όπως τις μεταφέρουν οι αισθήσεις μας. Ως εικόνες μάλιστα υπάρχουν μέσα μας ακόμα και οι καταστάσεις της εσωτερικής λειτουργίας του νου, αυτό δηλαδή που συμβαίνει, όταν σκεπτόμαστε, αμφιβάλλουμε, επιθυμούμε. Οι εικόνες αυτές είναι ό, τι ο Λόκ ονομάζει απλές ιδέες, οι ιδέες δηλαδή που δεν μπορούν να αναλυθούν και που ο άνθρωπος τις αισθάνεται άμεσα, όπως είναι οι γεύσεις. Με την επενέργεια όμως της εσωτερικής αίσθησης, οι απλές ιδέες συνδυάζονται, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται από αυτές οι νέες ιδέες, ιδέες σύνθετες.  Για τον Λοκ ο εξωτερικός κόσμος λειτουργεί αυτόνομα και εδώ έγκειται η αδυναμία της θεωρίας του. Αφού, δηλαδή, η υλική πραγματικότητα έχει αυτόνομη ύπαρξη, δεν μπορεί να ταυτίζεται με τις παραστάσεις που σχηματίζει ο νους μας γι’ αυτήν. Διότι οι παραστάσεις, οι ιδέες, αναπαριστούν τις ποιότητες των υλικών πραγμάτων και όχι τα ίδια τα πράγματα. Έτσι ο Λοκ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μόνο που γνωρίζουμε για τον εξωτερικό κόσμο είναι τα υλικά σώματα με τις όποιες ιδιότητές τους. Επομένως, η ύλη και οι εγγενείς ιδιότητές της είναι ένας μυστηριώδης κόσμος ο οποίος βρίσκεται έξω από το γνωστικό μας πεδίο,οπότε δεν μπορούμε να πούμε τίποτα γι’ αυτόν
6.      Ο Μπέρκλεϋ ενεπλάκη στην αντίθετη αντίφαση από εκείνη του Λοκ. Ποια είναι αυτή;
7.      Πώς καταρρίπτει ο Χιουµ την άποψη για την ύπαρξη κάποιας πνευµατικής υπόστασής µας που ονοµάζουµε ψυχή, πνεύµα, νου, συνείδηση;
8.      Γιατί, κατά το Χιουµ, δεν έχουµε τη δυνατότητα να γνωρίσουµε την εξωτερική πραγµατικότητα;
9.      Γιατί ο Χιουµ θεωρεί την αρχή της αιτιότητας αφερέγγυο;
10.  Να µελετήσετε το παρακάτω κείµενο του Τζον Λοκ και να απαντήσετε στα ερωτήµατα που ακολουθούν:
Αλλά  το συµπέρασµα που εξάγουν από την καθολική συµφωνία  είναι µια συλλογιστική απόδειξη που στηρίζεται σε µια αποδεικτική αρχή, που δεν υπάρχει καθόλου· γιατί δεν υπάρχει πραγµατικά καµιά αρχή πάνω στην οποία όλοι οι άνθρωποι να συµφωνούν γενικά. Και για νí αρχίσω µε τις θεωρητικές έννοιες, να δύο απí τις περίφηµες αρχές, στις οποίες δίνουν, κατά προτίµηση, την ιδιότητα των έµφυτων αρχών: καθετί που είναι, είναι και είναι αδύνατον ένα πράγµα να είναι και να µην είναι ταυτόχρονα. Αυτές οι προτάσεις θεωρήθηκαν σίγουρα σαν αξιώµατα καθολικώς δεκτά, αλλά χρειάζεται προσπάθεια για να παραδεχθούµε ότι υπάρχει µια γενική συµφωνία πάνω σí αυτές τις δύο προτάσεις, γιατί υπάρχει ένα µεγάλο µέρος του ανθρώπινου γένους που δεν του είναι ακόµα γνωστές. Γιατί πρώτον είναι σαφές ότι τα παιδιά και οι ηλίθιοι δεν έχουν την παραµικρή ιδέα γιí αυτές τις αρχές και ότι δεν τις σκέπτονται µε κανένα τρόπο. Αυτό είναι αρκετό νí ανατρέψει το επιχείρηµα της καθολικής συµφωνίας, σύµφωνα µε το οποίο όλες οι έµφυτες αλήθειες πρέπει να παράγονται αναγκαία. Γιατί το να λέµε ότι υπάρχουν αλήθειες εντυπωµένες µέσα στην ψυχή, η οποία ωστόσο δεν αντιλαµβάνεται τίποτα, αυτό µου φαίνεται πραγµατική αντίφαση. Επειδή η εντυπωτική ενέργεια δεν µπορεί παρά µόνο να συντελέσει στο νí αντιληφθούµε ορισµένες αλήθειες. Αν λοιπόν αυτές οι ισχυρές εντυπώσεις είχαν γίνει πάνω στην ψυχή των παιδιών και των ηλίθιων, πρέπει αναγκαστικά τα παιδιά και οι ηλίθιοι να καταλαβαίνουν αυτές τις εντυπώσεις, να γνωρίζουν τις αλήθειες τις χαραγµένες στο πνεύµα τους και να δίνουν γιí αυτές τη συγκατάθεσή τους. Αλλά αυτό δεν συµβαίνει. Κι έτσι, αφού δεν υπάρχουν απí τη φύση εντυπωµένες έννοιες στην ψυχή, πώς αυτές µπορούν να είναι έµφυτες; Τζον Λοκ, ∆οκίµιο για την ανθρώπινη νόηση, µετάφραση. Γρ. Λιονή, εκδ. Αναγνωστίδης, σ. 11 69
α) Με ποια επιχειρήµατα ο Τζον Λοκ απορρίπτει τις έµφυτες ιδέες;
β) Πώς κρίνετε αυτά τα επιχειρήµατα;
11.  Η θέση του Μπέρκλεϋ πως ό,τι υπάρχει είναι ό,τι µπορεί να γίνει αντιληπτό (esse . est percipi) συνδέεται µε τη θέση του Παρµενίδη πως ´εκείνο που σκεφτόµαστε και εκείνο που υπάρχει (το πραγµατικό) είναι ένα και το αυτό; Να αναπτύξετε τις απόψεις σας.
12.   Πώς κρίνετε την άποψη του εµπειρισµού ότι ο εξωτερικός κόσµος οφείλει την ύπαρξή του σε µας που τον παρατηρούµε και τον αντιλαµβανόµαστε;
Να συσχετίσετε
13.  Να συσχετίσετε το σκεπτικισµό του Ντεκάρτ µε το σκεπτικισµό του Χιουµ και να αιτιολογήσετε το χαρακτηρισµό του σκεπτικισµού του Χιουµ ως ακραίου και του σκεπτικισµού του Ντεκάρτ ως µεθοδικού.
14.  Ο Τζ. Μπέρκλεϋ εξηγεί τη βασική θέση του πως ό,τι υπάρχει είναι ό,τι κανείς αντιλαµβάνεται και ό,τι µπορεί να γίνει αντιληπτό (esse est percipere aut percipi).

Οι αισθητές ιδιότητες είναι πραγµατικές. Θα ήταν λάθος να νοµίσει κανείς πως αυτό που λέγεται εδώ αναιρεί, έστω και λίγο, την πραγµατικότητα των αντικειµένων. Είναι παραδεκτό, σύµφωνα µε τις καθιερωµένες αρχές ότι η έκταση, η κίνηση και µε ένα λόγο όλες οι αισθητές ιδιότητες, έχουν ανάγκη ενός υπο-στηρίγµατος, µια και δεν είναι ικανές να σταθούν µόνες τους. Αλλά τα αντικείµενα που γίνονται αντιληπτά µε την αίσθηση θεωρούνται πως δεν αποτελούν παρά µόνον συνδυασµούς αυτών των ιδιοτήτων, και, κατά συνέπεια, δεν µπορούν να υφίστανται µόνα τους. Ως εδώ όλοι είναι σύµφωνοι. Έτσι, όταν αρνούµαστε στα πράγµατα που γίνονται αντιληπτά µέσα από την αίσθηση µιαν ύπαρξη ανεξάρτητη από κάποια ουσία ή από ένα υποστήριγµα, µέσα στο οποίο µπορούν να υπάρχουν, δεν αποµακρυνόµαστε καθόλου από την καθιερωµένη αντίληψη για την πραγµατικότητα, και έτσι δεν µπορούν να µας κατηγορήσουν για καµία καινοτυπία από την άποψη αυτή. Όλη η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι σύµφωνα µε τη δική µας άποψη, τα µη σκεπτόµενα όντα που αντιλαµβανόµαστε µέσα από την αίσθηση δεν έχουν ύπαρξη ξέχωρη από την ενέργεια µε την οποία γίνονται αντιληπτά και, συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν µέσα σε καµία άλλη ουσία, εκτός από αυτές τις µη εκτεταµένες και αδιαίρετες ουσίες ή πνεύµατα που ενεργούν και σκέπτονται και αντιλαµβάνονται τα όντα αυτά. Ενώ από την άλλη µεριά οι φιλόσοφοι υποστηρίζουν, όπως και οι κοινοί άνθρωποι, ότι οι αισθητές ιδιότητες υπάρχουν µέσα σε µιαν αδρανή, εκτεταµένη ουσία που δεν αντιλαµβάνεται και την ονοµάζουν ύλη· σí αυτήν αποδίδουν µια φυσική υπόσταση, έξω από την ενέργεια µε την οποία την αντιλαµβάνεται οποιαδήποτε νόηση, ακόµη και η αιώνια νόηση του ∆ηµιουργού, µέσα στην οποία υποθέτουν πως υπάρχουν µόνο ιδέες σωµατικής ουσίας που δηµιούργησε ο Ίδιος, εάν βέβαια θέλουν καθόλου να παραδεχθούν πως πραγµατικά τις δηµιούργησε.
Τζωρτζ Μπέρκλεϋ, Πραγµατεία πάνω στις αρχές της ανθρώπινης γνώσης, µετάφραση ∆. Σφενδόνη, εκδ. Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη, σ. 144
15.  Ο Κανών του Επίκουρου αντίπαλος στον ορθολογισμό: να εντοπίσετε τις βασικές του θέσεις που αναντιώνονται στις σωκρατικές σχολές και τις ιδεαλιστικές φαντασιοκοπίες

Ο φυσικός κόσμος πρέπει να ακολουθήσει τη γλώσσα που μιλάν τα πράγματα, «κατά τους των πραγμάτων φθόγγους». Η γλώσσα που μιλάν τα πράγματα σε όλους, σοφούς και άσοφους, είναι μία, πως ο κόσμος είναι τέτοιος όπως τον ωλέπουμε και τον ακούμε. Το μοναδικό κριτήριο της αλήθειας, πως δηλαδή κάτι είναι πραγματικό, είναι η αίσθηση, η εξωτερική και η εσωτερική, τα αισθήματα και τα συναισθήματα, που τα τελευταία οι αρχαίοι τα έλεγαν πάθη. Από τις αισθήσεις γεννιούνται οι παραστάσεις, οι έννοιες, που στις σωκρατικές σχολές τις έλεγαν ιδέες ή είδη. Αυτές ο Επίκουρος τις είπε μ’ έναν νεολογισμό «προλήψεις». Προλήψεις για τους Επικούρειους είναι  παραστάσεις  είτε έννοιες που γεννήθηκαν από τις εντυπώσεις και μένουν  στον νου σαν αποταμιεύματα ή καταθέσεις, «μνήμη του πολλάκις έξωθεν φανέντος»(Δ.Λ. 33). Έτσι έχουμε προληπτικά την εικόνα του προβάτου στο νου μας και τα’ αναγνωρίζουμε όταν τα’ αντικρίσουμε…Ο Επίκουρος εξηγούσε πως γεννιούνται φυσιολογικά από τις εντυπώσεις, ενώ οι στωικοί τις δέχονταν σαν έμφυτες…τα κριτήρια της αλήθειας είναι τρία, τα αισθήματα, οι έννοιες(προλήψεις), και τα συναισθήματα(πάθη), όπως το υποστήριξε ο Επίκουρος στον Κανόνα κατά την πληροφορία του    Λαέρτιου: « ἐν τοίνυν τῷ Κανόνι λέγων ἔστιν ὁ Ἐπίκουρος κριτήρια τῆς ἀληθείας εἶναι τὰς αἰσθήσεις καὶ προλήψεις καὶ τὰ πάθη(31)

Χαράλαμπος Θεοδωρίδης,Επίκουρος, εκδ. Εστία, Αθήνα, 1999, 294-295
1.      Ορθολογισμός ή ρασιοναλισμός
·         Εννοούμε τη σχολή των φιλοσόφων που αποδίδουν στο λόγο, στην καθαρή νόηση, καθοριστική σημασία για την όλη γνωστική διαδικασία.
·         Ο όρος ορθολογισμός δηλώνει:
ü  Έμφαση στη λογική σε αντίθεση με το συναίσθημα και τη φαντασία
ü  Υπονοεί προσήλωση στη λογική διερεύνηση των πραγμάτων και τη διαφοροποίηση από την  άκρατη θρησκευτική πίστη και τις δογματικές θέσεις

·    Οι ορθολογιστές φιλόσοφοι πρεσβεύουν τα εξής:
Ι. Η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται από τον ορθό λόγο και στηρίζεται σ’ αυτόν.
ΙΙ. Τα βασικά στοιχεία της γνώσης μας αναζητούνται στο νου μας.
ΙΙΙ. Αυτή η γνώση αποκαλείται a priori ή προ-εμπειρική, γιατί φαίνεται να είναι δυνατή πριν ή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρία.
·    Κύριοι εκπρόσωποι:
Ι. αρχαιότητα:
         Πλάτων
    – Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η γνώση βασίζεται στην ανάμνηση των ιδεών. Οι  ιδέες αυτές υπάρχουν αιώνια και τις έχει αντικρίσει η ψυχή πριν να ενσαρκωθεί στο σώμα.
– Πώς τις ενσαρκώνει η ψυχή; Με κατάλληλη νοητική άσκηση και με τη μελέτη των μαθηματικών.
– Ο υλικός κόσμος αποτελεί ατελή αντανάκλαση των ιδεών.
ΙΙ. Νεότερη εποχή:
α) Ντεκάρτ
 Σύμφωνα με τον Ντεκάρτ, η γνώση ως συμπαγές οικοδόμημα στηρίζεται στις πεποιθήσεις που έχουν για θεμέλιό τους τον ορθό λόγο και γι’ αυτό είναι ακλόνητες.
– Τέτοιες πεποιθήσεις μπορούμε να παράγουμε με τη μέθοδο της συστηματικής αμφιβολίας.
– Τούτο σημαίνει ότι διατρέχουμε ένα σύνολο πεποιθήσεων για να επιλέξουμε στο τέλος της διαδικασίας, κατά την οποία αμφιβάλλουμε, εκείνες τις πεποιθήσεις που δεν μπορούμε να θέσουμε υπό αμφιβολία.
– κριτήρια για τις αληθείς ιδέες: η σαφήνεια και η ευκρίνεια.
– Αυτά τα γνωρίσματα καθιστούν τις ιδέες μας εναργείς.
– Τις βασικές μας ιδέες τις έχει εμφυτεύσει στο νου μας ο θεός.
– Τι είναι οι ιδέες μας; Παραστάσεις των θεμελιακών γνωρισμάτων των υλικών και πνευματικών όντων.
– Πώς τις συλλαμβάνουμε αυτές τις ιδέες; Άμεσα και με τη βοήθεια της ενόρασης, δηλαδή χωρίς να καταφεύγουμε σε κάποια συλλογιστική διαδικασία.
 – Η απόλυτη βεβαιότητα, στην οποία κατέληξε ο Ντεκάρτ, είναι το σκέφτομαιάρα υπάρχω.
– Αυτή η βεβαιότητα προβάλλει στο νου μας άμεσα και δεν προκύπτει συμπερασματικά μέσα από κάποια συλλογιστική διαδικασία. Γι’ αυτό και το συμπερασματικό άρα καθίσταται περιττό.
– Η εν λόγω βεβαιότητα είναι το θεμέλιο, πάνω στο οποίο επιχειρεί ο φιλόσοφος να οικοδομήσει τη γνώση.
– Το βέβαιο του πράγματος έγκειται στο ότι η σύνδεση των πεποιθήσεών μας με την πραγματικότητα εντοπίζεται στη σχέση των πεποιθήσεων που στηρίζονται στον ορθό λόγο με τις πεποιθήσεις που στηρίζονται στην εμπειρική πραγματικότητα.
β) Σπινόζα
γ) Λάιμπνιτς
– Υποστηρίζουν ότι ο νους μας πρέπει να χρησιμοποιεί τις έμφυτες ιδέες και τις λογικές αρχές για να μπορεί να κατανοεί βασικές δομές της πραγματικότητας.
-για τον Λάιμπνιτς η έννοια από όπου μπορούμε να συνάγουμε την απόλυτη βεβαιότητα δεν είναι η έννοια του θεού, αλλά η έννοια της αλήθειας
- για τον Ντεκάρτ η βεβαιότητα συνίσταται στην ενόραση σαφών και ευκρινών ιδεών. Για τον Λάιμπνιτς το κριτήριο της αλήθειας δεν πρέπει να αναζητηθεί σε ένα υποκειμενικό βίωμα, όπως είναι η ενορατική σύλληψη ευκρινών ιδεών, αλλά θα πρέπει να απέχει από το υποκείμενο και τα βιώματά του. Το αληθινό κριτήριο της αλήθειας θα μας το δώσει ένας ορισμός της αληθινής πρότασης
-για τον Λάιμπνιτς  τη βεβαιότητα εγγυάται η απόδειξη. Άρα δίνει σημασία στην αξία της λογικής : όλοι οι κανόνες της λογικής ανάγονται σε δύο βασικές λογικές αρχές: την αρχή της αντίφασης και την αρχή του αποχρώντος λόγου
-a priori αρχές της εμπειρικής γνώσης για τον Λάιμπνιτς= η αρχή της αιτιότητας ή του αποχρώντος λόγου, αρχή του βελτίονος
-έννοια δύναμης στον Λάιμπνιτς= ορμή και κινητήρια δύναμη= πηγή ο θεός=η ουσία της πραγματικότητας βρίσκεται στη δύναμη
-η ουσία = ενέργεια/οι απλές ουσίες= μονάδες , τα έσχατα στοιχεία της πραγματικότητας=ίδια μετά από κάθε μεταβολή
-Σπινόζα=προτείνει την ακύρωση οποιασδήποτε ανωτερότητας της ψυχής  προς το σώμα. Ό,τι είναι ενέργημα στην ψυχή είναι ενέργημα και στο σώμα, όχι όταν το σώμα ενεργεί η ψυχή πάσχει και το ανάποδο σύμφωνα με τον Καρτέσιο
-για τον Σπινόζα ο εαυτός μας είναι μια αδιάσπαστη , ενιαία οντότητα
- ο Σπινόζα έτσι ανακαλύπτει τη δύναμη του ασυνείδητου
δ) Χέγκελ
– ο πιο σημαντικός ορθολογιστής.
 ο ορθός λόγος συντελεί στο να κατανοήσουμε πλήρως την πραγματική εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας και να προβλέψουμε την όλη πορεία της.
Χαρακτηριστική ρήση του φιλοσόφου: «αυτό που είναι ορθολογικό, είναι πραγματικό και αυτό που είναι πραγματικό, είναι ορθολογικό».

Τα κείμενα
1.      Οι απόψεις του Πύρρωνος για τη γνώση.
Ο Πύρρων καταφέρεται εναντίον όλων των θεωριών της γνώσης που ζητούν, όπως ζητούσαν οι Στωικοί και οι Επικούρειοι, να δείξουν ότι ορισµένες αντιληπτικές εµπειρίες µάς δίνουν απόλυτα ακριβή πληροφόρηση για την αληθινή φύση των (εξωτερικών) αντικειµένων. Η βάση της κριτικής του είναι ότι δεν µπορούµε να φτάσουµε στα αντικείµενα ανεξάρτητα από την αισθητηριακή αντίληψη, και ότι η αισθητηριακή αντίληψη δεν µας παρέχει εγγύηση ότι συλλαµβάνουµε τα πράγµατα όπως πραγµατικά είναι. Συνεπώς, τα αντικείµενα καθεαυτά δεν προσφέρονται για έλεγχο της αισθητηριακής µας αντίληψης. Η αισθητηριακή αντίληψη αποκαλύπτει στο υποκείµενο της αντίληψης ´αυτό που φαίνεταιª (το φαινόµενον)· ωστόσο, ´αυτό που φαίνεταιª δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως έγκυρη µαρτυρία από την οποία να συνάγουµε ´αυτό που είναιª (το ον). A. Long, Η ελληνιστική φιλοσοφία, Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί, σ. 139
2.      Υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός; (Ντεκάρτ)
Επιχειρήµατα υπέρ της α ΄ άποψης : 1. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί υπαρκτός, διότι ένα τέλειο ον, όπως θα πρέπει να είναι ο Θεός, δεν µπορεί να έχει την ατέλεια του να µην υπάρχει. 2. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί υπαρκτός, διότι ο κόσµος ως χρονικά και χωρικά πεπερασµένος προέκυψε αναγκαστικά από µια απέρα- ντη θεϊκή αιτία, η οποία σαν τέτοια δεν προέκυψε από κάτι πρωτύ- τερο, αλλά είναι ´αιτία του εαυτού τηςª (λατινικά: causa sui). 3. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί υπαρκτός, διότι όλες οι ηθικές έννοιες, όπως η υπευθυνότητα, η αρετή, η δικαιοσύνη κ.λπ., δεν µπορούν να στηριχθούν ικανοποιητικά, αν δεν θεµελιωθούν πάνω στην ύπαρξη ενός καλού και δίκαιου Θεού.
Επιχειρήµατα υπέρ της β ΄ άποψης : 1. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι ως άνθρωποι µπο- ρούµε να κάνουµε µόνο εικασίες σχετικά µε την ύπαρξή του, που δεν έχουν καµιά ρεαλιστική βάση. 2. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι όχι µόνο δεν από- τελεί ικανοποιητική εξήγηση της φύσης ως υπερφυσική της αιτία, αλλά έχουν βρεθεί επαρκείς φυσικοί νόµοι (όπως είναι ο νόµος της εξέλιξης των ειδών, ο νόµος της αφθαρσίας της ύλης κ.λπ.) που εξηγούν κάθε φυσικό φαινόµενο. 3. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι η προσφυγή στην ύπαρξή του χαρακτηρίζει ένα ατελές στάδιο του ανθρώπινου πολι- τισµού, που χάρη στην πρόοδο των επιστηµών αναδείχθηκε εσφαλµένο και ανασχετικό των ανθρώπινων προσπαθειών για ευηµερία και αυθυπαρξία.
3.      Ο Πλάτων διακρίνει τη δοξασία (´δόξανª) από τη γνώση (´ἐπιστήµηνª).
Γιατί να, και οι αληθινές γνώµες όσο καιρό παραµένουν είναι καλό απόκτηµα και όλα τα κάνουν καλά· δεν θέλουν όµως να µένουν κοντά µας πολύ καιρό, αλλά δραπετεύουν από την ψυχή του ανθρώπου, ώστε δεν έχουν µεγάλη αξία, ώσπου να δέσει κανείς τις ίδιες τις αιτίες τους µε σκέψη. Και τούτο είναι, αγαπητέ Μένων, η ανάµνηση, όπως τη δεχτήκαµε στα προηγούµενα. Και όταν δεθούν, γίνονται πρώτα επιστήµες και έπειτα µόνιµες. Γιí αυτό ακριβώς η επιστήµη είναι σε µεγαλύτερη τιµή από την ορθή γνώµη, και διαφέρει η επιστήµη από την ορθή γνώµη ως προς το δεσµό. Πλάτωνος Μένων, 97e6-98a8, µετάφραση Β. Ν. Τατάκη

4.       Το φιλοσοφικό σύστημα του Leibniz […] ανήκει στην καρτεσιανή, ρασιοναλιστική φιλοσοφική παράδοση και είναι το έργο ενός πολυμαθούς και ιδιαιτέρως ευφυούς διανοούμενου του 17ου αιώνα. Η τυπική έναρξη της ώριμης περιόδου αυτού του έργου είναι δυνατόν να ταυτισθεί με τη συγγραφή και εμφάνιση (1686) του ατιτλοφόρητου τότε δοκιμίου που φέρει πλέον τον τίτλο Discours de Metaphysique (Μεταφυσική πραγματεία). Παρά το έντονο θεολογικό άρωμά του, το δοκίμιο αποτελεί την πρώτη καθαρά φιλοσοφική βάση στήριξης μιας θεμελιοκρατικής και ουσιοκρατικής οντολογίας, υψηλής αρχιτεκτονικής αισθητικής, εξαιρετικά πρωτότυπης και δομικά στέρεης. […] Το τριμερές οντολογικό σχήμα του ώριμου έργου του Leibniz περιέχει και ένα τρίτο επίπεδο, το επίπεδο του ιδεώδους. Ως γνήσιος ρασιοναλιστής δε θα μπορούσε να μην έχει συμπεριλάβει ένα τέτοιο επίπεδο στο οντολογικό του σχήμα. Στον νου του έλλογου όντος υπάρχουν συνειδητοποιούμενες ή όχι γενικές αφηρημένες ιδέες και καθολικές αλήθειες, ομοιώματα των προτύπων τους στον νου του Θεού. Αυτές αποτελούν το θεωρητικό ικρίωμα πάνω στο οποίο υφαίνεται η γνωσιολογική μας πρόσβαση του κόσμου. Επίσταμαι στον βαθμό που έχω εποπτεία του γενικού, και έχω εποπτεία του γενικού στον βαθμό που έχω ικανοποιητική πρόσβαση στα περιεχόμενα του νου μου. Η πλατωνικής προέλευσης γνωσιολογία της άμεσης θέασης των καθόλου εδραιώνεται πάνω στην οντολογική παραδοχή της ύπαρξης αυτού του τρίτου οντολογικού επιπέδου, του επιπέδου του ιδεώδους. Στο πλαίσιο του φιλοσοφικού συστήματος του Leibniz, το τρίτο αυτό επίπεδο χρησιμοποιείται επίσης και για να “λυθούν” δυσκολότατα προβλήματα, όπως αυτό που συνδέεται με τον λαβύρινθο του συνεχούς, το πρόβλημα δηλαδή της οντολογικής σύνθεσης ενός ενιαίου, αδιάκοπου, αμερούς και μονοδιάστατου συνεχούς από αμερείς και αδιάστατες οντότητες, δηλαδή από σημεία”.
σα(Γκ. Β. Λάιμπνιτς, Η μοναδολογία, μτφρ. Στέφανος Λαζαρίδης, εισαγωγή- επιμέλεια Διονύσιος Αναπολιτάνος, δίγλωσση έκδοση, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2006, σ. 17-18, 27-28)


Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Σκεπτικισμός-Αρχαίος και νεότερος
1. α) Τι σηµαίνει ο όρος σκεπτικισµός;
β) Να αναφέρετε τις δύο κύριες µορφές που προσέλαβε ο σκεπτικισµός
στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας.
2. Γιατί ο σκεπτικισµός αµφισβητεί τη δυνατότητα του ανθρώπου να αποκτήσει έγκυρη γνώση;
3. Ποια είναι η βασική διαφορά ανάµεσα στον ακαδηµαϊκό σκεπτικισµό και τον πυρρωνισµό;
4. Τι σηµαίνουν οι όροι «σοσθένεια τν λόγων», «ποχή»;
5. Ο σκεπτικισµός θα µπορούσε να θεωρηθεί ότι ευσταθεί ως φιλοσοφική θεωρία στις µέρες µας;
6. «Ο Αρκεσίλαος δεν έγραψε τίποτε λένε µερικοί, για τον λόγο ότι για όλα τα ζητήµατα κρατούσε την γνώµη του για τον εαυτό του πέχειν»)». Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, Δ-6.32, Αρκεσίλαος: Ποιες απόψεις των σκεπτικιστών υποδηλώνονται µε αυτή τη στάση του Αρκεσίλαου;
7. Επειδή τότε επιθυµούσα να ασχοληθώ µόνο µε την αναζήτηση της αλήθειας, σκέφτηκα ότι έπρεπε να κάνω εντελώς το αντίθετο και να απορρίψω ως απόλυτα ψευδές καθετί στο οποίο θα µπορούσα να φανταστώ την παραµικρή αµφιβολία, για να δω αν θα έµενε καθόλου ύστερα από αυτά κάτι που να πιστεύω και που να είναι τελείως αδιαµφισβήτητο. Έτσι, επειδή οι αισθήσεις µάς απατούν καµιά φορά, θέλησα να υποθέσω ότι δεν υπήρχε τίποτε που να είναι έτσι όπως µας κάνουν να το φανταζόµαστε· και επειδή υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν λάθη καθώς συλλογίζονται, έστω κι όταν εγγίζουν τα απλούστερα θέµατα της γεωµετρίας, και κάνουν σε αυτά παραλογισµούς, απέρριψα ως ψευδείς όλους τους λόγους που είχα χρησιµοποιήσει προηγουµένως ως αποδείξεις· και τέλος, σκεπτόµενος ότι όλες αυτές οι ίδιες σκέψεις που κάνουµε ξύπνιοι µπορούν να µας έρθουν όταν κοιµόµαστε, χωρίς όµως και να είναι καµιά τους αληθινή, αποφάσισα να υποθέσω ότι δέχοµαι πως όλα τα πράγµατα που είχαν ποτέ µπει στο πνεύµα µου δεν ήταν περισσότερο αληθινά από τις ψευδαισθήσεις των ονείρων µου.Αλλά αµέσως πρόσεξα ότι, την ώρα που ήθελα να σκεφτώ πως όλα είναι ψεύτικα, έπρεπε αναγκαστικά εγώ που το σκεπτόµουν να είµαι κάτι· και παρατηρώντας ότι αυτή η αλήθεια: «σκέπτοµαι άρα υπάρχω» ήταν τόσο στέρεη και τόσο ασφαλής, ώστε όλες οι πιο παράδοξες υποθέσεις των Σκεπτικών δεν µπορούσαν να την κλονίσουν, έκρινα ότι µπορούσα να τη δεχτώ χωρίς δισταγµό ως την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που ζητούσα.
R. Descartes, Λόγος για τη Μέθοδο, Κεφάλαιο ΙV
-Με αφετηρία το παραπάνω κείµενο να εξηγήσετε µέσα από ποια συλλογιστική διαδικασία έφτασε ο Ντεκάρτ στο cogito ergo sum και τι προσπάθησε να αποδείξει µέσα από αυτή την περίφηµη φράση.
8. «Οι εναλλασσόµενες γνώµες και οι πλανερές αισθήσεις είναι κάτι πολύ συχνό και γι. αυτό δεν µπορούµε να τους έχουµε εµπιστοσύνη. Καθώς το ίδιο αντικείµενο µας προκαλεί -ανάλογα µε τις συνθήκες- διαφορετικές κάθε φορά εντυπώσεις, δεν µπορούµε να πούµε µε βεβαιότητα ποια από αυτές είναι η αυθεντική, και γενικά αν κάποια από αυτές περιέχει την αληθινή ουσία του πράγµατος. Επίσης η ενάργεια και η βεβαιότητα µε την οποία ονειρευόµαστε πρέπει να µας γεννά την αµφιβολία ια αµφιβολία που δεν είναι ποτέ δυνατό να εξαφανιστεί εντελώς- µήπως ονειρευόµαστε ακόµη και όταν έχουµε την εντύπωση ότι είµαστε σε εγρήγορση και ότι αντιλαµβανόµαστε µε τις αισθήσεις (.) Καµιά άλλη δραστηριότητά µου, εκτός από τη συνειδησιακή, δεν περ έχει τη βεβαιότητα του είναι. Το ότι λ.χ. περπατώ µπορεί να είναι κάτι που το φαντάζοµαι στο όνειρό µου. το ότι όµως είµαι ένα ον που έχει συνείδηση δεν είναι δυνατό να αποτελεί απλά και µόνο αποκύηµα της φαντασίας µου, γιατί και η φαντασία είναι ένα είδος συνείδησης ...»
Ντεκάρτ, Meditations1
-Με βάση το παραπάνω κείµενο να αναπτύξετε µε δικά σας λόγια τον προβληµατισµό του Ντεκ;aρτ για την ύπαρξη της πραγµατικότητας.
9. Ποιο είναι το οντολογικό επιχείρηµα του  Nτεκάρτ για την ύπαρξη του Θεού;
10. Πώς κρίνετε το επιχείρηµα του Ντεκάρτ για την ύπαρξη του Θεού;
11. Σύµφωνα µε τη διδασκαλία του Ντεκάρτ, επειδή από τη νηπιακή µας ηλικία δεχτήκαµε για τα αισθητά πράγµατα πολλές κρίσεις πριν κάνουµε χρήση του λογικού µας, αποµακρυνόµαστε από τη γνώση της αλήθειας λόγω πολλών προκαταλήψεων. Από αυτές µπορούµε να απελευθερωθούµε, αν µια για πάντα φροντίσουµε να αµφιβάλουµε για όλα αυτά για τα οποία θα είχαµε και την παραµικρή υποψία αβεβαιότητας.
Πώς κρίνετε αυτή την άποψη του Ντεκάρτ;
12. Μπορείτε να συσχετίσετε τη µέθοδο της καθολικής αµφιβολίας, που εισηγήθηκε ο Ντεκάρτ, µε τη µέθοδο της παντελούς άγνοιας, που την προσποιόταν ο Σωκράτης, προκειµένου να εξασφαλ σει την έγκυρη γνώση των πραγµάτων;
13. Ο Ντεκάρτ υποστήριζε ότι η ψυχή διαφέρει εντελώς από το σώµα. Μπορείτε να σκεφτείτε επιχειρήµατα υπέρ ή κατά αυτής της άποψης;
14. Μήπως η ψυχή δεν «υφίσταται» καθόλου, αφού δεν έχει υλική υπό- σταση; Αιτιολογήστε την απάντησή σας.
15. Είναι η ψυχή ενιαία µε το σώµα, ή διαφέρει εντελώς απαυτό;
Ε π ι χ ε ι ρ ή µ α τ α υ π έ ρ τ η ς α ΄ ά π ο ψ η ς :
1. Ψυχή και σώµα αποτελούν ενότητα, διότι και τα δύο πάλλονται (βλ. Ηρακλείτου απόσπασµα, Β51, Diels-Kranz), έστω και αν αυτό γίνεται µε διαφορετικό παλµό: διαφέρουν ως προς την ένταση,αλλά δεν είναι διαφορετικά όντα.
2. Ψυχή και σώµα αποτελούν ενότητα, διότι το σύµπαν είναι µια ζωντανή ενότητα που ζωογονεί ακόµα και τα σώµατα που µας φαίνονται άψυχα: π.χ. τα φυτά µοιάζουν άψυχα, αντλούν από τη γη την ικανότητα να τρέφονται και να γεννούν άλλα φυτά
(Πλωτίνος).
3. Ψυχή και σώµα αποτελούν ενότητα, διότι και τα πιο «άψυχα» σώµατα φθείρονται και έτσι µεταποιούνται σε άλλα σώµατα, άρα έχουν εντός τους µια ψυχική δύναµη που τα ωθεί προς τη φθορά και την αλλαγή· η ίδια η τάση προς τη φθορά είναι ένα είδος ζωής
(F. Ravaisson, 1813-1900).
Ε π ι χ ε ι ρ ή µ α τ α  υ π έ ρ  τ η ς  β ΄ ά π ο ψ η ς :
1. Η ψυχή διαφέρει εντελώς από το σώµα, διότι δεν είναι υλική και δεν εκτείνεται µέσα στο χώρο (René Descartes).
2. H ψυχή διαφέρει εντελώς από το σώµα, διότι θυµάται το παρελθόν της και µπορεί να προβλέπει ή και να προετοιµάζει το µέλλον της· άρα ζει µέσα στον τρισδιάστατο ιστορικό χρόνο, ενώ το υλικό σώµα υπάρχει µόνο στιγµιαία.
3. Το σώµα διαφέρει εντελώς από την ψυχή, διότι τρέφεται µόνο µε υλικά στοιχεία, ενώ η ψυχή ανατρέφεται µε αισθήµατα, µε συναισθήµατα και µε νοήµατα.
Γ. Τζαβάρας, Εγχειρίδιο Φιλοσοφίας, εκδ. Κωστέα-Γείτονα, σσ. 22-23
16. Δυισµός - Φυσικαλισµός.
Δυισµός είναι η άποψη ότι συνιστάµεθα από ένα σώµα συν µία ψυχή και ότι η νοητική µας ζωή συντελείται µέσα στην ψυχή µας. Φυσικαλισµός είναι η άποψη ότι η νοητική µας ζωή έγκειται σε φυσικές λειτουργίες µέσα στον εγκέφαλό µας. Μια άλλη δυνατότητα είναι ότι η νοητική µας ζωή συντελείται µέσα στον εγκέφαλό µας, ωστόσο όµως όλες αυτές οι εµπειρίες, τα αισθήµατα, οι σκέψεις και οι επιθυµίες δεν είναι φυσικές λειτουργίες µέσα στον εγκέφαλό µας. Αυτό θα σήµαινε ότι η γκρίζα µάζα από δισεκατοµµύρια νευρικά κύτταρα µέσα στο κρανίο µας δεν είναι απλώς ένα φυσικό αντικείµενο. Έχει πλήθος φυσικές ιδιότητες - µεγάλα ποσά χηµικής και ηλεκτρικής ενέργειας εκλύονται µέσα σ. αυτή τη µάζα - αλλά έχει επιπλέον και νοητικές λειτουργίες, που συντελούνται µέσα σ. αυτήν. Η άποψη ότι ο εγκέφαλος είναι η έδρα της συνείδησης, αλλά ότι οι συνειδητές καταστάσεις του δεν είναι απλώς φυσικές καταστάσεις, καλείται θεωρία διπλής όψης. Αποκαλείται έτσι, επειδή σηµαίνει πως, όταν δαγκώνουµε ένα κοµµάτι σοκολάτας, αυτό προκαλεί στον εγκέφαλό µας µια κατάσταση ή λειτουργία µε δύο όψεις: µια φυσική όψη που συνεπάγεται ποικίλες χηµικές και ηλεκτρικές µεταβολές και µία νοητική όψη - την εµπειρία του αρώµατος της σοκολάτας. Όταν συντελείται αυτή η λειτουργία, ένας επιστήµονας που θα κοίταζε µέσα στον εγκέφαλό µας, θα ήταν σε θέση να παρατηρήσει τη φυσική όψη, αλλά εµείς θα ήµασταν εκείνοι που θα υφίσταντο, εκ των έσω, τη νοητική όψη: εµείς θα είχαµε την αίσθηση ότι γευόµαστε σοκολάτα. Αν αυτό ήταν αλήθεια, τότε ο ίδιος ο εγκέφαλός µας θα είχε µια εσωτερική όψη, που δε θα µπορούσε να την προσεγγίσει ένας εξωτερικός παρατηρητής ακόµη και µε την ανατοµία. (.) Φαίνεται ότι δύο ειδών πράγµατα, πολύ διαφορετικά, συµβαίνουν στον κόσµο: τα πράγµατα που ανήκουν στη φυσική πραγµατικότητα, τα οποία πολλοί, διαφορετικοί άνθρωποι µπορούν να τα παρατηρήσουν απ. έξω κι εκείνα τα άλλα πράγµατα που ανήκουν στη νοητική πραγµατικότητα και τα οποία καθένας από µας τα βιώνει εσωτερικά, κατά την περίπτωσή του. Αυτό δεν ισχύει µόνο για τους ανθρώπους: τα σκυλιά, οι γάτες, τα άλογα και τα πουλιά φαίνεται πως έχουν συναίσθηση· τα ψάρια, τα µυρµήγκια και τα σκαθάρια είναι πολύ πιθανό να έχουν επίσης. Ποιος ξέρει πού σταµατά αυτό; Δε θα αποκτήσουµε µιαν επαρκή γενική σύλληψη του κόσµου έως ότου εξηγήσουµε πώς, όταν ένας αριθµός φυσικών στοιχείων συναθροισθούν κατά τον σωστό τρόπο, σχηµατίζουν όχι απλώς ένα λειτουργικό βιολογικό οργανισµό, αλλά µια συνειδητή ύπαρξη. Αν η συνείδηση αυτή καθεαυτή µπορούσε να ταυτιστεί µε κάποιου είδους φυσική κατάσταση, θα άνοιγε ο δρόµος για µιαν ενοποιηµένη φυσική θεωρία σχετικά µε το πνεύµα και το σώµα και, ίσως, ακόµη για µιαν ενοποιηµένη θεωρία σχετικά µε το σύµπαν. Αλλά υπάρχουν αρκετά ισχυροί λόγοι εναντίον µιας καθαρά φυσικής θεωρίας για τη συνείδηση, ώστε να φαίνεται πιθανό πως είναι αδύνατη µια φυσική θεωρία για το σύνολο της πραγµατικότητας.
Thomas Nagel, Θεµελιώδη φιλοσοφικά προβλήµατα, ό.π., σσ. 40, 42-46
17. Υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός;
Ε π ι χ ε ι ρ ή µ α τ α υ π έ ρ τ η ς α ΄ ά π ο ψ η ς :
1. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί υπαρκτός, διότι ένα τέλειο ον, όπως θα πρέπει να είναι ο Θεός, δεν µπορεί να έχει την ατέλεια του να µην υπάρχει.
2. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί υπαρκτός, διότι ο κόσµος ως χρονικά και χωρικά πεπερασµένος προέκυψε αναγκαστικά από µια απέρα- ντη θεϊκή αιτία, η οποία σαν τέτοια δεν προέκυψε από κάτι πρωτύτερο, αλλά είναι «αιτία του εαυτού της» (λατινικά: causa sui).
3. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί υπαρκτός, διότι όλες οι ηθικές έννοιες, όπως η υπευθυνότητα, η αρετή, η δικαιοσύνη κ.λπ., δεν µπορούν να στηριχθούν ικανοποιητικά, αν δεν θεµελιωθούν πάνω στην ύπαρξη ενός καλού και δίκαιου Θεού.
Ε π ι χ ε ι ρ ή µ α τ α υ π έ ρ τ η ς β ΄ ά π ο ψ η ς :
1. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι ως άνθρωποι µπορούµε να κάνουµε µόνο εικασίες σχετικά µε την ύπαρξή του, που δεν έχουν καµιά ρεαλιστική βάση.
2. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι όχι µόνο δεν αποτελεί ικανοποιητική εξήγηση της φύσης ως υπερφυσική της αιτία, αλλά έχουν βρεθεί επαρκείς φυσικοί νόµοι (όπως είναι ο νόµος της εξέλιξης των ειδών, ο νόµος της αφθαρσίας της ύλης κ.λπ.) που εξηγούν κάθε φυσικό φαινόµενο.
3. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι η προσφυγή στην ύπαρξή του χαρακτηρίζει ένα ατελές στάδιο του ανθρώπινου πολιτισµού, που χάρη στην πρόοδο των επιστηµών αναδείχθηκε εσφαλ- µένο και ανασχετικό των ανθρώπινων προσπαθειών για ευηµερία και αυθυπαρξία.

Γ. Τζαβάρας, ό.π., σσ. 30-31