Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

1.      Ορθολογισμός ή ρασιοναλισμός
·         Εννοούμε τη σχολή των φιλοσόφων που αποδίδουν στο λόγο, στην καθαρή νόηση, καθοριστική σημασία για την όλη γνωστική διαδικασία.
·         Ο όρος ορθολογισμός δηλώνει:
ü  Έμφαση στη λογική σε αντίθεση με το συναίσθημα και τη φαντασία
ü  Υπονοεί προσήλωση στη λογική διερεύνηση των πραγμάτων και τη διαφοροποίηση από την  άκρατη θρησκευτική πίστη και τις δογματικές θέσεις

·    Οι ορθολογιστές φιλόσοφοι πρεσβεύουν τα εξής:
Ι. Η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται από τον ορθό λόγο και στηρίζεται σ’ αυτόν.
ΙΙ. Τα βασικά στοιχεία της γνώσης μας αναζητούνται στο νου μας.
ΙΙΙ. Αυτή η γνώση αποκαλείται a priori ή προ-εμπειρική, γιατί φαίνεται να είναι δυνατή πριν ή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρία.
·    Κύριοι εκπρόσωποι:
Ι. αρχαιότητα:
         Πλάτων
    – Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η γνώση βασίζεται στην ανάμνηση των ιδεών. Οι  ιδέες αυτές υπάρχουν αιώνια και τις έχει αντικρίσει η ψυχή πριν να ενσαρκωθεί στο σώμα.
– Πώς τις ενσαρκώνει η ψυχή; Με κατάλληλη νοητική άσκηση και με τη μελέτη των μαθηματικών.
– Ο υλικός κόσμος αποτελεί ατελή αντανάκλαση των ιδεών.
ΙΙ. Νεότερη εποχή:
α) Ντεκάρτ
 Σύμφωνα με τον Ντεκάρτ, η γνώση ως συμπαγές οικοδόμημα στηρίζεται στις πεποιθήσεις που έχουν για θεμέλιό τους τον ορθό λόγο και γι’ αυτό είναι ακλόνητες.
– Τέτοιες πεποιθήσεις μπορούμε να παράγουμε με τη μέθοδο της συστηματικής αμφιβολίας.
– Τούτο σημαίνει ότι διατρέχουμε ένα σύνολο πεποιθήσεων για να επιλέξουμε στο τέλος της διαδικασίας, κατά την οποία αμφιβάλλουμε, εκείνες τις πεποιθήσεις που δεν μπορούμε να θέσουμε υπό αμφιβολία.
– κριτήρια για τις αληθείς ιδέες: η σαφήνεια και η ευκρίνεια.
– Αυτά τα γνωρίσματα καθιστούν τις ιδέες μας εναργείς.
– Τις βασικές μας ιδέες τις έχει εμφυτεύσει στο νου μας ο θεός.
– Τι είναι οι ιδέες μας; Παραστάσεις των θεμελιακών γνωρισμάτων των υλικών και πνευματικών όντων.
– Πώς τις συλλαμβάνουμε αυτές τις ιδέες; Άμεσα και με τη βοήθεια της ενόρασης, δηλαδή χωρίς να καταφεύγουμε σε κάποια συλλογιστική διαδικασία.
 – Η απόλυτη βεβαιότητα, στην οποία κατέληξε ο Ντεκάρτ, είναι το σκέφτομαιάρα υπάρχω.
– Αυτή η βεβαιότητα προβάλλει στο νου μας άμεσα και δεν προκύπτει συμπερασματικά μέσα από κάποια συλλογιστική διαδικασία. Γι’ αυτό και το συμπερασματικό άρα καθίσταται περιττό.
– Η εν λόγω βεβαιότητα είναι το θεμέλιο, πάνω στο οποίο επιχειρεί ο φιλόσοφος να οικοδομήσει τη γνώση.
– Το βέβαιο του πράγματος έγκειται στο ότι η σύνδεση των πεποιθήσεών μας με την πραγματικότητα εντοπίζεται στη σχέση των πεποιθήσεων που στηρίζονται στον ορθό λόγο με τις πεποιθήσεις που στηρίζονται στην εμπειρική πραγματικότητα.
β) Σπινόζα
γ) Λάιμπνιτς
– Υποστηρίζουν ότι ο νους μας πρέπει να χρησιμοποιεί τις έμφυτες ιδέες και τις λογικές αρχές για να μπορεί να κατανοεί βασικές δομές της πραγματικότητας.
-για τον Λάιμπνιτς η έννοια από όπου μπορούμε να συνάγουμε την απόλυτη βεβαιότητα δεν είναι η έννοια του θεού, αλλά η έννοια της αλήθειας
- για τον Ντεκάρτ η βεβαιότητα συνίσταται στην ενόραση σαφών και ευκρινών ιδεών. Για τον Λάιμπνιτς το κριτήριο της αλήθειας δεν πρέπει να αναζητηθεί σε ένα υποκειμενικό βίωμα, όπως είναι η ενορατική σύλληψη ευκρινών ιδεών, αλλά θα πρέπει να απέχει από το υποκείμενο και τα βιώματά του. Το αληθινό κριτήριο της αλήθειας θα μας το δώσει ένας ορισμός της αληθινής πρότασης
-για τον Λάιμπνιτς  τη βεβαιότητα εγγυάται η απόδειξη. Άρα δίνει σημασία στην αξία της λογικής : όλοι οι κανόνες της λογικής ανάγονται σε δύο βασικές λογικές αρχές: την αρχή της αντίφασης και την αρχή του αποχρώντος λόγου
-a priori αρχές της εμπειρικής γνώσης για τον Λάιμπνιτς= η αρχή της αιτιότητας ή του αποχρώντος λόγου, αρχή του βελτίονος
-έννοια δύναμης στον Λάιμπνιτς= ορμή και κινητήρια δύναμη= πηγή ο θεός=η ουσία της πραγματικότητας βρίσκεται στη δύναμη
-η ουσία = ενέργεια/οι απλές ουσίες= μονάδες , τα έσχατα στοιχεία της πραγματικότητας=ίδια μετά από κάθε μεταβολή
-Σπινόζα=προτείνει την ακύρωση οποιασδήποτε ανωτερότητας της ψυχής  προς το σώμα. Ό,τι είναι ενέργημα στην ψυχή είναι ενέργημα και στο σώμα, όχι όταν το σώμα ενεργεί η ψυχή πάσχει και το ανάποδο σύμφωνα με τον Καρτέσιο
-για τον Σπινόζα ο εαυτός μας είναι μια αδιάσπαστη , ενιαία οντότητα
- ο Σπινόζα έτσι ανακαλύπτει τη δύναμη του ασυνείδητου
δ) Χέγκελ
– ο πιο σημαντικός ορθολογιστής.
 ο ορθός λόγος συντελεί στο να κατανοήσουμε πλήρως την πραγματική εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας και να προβλέψουμε την όλη πορεία της.
Χαρακτηριστική ρήση του φιλοσόφου: «αυτό που είναι ορθολογικό, είναι πραγματικό και αυτό που είναι πραγματικό, είναι ορθολογικό».

Τα κείμενα
1.      Οι απόψεις του Πύρρωνος για τη γνώση.
Ο Πύρρων καταφέρεται εναντίον όλων των θεωριών της γνώσης που ζητούν, όπως ζητούσαν οι Στωικοί και οι Επικούρειοι, να δείξουν ότι ορισµένες αντιληπτικές εµπειρίες µάς δίνουν απόλυτα ακριβή πληροφόρηση για την αληθινή φύση των (εξωτερικών) αντικειµένων. Η βάση της κριτικής του είναι ότι δεν µπορούµε να φτάσουµε στα αντικείµενα ανεξάρτητα από την αισθητηριακή αντίληψη, και ότι η αισθητηριακή αντίληψη δεν µας παρέχει εγγύηση ότι συλλαµβάνουµε τα πράγµατα όπως πραγµατικά είναι. Συνεπώς, τα αντικείµενα καθεαυτά δεν προσφέρονται για έλεγχο της αισθητηριακής µας αντίληψης. Η αισθητηριακή αντίληψη αποκαλύπτει στο υποκείµενο της αντίληψης ´αυτό που φαίνεταιª (το φαινόµενον)· ωστόσο, ´αυτό που φαίνεταιª δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως έγκυρη µαρτυρία από την οποία να συνάγουµε ´αυτό που είναιª (το ον). A. Long, Η ελληνιστική φιλοσοφία, Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί, σ. 139
2.      Υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός; (Ντεκάρτ)
Επιχειρήµατα υπέρ της α ΄ άποψης : 1. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί υπαρκτός, διότι ένα τέλειο ον, όπως θα πρέπει να είναι ο Θεός, δεν µπορεί να έχει την ατέλεια του να µην υπάρχει. 2. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί υπαρκτός, διότι ο κόσµος ως χρονικά και χωρικά πεπερασµένος προέκυψε αναγκαστικά από µια απέρα- ντη θεϊκή αιτία, η οποία σαν τέτοια δεν προέκυψε από κάτι πρωτύ- τερο, αλλά είναι ´αιτία του εαυτού τηςª (λατινικά: causa sui). 3. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί υπαρκτός, διότι όλες οι ηθικές έννοιες, όπως η υπευθυνότητα, η αρετή, η δικαιοσύνη κ.λπ., δεν µπορούν να στηριχθούν ικανοποιητικά, αν δεν θεµελιωθούν πάνω στην ύπαρξη ενός καλού και δίκαιου Θεού.
Επιχειρήµατα υπέρ της β ΄ άποψης : 1. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι ως άνθρωποι µπο- ρούµε να κάνουµε µόνο εικασίες σχετικά µε την ύπαρξή του, που δεν έχουν καµιά ρεαλιστική βάση. 2. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι όχι µόνο δεν από- τελεί ικανοποιητική εξήγηση της φύσης ως υπερφυσική της αιτία, αλλά έχουν βρεθεί επαρκείς φυσικοί νόµοι (όπως είναι ο νόµος της εξέλιξης των ειδών, ο νόµος της αφθαρσίας της ύλης κ.λπ.) που εξηγούν κάθε φυσικό φαινόµενο. 3. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι η προσφυγή στην ύπαρξή του χαρακτηρίζει ένα ατελές στάδιο του ανθρώπινου πολι- τισµού, που χάρη στην πρόοδο των επιστηµών αναδείχθηκε εσφαλµένο και ανασχετικό των ανθρώπινων προσπαθειών για ευηµερία και αυθυπαρξία.
3.      Ο Πλάτων διακρίνει τη δοξασία (´δόξανª) από τη γνώση (´ἐπιστήµηνª).
Γιατί να, και οι αληθινές γνώµες όσο καιρό παραµένουν είναι καλό απόκτηµα και όλα τα κάνουν καλά· δεν θέλουν όµως να µένουν κοντά µας πολύ καιρό, αλλά δραπετεύουν από την ψυχή του ανθρώπου, ώστε δεν έχουν µεγάλη αξία, ώσπου να δέσει κανείς τις ίδιες τις αιτίες τους µε σκέψη. Και τούτο είναι, αγαπητέ Μένων, η ανάµνηση, όπως τη δεχτήκαµε στα προηγούµενα. Και όταν δεθούν, γίνονται πρώτα επιστήµες και έπειτα µόνιµες. Γιí αυτό ακριβώς η επιστήµη είναι σε µεγαλύτερη τιµή από την ορθή γνώµη, και διαφέρει η επιστήµη από την ορθή γνώµη ως προς το δεσµό. Πλάτωνος Μένων, 97e6-98a8, µετάφραση Β. Ν. Τατάκη

4.       Το φιλοσοφικό σύστημα του Leibniz […] ανήκει στην καρτεσιανή, ρασιοναλιστική φιλοσοφική παράδοση και είναι το έργο ενός πολυμαθούς και ιδιαιτέρως ευφυούς διανοούμενου του 17ου αιώνα. Η τυπική έναρξη της ώριμης περιόδου αυτού του έργου είναι δυνατόν να ταυτισθεί με τη συγγραφή και εμφάνιση (1686) του ατιτλοφόρητου τότε δοκιμίου που φέρει πλέον τον τίτλο Discours de Metaphysique (Μεταφυσική πραγματεία). Παρά το έντονο θεολογικό άρωμά του, το δοκίμιο αποτελεί την πρώτη καθαρά φιλοσοφική βάση στήριξης μιας θεμελιοκρατικής και ουσιοκρατικής οντολογίας, υψηλής αρχιτεκτονικής αισθητικής, εξαιρετικά πρωτότυπης και δομικά στέρεης. […] Το τριμερές οντολογικό σχήμα του ώριμου έργου του Leibniz περιέχει και ένα τρίτο επίπεδο, το επίπεδο του ιδεώδους. Ως γνήσιος ρασιοναλιστής δε θα μπορούσε να μην έχει συμπεριλάβει ένα τέτοιο επίπεδο στο οντολογικό του σχήμα. Στον νου του έλλογου όντος υπάρχουν συνειδητοποιούμενες ή όχι γενικές αφηρημένες ιδέες και καθολικές αλήθειες, ομοιώματα των προτύπων τους στον νου του Θεού. Αυτές αποτελούν το θεωρητικό ικρίωμα πάνω στο οποίο υφαίνεται η γνωσιολογική μας πρόσβαση του κόσμου. Επίσταμαι στον βαθμό που έχω εποπτεία του γενικού, και έχω εποπτεία του γενικού στον βαθμό που έχω ικανοποιητική πρόσβαση στα περιεχόμενα του νου μου. Η πλατωνικής προέλευσης γνωσιολογία της άμεσης θέασης των καθόλου εδραιώνεται πάνω στην οντολογική παραδοχή της ύπαρξης αυτού του τρίτου οντολογικού επιπέδου, του επιπέδου του ιδεώδους. Στο πλαίσιο του φιλοσοφικού συστήματος του Leibniz, το τρίτο αυτό επίπεδο χρησιμοποιείται επίσης και για να “λυθούν” δυσκολότατα προβλήματα, όπως αυτό που συνδέεται με τον λαβύρινθο του συνεχούς, το πρόβλημα δηλαδή της οντολογικής σύνθεσης ενός ενιαίου, αδιάκοπου, αμερούς και μονοδιάστατου συνεχούς από αμερείς και αδιάστατες οντότητες, δηλαδή από σημεία”.
σα(Γκ. Β. Λάιμπνιτς, Η μοναδολογία, μτφρ. Στέφανος Λαζαρίδης, εισαγωγή- επιμέλεια Διονύσιος Αναπολιτάνος, δίγλωσση έκδοση, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2006, σ. 17-18, 27-28)


Δεν υπάρχουν σχόλια: