ΚΕΦΑΛΑΙΟ
3: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ
ΕΝΟΤΗΤΑ
ΤΡΙΤΗ: ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΗΓΗ Της ΓΝΩΣΗΣ
Σκοπός
Να
γνωρίσουμε τις κυριότερες απαντήσεις που έδωσε η ιστορία της φιλοσοφίας
(ορθολογισμός, εμπειρισμός, κριτικισμός) στη διερεύνηση της πηγής και της
δυνατότητας θεμελίωσης της γνώσης)
Στόχοι
Ψήγματα
γνώσης του αρχαίου σκεπτικισμού και νεότερων μορφών σκεπτικισμού, ακραίου και
μετριοπαθούς
Επιχειρήματα
και αποδείξεις του Ντεκάρτ προκειμένου να διασφαλίσει την ύπαρξη του εξωτερικού
κόσμου καταφεύγοντας στην ύπαρξη του θεού
Η σκεπτικιστική
πρόκληση–Διαφορετικά είδη σκεπτικισμού
· Στο χώρο της γνωσιολογίας, δηλαδή
κατά την ενασχόληση με τη γνώση ως τέτοια, οι φιλόσοφοι θέτουν το ερώτημα
σχετικά με το εάν η γνώση μας για τα πράγματα που
δεχόμαστε πως υπάρχουν είναι δυνατή.
· Στο ερώτημα αυτό δεν υπάρχει μια
καταφατική ή αρνητική απάντηση. Οι φιλόσοφοι απαντούν διαφορετικά, ανάλογα με
αυτά που παρατηρούν.
·
διαπιστώνουν πως οι αισθήσεις μας
συχνά-πυκνά μας εξαπατούν,
·
οι συλλογισμοί είναι λαθεμένοι ή
οδηγούν σε λάθος, με αποτέλεσμα να προβληματιζόμαστε για τους κανόνες που
διέπουν τη σκέψη μας, δηλαδή για τις μεθόδους και την οργάνωση της σκέψης
μας. που κάνουμε
·
παρατηρείται ασυμφωνία σε
πολλά και σημαντικά ζητήματα.
· Από αφορμή τέτοιες και άλλες
παρόμοιες εμπειρίες, οι φιλόσοφοι αμφιβάλλουν για το αν
μπορούμε να έχουμε βέβαιη γνώση για τον κόσμο ή αν
έχουμε μια ψευδή αντίληψη γι’ αυτόν.
· Οι φιλόσοφοι που υποστηρίζουν ότι
μας λείπουν τα ασφαλή κριτήρια για να αποφασίσουμε εάν και πότε γνωρίζουμε κάτι
αληθινό, που θέτουν υπό αμφιβολία τη βεβαιότητά μας για τη γνώσης
ονομάζονται σκεπτικοί ή σκεπτικιστές.
· Η αντίστοιχη φιλοσοφική στάση
ονομάζεται σκεπτικισμός. Ο σκεπτικισμός έχει μακρά
ιστορία: από την αρχαιότητα έως σήμερα. Υπάρχουν διάφορες
μορφές σκεπτικισμού.
α) Αρχαίος σκεπτικισμός:
– αμφισβήτηση της
δυνατότητας για γνώση
–
επιδίωξη αταραξίας
· Πρώτες σκεπτικιστικές αμφιβολίες για
τη γνώση:
– Προσωκρατικοί
– Σοφιστές
– Σωκράτης
· Συστηματικός σκεπτικισμός:
· «Πυρρώνειος»: από
τους οπαδούς του Πύρρωνα.
· Ακαδημαϊκός: από αυτούς
που δίδαξαν στην Ακαδημία του Πλάτωνα.
· Γνωρίσματα:
Ι. επίτευξη αταραξίας, ψυχικής γαλήνης ως απόρροια της αποδοχής
ότι η γνώση είναι ανέφικτη.
ΙΙ. Για κάθε θέμα
υπάρχουν δύο αντίθετες αλλά ισοδύναμες-ισοσθενείς απόψεις. Έτσι δεν μπορούμε να
αποφασίσουμε υπέρ της μιας ή της άλλης.
ΙΙΙ. Πρέπει να επέχουμε, να μην
παίρνουμε δηλαδή θέση απέναντι σε οποιαδήποτε θεωρητική πεποίθηση σχετικά με τη
φύση της πραγματικότητας.
ΙV. Τα επιχειρήματα των
αρχαίων σκεπτικών ονομάζονται τρόποι, ήτοι ισοδύναμες
απόψεις που δεν μας επιτρέπουν να επιλέξουμε.
V. Παραδείγματα:
– διαφορετικές εντυπώσεις από το ίδιο πρόσωπο και για το ίδιο πράγμα ανάλογα
με τη συναισθηματική κατάσταση.
– αντίθετες πεποιθήσεις
λόγω διαφορετικού κοινωνικού περιβάλλοντος.
VI. Οι ακαδημαϊκοί είναι
πιο μετριοπαθείς: δέχονται πως οι πεποιθήσεις μας έχουν ένα βαθμό πιθανότητας
να είναι αληθείς. Λέγονται ακαδημαϊκοί, επειδή δίδαξαν στην
Ακαδημία του Πλάτωνα.
β) Νεότερες μορφές σκεπτικισμού
⇒ Εκπρόσωποι: α) Ρενέ Ντεκάρτ ή Καρτέσιος β) Χιουμ.
1. Ακραία μορφή
σκεπτικισμού: Ρενέ Ντεκάρτ ή Καρτέσιος (17ος αιώνας).
· Ο Ντεκάρτ αναζήτησε στέρεα θεμέλια
για τη γνώση, με δεδομένα τα χαρακτηριστικά της εποχής του:
– ραγδαία ανάπτυξη της
επιστήμης
– έντονες θρησκευτικές
έριδες ανάμεσα στους καθολικούς και τους προτεστάντες.
· Ο φιλόσοφος υποστήριξε:
α) δεν ξεχωρίζουμε με βεβαιότητα την
κατάσταση του ονείρου, την οποία υποτίθεται ότι συνειδητοποιούμε μόνο αφού
έχουμε ξυπνήσει, από την κατάσταση της εμπειρίας μας, όταν ήδη είμαστε ξύπνιοι.
β) δεν μπορούμε να δεχτούμε με ασφάλεια λογικές
και μαθηματικές αλήθειες, οι οποίες υποτίθεται ότι ισχύουν και όταν κοιμόμαστε
και όταν είμαστε ξύπνιοι.
γ) πού στήριξε την αμφιβολία του για τις
μαθηματικές αλήθειες; Στην υπόθεση ότι μπορεί να μας έκανε να τις
πιστέψουμε κάποιος «μοχθηρός δαίμονας».
δ) κάθε
αμφιβολία μας για την αλήθεια της μιας ή της άλλης πεποίθησης για να υπάρχει
προϋποθέτει την ύπαρξη του υποκειμένου που τις σκέφτεται.
ε) η στιγμή λοιπόν που σκέφτεται ο άνθρωπος είναι και στιγμή της
ύπαρξής του. Το «υπάρχω» ισχύει, όταν το σκέφτομαι. Πρέπει να το
σκέφτομαι για να αμφιβάλλω ως προς αυτό. Παύει να είναι αντικείμενο αμφιβολίας,
όταν το βλέπω. Έτσι κατανοείται καλύτερα η περίφημη ρήση του Ντεκάρτ: σκέφτομαι,
άρα υπάρχω.
· Η πεποίθηση του φιλοσόφου ότι
το υποκείμενο σκέψης γνωρίζει με σιγουριά ότι υπάρχει την ίδια στιγμή που
σκέπτεται και ότι συγχρόνως αποτελεί άυλη οντότητα είναι εσφαλμένη.
· Πιστεύει ότι η
αμφιβολία αίρεται μέσα από την απόδειξη της ύπαρξης του θεού.
· Τα επιχειρήματα για
το ζήτημα του θεού είναι τα εξής:
α) οι άνθρωποι είναι ατελή όντα και
ως τέτοια δεν αποτελούν την αιτία της ιδέας
τηςτελειότητας παρά την έχουν μόνο στο νου τους. Αναγκαστικά η αιτία
υπάρχει έξω από τον ανθρώπινο νου· είναι η «πραγματικότητα» που
αντιστοιχεί στον «τέλειο θεό».
Με άλλα λόγια: η ιδέα του «τέλειου
όντος» που συλλαμβάνει με τη σκέψη του ο άνθρωπος, δηλαδή είναι
εμφυτευμένη στο νου του, συνεπάγεται την ύπαρξη αυτού του όντος,
την πραγματικότητα του οποίου παριστά ο θεός. Άρα ο θεός είναι η αιτία που
εμφυτεύει μέσα στον ανθρώπινο νου την ιδέα της τελειότητας.
β) η ύπαρξη κρύβει τελειότητα, γιατί η ανυπαρξία συνιστά ένα είδος
ατέλειας. Άρα ο θεός, που περιέχει κάθε είδους τελειότητα, πρέπει να υπάρχει.
· Τα επιχειρήματα του Ντεκάρτ για το
θέμα του θεού δεν είναι πειστικά για τους περισσότερους φιλοσόφους.
·
Μπορεί, για παράδειγμα, η ιδέα
της τελειότητας να μην έχει προέλθει από την ανάγκη να υπάρχει θεός, αλλά να
είναι σχηματισμένη μέσα στη σκέψη από τον ίδιο τον άνθρωπο.
·
Ακόμη, η ύπαρξη δεν
μπορεί υποχρεωτικά να ταυτίζεται με την ιδέα που φαντάζεται ο νους.
2. Μετριοπαθής σκεπτικισμός: Ο σκεπτικισμός
του Χιουμ
·
· Η
γνώση προέρχεται από τις αισθήσεις.
·
· Τα
δεδομένα των αισθήσεων είναι βασικά στοιχεία της γνώσης.
·
· Αυτά
τα στοιχεία δεν προσφέρουν καμιά βεβαιότητα παρά αποτελούν χωριστές ή ατομικές
παραστάσεις του νου μας.
·
· Οι
αισθήσεις προσφέρουν χάος εντυπώσεων, πάνω στις οποίες στηρίζονται οι ιδέες μας
σχετικά με το τι υπάρχει.
·
· Κατ’
αυτό τον τρόπο, ό,τι κάνει αισθητή την παρουσία του στο χώρο των ιδεών έλκει
την καταγωγή του από το χώρο των αισθήσεων.
·
· Εδώ
εστιάζεται ο εμπειρισμός του Χιουμ, σύμφωνα
με τον οποίο η αλήθεια των ιδεών μας απορρέει από τις εντυπώσεις που μας
δημιουργούν οι αισθήσεις μας.
·
· Το
σύνολο των εντυπώσεών μας είναι εφήμερο, παροδικό και
δεν μας παραπέμπει σε κάποιο ακλόνητο υπόβαθρο.
·
· Έτσι
δεν μπορούμε να συλλάβουμε κάποια σταθερή υφή της πραγματικότητας και
καταφεύγουμε σε σκεπτικιστική αμφιβολία.
·
· Αυτή
ή αυτές οι αμφιβολίες δεν πρέπει να προκαλούν αδιέξοδα στην αντιμετώπιση της
πρακτικής ζωής.
·
· Σύμφωνα
με τον ίδιο τον Χιουμ:
·
«ο αληθινός σκεπτικιστής αρνείται τόσο τις φιλοσοφικές του
αμφιβολίες
·
όσο
και τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις».
·
· Αυτό
σημαίνει ότι αρνείται σοφίσματα, λεπτολογίες ή παρεκκλίσεις που
φυλακίζουν το πνεύμα σε μια αδιέξοδη υπεροψία.
·
· Επομένως
δεν απελπίζεται για την πραγματικότητα που τον περιβάλλει.
·
· Εκεί
λοιπόν που αρχίζει η εμπειρία παύει να μας βασανίζει ο σκεπτικισμός.
·
· Ορισμένα
επιχειρήματα ανασκευής του σκεπτικισμού:
1. η επίκληση του κοινού νου
2. η προοδευτική «ωρίμανση» του
ανθρώπινου πνεύματος μέσα από την ιστορική του εξέλιξη.
3. η κατάδειξη της αδυναμίας των
σκεπτικών να υποστηρίξουν με συνέπεια την αμφιβολία τους.
4. οι ανησυχίες των σκεπτικών δεν έχουν
βάση και νόημα, είναι ανόητες, γιατί θέτουν ερωτήματα που δεν απαντώνται.
5. τα κριτήρια που αναζητεί
ο σκεπτικισμός είναι άχρηστα και υπερβολικά κριτήρια βεβαιότητας.
1.
Ορθολογισμός ή ρασιοναλισμός
·
Εννοούμε τη σχολή των φιλοσόφων
που αποδίδουν στο λόγο, στην καθαρή νόηση, καθοριστική σημασία για την όλη
γνωστική διαδικασία.
·
Ο όρος ορθολογισμός
δηλώνει:
ü Έμφαση στη λογική σε αντίθεση με το συναίσθημα
και τη φαντασία
ü Υπονοεί προσήλωση στη λογική διερεύνηση των
πραγμάτων και τη διαφοροποίηση από την
άκρατη θρησκευτική πίστη και τις δογματικές θέσεις
· Οι ορθολογιστές φιλόσοφοι πρεσβεύουν τα
εξής:
Ι. Η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται από τον ορθό λόγο και
στηρίζεται σ’ αυτόν.
ΙΙ. Τα βασικά στοιχεία της γνώσης μας αναζητούνται στο νου μας.
ΙΙΙ. Αυτή η γνώση αποκαλείται a priori ή προ-εμπειρική, γιατί φαίνεται να είναι
δυνατή πριν ή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρία.
· Κύριοι εκπρόσωποι:
Ι. αρχαιότητα:
Πλάτων
– Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η γνώση βασίζεται
στην ανάμνηση των ιδεών. Οι ιδέες
αυτές υπάρχουν αιώνια και τις έχει αντικρίσει η ψυχή πριν να ενσαρκωθεί στο
σώμα.
– Πώς τις ενσαρκώνει η ψυχή; Με
κατάλληλη νοητική άσκηση και με τη μελέτη των μαθηματικών.
– Ο υλικός κόσμος αποτελεί ατελή αντανάκλαση των ιδεών.
ΙΙ. Νεότερη εποχή:
α) Ντεκάρτ
– Σύμφωνα με τον Ντεκάρτ, η γνώση ως συμπαγές οικοδόμημα
στηρίζεται στις πεποιθήσεις που έχουν για θεμέλιό τους
τον ορθό λόγο και γι’ αυτό είναι ακλόνητες.
– Τέτοιες πεποιθήσεις μπορούμε
να παράγουμε με τη μέθοδο της συστηματικής αμφιβολίας.
– Τούτο σημαίνει ότι
διατρέχουμε ένα σύνολο πεποιθήσεων για να επιλέξουμε στο τέλος της διαδικασίας,
κατά την οποία αμφιβάλλουμε, εκείνες τις πεποιθήσεις που δεν μπορούμε
να θέσουμε υπό αμφιβολία.
– κριτήρια για τις αληθείς
ιδέες: η σαφήνεια και η ευκρίνεια.
– Αυτά τα γνωρίσματα καθιστούν
τις ιδέες μας εναργείς.
– Τις βασικές μας ιδέες
τις έχει εμφυτεύσει στο νου μας ο θεός.
– Τι είναι οι
ιδέες μας; Παραστάσεις των θεμελιακών γνωρισμάτων των υλικών και πνευματικών
όντων.
– Πώς τις συλλαμβάνουμε αυτές
τις ιδέες; Άμεσα και με τη βοήθεια της ενόρασης,
δηλαδή χωρίς να καταφεύγουμε σε κάποια συλλογιστική διαδικασία.
– Η απόλυτη
βεβαιότητα, στην οποία κατέληξε ο Ντεκάρτ,
είναι το σκέφτομαι, άρα υπάρχω.
– Αυτή η βεβαιότητα προβάλλει στο
νου μας άμεσα και δεν προκύπτει συμπερασματικά μέσα από κάποια
συλλογιστική διαδικασία. Γι’ αυτό και το συμπερασματικό άρα καθίσταται
περιττό.
– Η εν λόγω βεβαιότητα είναι
το θεμέλιο, πάνω στο οποίο επιχειρεί ο φιλόσοφος να οικοδομήσει τη
γνώση.
– Το βέβαιο του πράγματος
έγκειται στο ότι η σύνδεση των πεποιθήσεών μας με την πραγματικότητα εντοπίζεται στη
σχέση των πεποιθήσεων που στηρίζονται στον ορθό λόγο με
τις πεποιθήσεις που στηρίζονται στην εμπειρική πραγματικότητα.
β) Σπινόζα
γ) Λάιμπνιτς
– Υποστηρίζουν ότι ο νους μας
πρέπει να χρησιμοποιεί τις έμφυτες ιδέες και τις λογικές
αρχές για να μπορεί να κατανοεί βασικές δομές της πραγματικότητας.
δ) Χέγκελ
– ο πιο σημαντικός ορθολογιστής.
– ο ορθός λόγος συντελεί στο να
κατανοήσουμε πλήρως την πραγματική εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας και να
προβλέψουμε την όλη πορεία της.
⇒Χαρακτηριστική ρήση του φιλοσόφου: «αυτό που είναι ορθολογικό,
είναι πραγματικό και αυτό που είναι πραγματικό, είναι
ορθολογικό».
Τα κείμενα
1.
Οι απόψεις του Πύρρωνος για τη γνώση.
Ο Πύρρων καταφέρεται εναντίον όλων των
θεωριών της γνώσης που ζητούν, όπως ζητούσαν οι Στωικοί και οι Επικούρειοι, να
δείξουν ότι ορισµένες αντιληπτικές εµπειρίες µάς δίνουν απόλυτα ακριβή
πληροφόρηση για την αληθινή φύση των (εξωτερικών) αντικειµένων. Η βάση της
κριτικής του είναι ότι δεν µπορούµε να φτάσουµε στα αντικείµενα ανεξάρτητα από
την αισθητηριακή αντίληψη, και ότι η αισθητηριακή αντίληψη δεν µας παρέχει
εγγύηση ότι συλλαµβάνουµε τα πράγµατα όπως πραγµατικά είναι. Συνεπώς, τα αντικείµενα
καθεαυτά δεν προσφέρονται για έλεγχο της αισθητηριακής µας αντίληψης. Η
αισθητηριακή αντίληψη αποκαλύπτει στο υποκείµενο της αντίληψης ´αυτό που
φαίνεταιª (το φαινόµενον)· ωστόσο, ´αυτό που φαίνεταιª δεν µπορεί να
χρησιµοποιηθεί ως έγκυρη µαρτυρία από την οποία να συνάγουµε ´αυτό που είναιª
(το ον). A. Long, Η ελληνιστική φιλοσοφία, Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί, σ.
139
2.
Υπάρχει
ή δεν υπάρχει Θεός; (Ντεκάρτ)
Επιχειρήµατα υπέρ της α ΄ άποψης : 1. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί
υπαρκτός, διότι ένα τέλειο ον, όπως θα πρέπει να είναι ο Θεός, δεν µπορεί να
έχει την ατέλεια του να µην υπάρχει. 2. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί υπαρκτός,
διότι ο κόσµος ως χρονικά και χωρικά πεπερασµένος προέκυψε αναγκαστικά από µια
απέρα- ντη θεϊκή αιτία, η οποία σαν τέτοια δεν προέκυψε από κάτι πρωτύ- τερο,
αλλά είναι ´αιτία του εαυτού τηςª (λατινικά: causa sui). 3. Ο Θεός πρέπει να
θεωρηθεί υπαρκτός, διότι όλες οι ηθικές έννοιες, όπως η υπευθυνότητα, η αρετή,
η δικαιοσύνη κ.λπ., δεν µπορούν να στηριχθούν ικανοποιητικά, αν δεν θεµελιωθούν
πάνω στην ύπαρξη ενός καλού και δίκαιου Θεού.
Επιχειρήµατα υπέρ της β ΄ άποψης : 1. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί
ανύπαρκτος, διότι ως άνθρωποι µπο- ρούµε να κάνουµε µόνο εικασίες σχετικά µε
την ύπαρξή του, που δεν έχουν καµιά ρεαλιστική βάση. 2. Ο Θεός πρέπει να
θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι όχι µόνο δεν από- τελεί ικανοποιητική εξήγηση της
φύσης ως υπερφυσική της αιτία, αλλά έχουν βρεθεί επαρκείς φυσικοί νόµοι (όπως
είναι ο νόµος της εξέλιξης των ειδών, ο νόµος της αφθαρσίας της ύλης κ.λπ.) που
εξηγούν κάθε φυσικό φαινόµενο. 3. Ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί ανύπαρκτος, διότι η
προσφυγή στην ύπαρξή του χαρακτηρίζει ένα ατελές στάδιο του ανθρώπινου πολι-
τισµού, που χάρη στην πρόοδο των επιστηµών αναδείχθηκε εσφαλµένο και ανασχετικό
των ανθρώπινων προσπαθειών για ευηµερία και αυθυπαρξία.
3.
Ο
Πλάτων διακρίνει τη δοξασία (´δόξανª) από τη γνώση (´ἐπιστήµηνª).
Γιατί
να, και οι αληθινές γνώµες όσο καιρό παραµένουν είναι καλό απόκτηµα και όλα τα
κάνουν καλά· δεν θέλουν όµως να µένουν κοντά µας πολύ καιρό, αλλά δραπετεύουν
από την ψυχή του ανθρώπου, ώστε δεν έχουν µεγάλη αξία, ώσπου να δέσει κανείς
τις ίδιες τις αιτίες τους µε σκέψη. Και τούτο είναι, αγαπητέ Μένων, η ανάµνηση,
όπως τη δεχτήκαµε στα προηγούµενα. Και όταν δεθούν, γίνονται πρώτα επιστήµες
και έπειτα µόνιµες. Γιí αυτό ακριβώς η επιστήµη είναι σε µεγαλύτερη τιµή από
την ορθή γνώµη, και διαφέρει η επιστήµη από την ορθή γνώµη ως προς το δεσµό.
Πλάτωνος Μένων, 97e6-98a8, µετάφραση Β. Ν. Τατάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου