Πολιτικά του Αριστοτέλη.
Ενότητα 11η.
Βασικές Ιδέες-Στόχοι.
1.Να γίνει κατανοητό τι είναι «πόλις» κατά τον
Αριστοτέλη.
2.Να διαπιστωθεί η πορεία σκέψης του για να οριστεί η
έννοια.
3.Ορισμός έννοιας και συλλογιστική πορεία του
φιλοσόφου με σκοπό τον ορισμό της στην ουσία δε χωρίζονται.
προχωρεί-στην ειδοποιό διαφορά της από τις άλλες
κοινωνίες
«κυριωτάτη πασῶν(κοινωνιῶν)»
-στο στόχο της: «τοῦ κυριωτάτου πάντων(ἀγαθῶν)».
5.Τελεολογική εξήγηση σύστασης της πόλης: «ὁρῶμεν πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινὸς ἕνεκεν συνεστηκυῖαν-τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα
πράττουσιν πάντες».
6.Πρέπει να γίνει κατανοητή η τελεολογική σκέψη
του φιλοσόφου, δηλαδή το νόημα και ο χαρακτήρας κάθε πράγματος στον κόσμο
βρίσκεται στο σκοπό της ύπαρξής του.
΄Ετσι: σκοπός ύπαρξης της πόλης είναι το Αγαθό.
7.Σύνδεση ήδη πόλης-πολίτη από το φιλόσοφο(πάντες)=επιδίωξη
αγαθού ως σκοπού όλων των πολιτών με την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού της
πόλης.
8.Πορεία συλλογισμού:από τα γενικά στα
επιμέρους(λειτουργική χρήση του «πᾶς»)=παραγωγική.
- κάθε
πόλη είναι κοινωνία
- κάθε
κοινωνία έχει συγκροτηθεί χάριν κάποιου αγαθού
- ΄Αρα:όλες
οι κοινωνίες αποβλέπουν σε κάποιο αγαθό
- η
κυριότατη όλων των κοινωνιών,δηλαδή η «πόλις»,αποβλέπει στο κυριότατο των
αγαθών.
9.Η κάθε κοινωνία αποβλέπει σ’ ένα αγαθό ανάλογο του
χαρακτήρα της.
Μετάφραση.
Επειδή βλέπουμε ότι η κάθε πόλη είναι ένα είδος
κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα έχει συγκροτηθεί για την επίτευξη κάποιου
αγαθού(ό,τι κάνουν,πράγματι,οι άνθρωποι το κάνουν για να πετύχουν κάτι που το
θεωρούν καλό)πρόδηλα όλες επιδιώκουν κάποιο αγαθό,προπάντων αυτή που είναι
ανώτερη από όλες και κλείνει μέσα της όλες τις άλλες επιδιώκει το ανώτερο όλων
των αγαθών.Αυτή είναι η λεγόμενη πόλη ή κοινωνία πολιτική.
Ερμηνευτικά.
1.Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν=και στα Φυσικά του ο Αριστοτέλης αρχίζει από
τα γενικά και κατόπιν αναφέρεται στα επιμέρους θέματα.Το όλον προπορεύεται του
μέρους. Με την έκφραση «πᾶσαν πόλιν»
θέτει σε οντολογική προτεραιότητα το σύνολο,την πόλη έναντι του
ατόμου.Πβ.Φυσικά 189 b 31 «ἔστι γὰρ κατὰ φύσιν τὰ κοινὰ πρῶτον εἰπόντας οὕτω τὰ περὶ ἕκαστον ἴδια θεωρεῖν».Είναι φανερό ότι η εφαρμογή ίδιας μεθόδου
υποδηλώνει τη σύλληψη όλων αυτών των φαινομένων ως ομοίων. Από την άλλη, τα
επιχειρήματά του στηρίζονται στην παρατήρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας,
στα θετικά στοιχεία της εμπειρίας και όχι στην αφηρημένη σκέψη. ΄Ετσι ο
φιλόσοφος είναι εμπειρικός και όχι θεωρητικός.
2.κοινωνία=Η σημασία της λέξης δεν είναι παρά
μια ομάδα ανθρώπων που συνυπάρχουν, συνεργάζονται, συμμετέχουν σε κάποιες
διαδικασίες έχοντας ένα κοινό σκοπό, ένα επιμέρους η καθεμιά συμφέρον. Για παράδειγμα,
μια κοινωνία ναυτικών επιδιώκει απόκτηση χρημάτων ή κάτι ανάλογο,πολεμιστών την
απόκτηση χρημάτων ή τη νίκη ή την κατάκτηση μιας πόλης κλπ.΄Όμως η «κυριωτάτη
πασῶν» εμπεριέχει
όλες αυτές τις επιμέρους κοινότητες και είναι η υπέρτατη μορφή που επιδιώκει το
σπουδαιότερο αγαθό,την ευδαιμονία όλων των μελών της,αγαθό που αφορά όχι
στο παρόν,αλλά σ΄όλο το βίο. Και εύλογα, καθώς ο όρος κοινωνία σημαίνει
συμμετοχή των ανθρώπων στις δραστηριότητες του συνόλου, αυτή η συμμετοχή πρέπει
να αντιληφθούμε ότι δε γίνεται κατά τρόπο συμβατικό και περιπτωσιακό(σοφιστές),
αλλά συνιστά μια φυσική ενέργεια, σταθερή, μόνιμη και αναγκαία.
3. ἀγαθοῦ τινὸς ἕνεκα συνεστηκυῖα…μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων…= σκοπός είναι η κοινή ωφέλεια. Πρόκειται για τελικό
αίτιο, περί τελολογίας που είναι και η βάση της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη.Και
μάλιστα δεν υπαγορεύει τη σύσταση του «οίκου» και την «κοινωνία» συνειδητός
σκοπός, αλλά ορμέμφυτο και ανάγκη για τη διατήρησή της,που επιβάλλεται στα
άτομα ως προϋπόθεση διασφάλισης ζωής. Το υπέρτατο αγαθό(πβ.Η.Ν.1160α 8…)που
επιδιώκουν με τις πράξεις τους οι άνθρωποι είναι η ευδαιμονία, για την
οποία λόγος γίνεται διεξοδικά στο πρώτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων.
Αυτή είναι υπέρτατο αγαθό στον ηθικό βίο του ανθρώπου.Για τον Αριστοτέλη όμως η
ευδαιμονία είναι και ο προορισμός της πόλεως και αυτό σημαίνει ταύτιση του
υπέρτατου αγαθού του πολίτη με το υπέρτατο αγαθό της πόλης.Η ατομική
ευδαιμονία εξαρτάται από τις πράξεις των ανθρώπων ως ατόμων και η ευδαιμονία
της πόλης εξαρτάται πάλι από τις πράξεις των ανθρώπων ως πολιτών. Άρα,η
ηθική φιλοσοφία είναι εν τέλει μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας.
4. τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος…πράττουσι πάντες= ό,τι θεωρούν αγαθό οι άνθρωποι αγωνίζονται και
κάνουν τα πάντα, για να το πραγματοποιήσουν.Κάνουν όμως το σωστό και αληθινό;
Γι΄αυτό και ο Αριστοτέλης, ενώ ταυτίζει το αγαθό προς τον τελικό επιδιωκόμενο
σκοπό, εντούτοις η έννοια σχετικοποιείται ανάλογα το υποκείμενο που επιδιώκει
την πραγμάτωσή του.΄Οσο ανώτερο ον είναι το υποκείμενο, τόσο υψηλότερο και το
αγαθό. Τα ζώα, για παράδειγμα, επιδιώκουν το αγαθό τους, να διασφαλίσουν δηλαδή
την ανάπτυξη της φυσικής ζωής. Για τον άνθρωπο όμως αγαθό είναι η ευδαιμονία,
που επιτυγχάνεται με την ενάρετη ζωή, ενώ η διασφάλιση της ανάπτυξης της
φυσικής ζωής του είναι το μέσον. Επιπλέον, το σημείο αυτό του λόγου είναι
δηλωτικό της σύνδεσης έμμεσα του πολίτη με την πόλη. Για τον
Αριστοτέλη, η ευδαιμονία του ανθρώπου είναι ενέργεια της ψυχής σύμφωνα με τους
κανόνες της αρετής και είναι το πιο σημαντικό από τα αγαθά που μπορούν να
πραγματοποιηθούν. Η ευδαιμονία είναι όμως και ο υπέρτατος στόχος της πόλης. Άρα
υπάρχει σύμπτωση μεταξύ ατομικού και κοινωνικού αγαθού. Για να επιτύχει το
άτομο την ευδαιμονία πρέπει να λειτουργήσει με βάση την αρετή με την έννοια της
μεσότητας. Η ευδαιμονία της πόλης πάλι κατακτάται με τις ενέργειες των ατόμων
ως πολιτών πλέον που ζουν και δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη πολιτεία. Αυτή
η ταύτιση ατομικού και κοινωνικού αγαθού δείχνει πως οι πράξεις και η
συμπεριφορά των ατόμων έχουν και πολιτικό περιεχόμενο, αφού η ευδαιμονία του
μικρού ή μεγάλου συνόλου εξαρτάται άμεσα από τις πράξεις των ατόμων μιας πόλης.
5. πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται=ό,τι ισχύει για τα άτομα ισχύει και για τις
κοινωνίες,οι οποίες αποτελούν φυσική ανάπτυξη άλλων μονάδων(οικογένεις) και
επιδιώκουν κάποιο αγαθό.Προφανώς ο σκοπός της κοινωνίας είναι ανώτερος από το
σκοπό ενός ατόμου.
6.Αὕτη δ’ ἐστὶν ἡ καλουμένη πόλις= Αν και ο Αριστοτέλης έζησε προς το τέλος της χρυσής
εποχής της ελληνικής πόλης-κράτους και βρισκόταν σε στενή επαφή τόσο με το
Φίλιππο όσο και με τον Αλέξανδρο, ως ανώτατη μορφή της ως τότε πολιτικής ζωής,
και μάλιστα ως την ανώτερη δυνατή μορφή, θεωρούσε την πόλη-κράτος και όχι την αυτοκρατορία.
Κάθε μεγαλύτερη κρατική μονάδα αποτελούσε για τον Αριστοτέλη είτε φυλή είτε
άθροισμα ατόμων… (W. D. Ross, Αριστοτέλης, Μ.Ι.Ε.Τ, σελ.336)
7. Η τελεολογική σκέψη του Αριστοτέλη στο
συλλογισμό που διατυπώνει
Στο συλλογισμό που διατυπώνει ο Αριστοτέλης
προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πόλη είναι η τελειότερη μορφή
κοινωνίας και επομένως επιδιώκει το ανώτερο από όλα τα αγαθά, αποτελεί κυρίαρχο
στοιχείο η άποψή του ότι «κάθε κοινότητα έχει συγκροτηθεί για την επίτευξη
κάποιου σκοπού» και ότι «οι άνθρωποι ό,τι κάνουν το κάνουν για να πετύχουν κάτι
που το θεωρούν καλό». Με βάση μάλιστα αυτές τις σκέψεις καταλήγει και στο
συμπέρασμα ότι «η πόλη επιδιώκει το ανώτερο από αυτά τα αγαθά». Είναι φανερό
ότι και στο συλλογισμό αυτό είναι διάχυτη η αντίληψή του πως «η φύση τίποτε δεν
κάνει μάταια» (ἡ φύσις οὐδὲν ποιεῖ μάτην), πως σε κάθε πράγμα υπάρχει κι ένας σκοπός. Γι' αυτό
και το νόημα και ο χαρακτήρας κάθε πράγματος στον κόσμο πρέπει να αναζητηθεί
στο σκοπό της ύπαρξής του (W. D. Ross). Στη συγκεκριμένη ενότητα ο
Αριστοτέλης αναφέρεται γενικά στο σκοπό που έχουν οι διάφορες κοινωνίες (μόρια
της πολιτικής κοινωνίας τις θεωρεί ο Αριστοτέλης) και στον ανώτερο σκοπό που
έχει η ανώτερη από όλες τις κοινότητες, η πόλη. «Τὸ κυριώτατον
πάντων» που επιδιώκει η
πόλη είναι η «ευδαιμονία», για την οποία μίλησε διεξοδικά στο πρώτο βιβλίο των Ηθικών
Νικομαχείων. Την ευδαιμονία αυτή, που είναι το υπέρτατο αγαθό, την
επιδιώκουν οι άνθρωποι τόσο ως άτομα όσο και ως πολίτες. Επομένως, η
επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού όλων των ανθρώπων συνδέεται άμεσα με την επιδίωξη
του αγαθού ως σκοπού της πόλης.
8. πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν
Με το ρήμα «ὁρῶμεν» που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης επιβεβαιώνει αυτό
που ήδη έχει διαπιστωθεί, ότι δηλαδή συνηθίζει να αντλεί παραδείγματα από την
καθημερινή εμπειρία, από τις εικόνες και τις παραστάσεις της καθημερινής ζωής.
Προσέχοντας τη γύρω πραγματικότητα αντλεί από αυτήν τα (λογικά) επιχειρήματα
και στη συνέχεια τα επιχειρήματα αυτά τα χρησιμοποιεί για να προωθήσει τη σκέψη
του και να εξαγάγει τα συμπεράσματά του. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό το
παράδειγμα με τα συμπεράσματα που συνήγαγε από τη «συμπεριφορά» της φωτιάς και
της πέτρας (Ηθικά Νικομάχεια). Επομένως, πρόκειται για φιλόσοφο που
στηρίζεται στην εμπειρία,για να διατυπώσει στη συνέχεια τις θεωρίες του.Για τον
Αριστοτέλη μόνη της η ύλη δεν είναι ποτέ συγκεκριμένη. Θέλει τη μορφή του το
κάθε ον, το οποίο και με τις αισθήσεις αντιλαμβανόμαστε. Έτσι ο Αριστοτέλης
συνδυάζει χαρακτηριστικά θετικού και θεωρητικού φιλοσόφου ταυτόχρονα.
9. ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας
Η πόλη - κράτος είναι, κατά τον Αριστοτέλη, μία
κοινότητα ανώτερη απ’ όλες τις άλλες, καθώς είναι το τελικό στάδιο της
ολοκλήρωσης των κοινωνιών,είναι το «τέλος» και γι' αυτό εξασφαλίζει την
αυτάρκεια και το «εὖ ζῆν» (οι πρώτες
μορφές κοινωνικής οργάνωσης είναι η «οίκία», δηλ. η οικογένεια και η «κώμη»,
δηλ. ο συνοικισμός, που προήλθε από την ένωση πολλών οίκιών. Η πόλη όμως είναι
και μια κοινωνία που κλείνει μέσα της όλες τις άλλες, που αποτελούν τα μόρια
της πολιτικής κοινωνίας. Τα μόρια της πολιτικής κοινωνίας είναι διάφορες
κοινωνίες που η καθεμιά τους έχει ένα επιμέρους συμφέρον: όσοι πολεμούν μαζί
επιδιώκουν τον πλούτο, τη νίκη ή την κατάκτηση μιας πόλης, οι ναυτικοί, που
αποτελούν μια άλλη επιμέρους «κοινωνία», έχουν στόχο την απόκτηση χρημάτων, και
τα ίδια περίπου συμβαίνουν σε όσους ανήκουν σε μια φυλή ή σ’ ένα δήμο. Αυτές
τις κοινωνίες ο Αριστοτέλης τις θεωρεί «μόρια» της πολιτικής κοινωνίας και
υποδεέστερες από την πολιτική κοινωνία, γιατί αυτές στοχεύουν στο ειδικό κατά περίπτωση
συμφέρον,στο συμφέρον της στιγμής, ενώ η πολιτική κοινωνία στοχεύει σ' αυτό που
αφορά «ἅπαντα τὸν βίον».
Ο Αριστοτέλης, όπως είναι γνωστό, έγραψε τα Πολιτικά
ύστερα από τα 'Ηθικά Νικομάχεια, γιατί η διδασκαλία του περί ηθικής
αποτελεί μέρος της πολιτικής του θεωρίας, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί
ως μια διδασκαλία κοινωνικής ηθικής (Δ. Λυπουρλής). Τα Πολιτικά, λοιπόν,
ως επιστημονική μελέτη έχουν θέμα τους τον πολίτη, την πόλη-κράτος, τα
πολιτεύματα και γενικότερα καθετί που έχει σχέση με ό,τι καλούμε πολιτική
θεωρία και πολιτική τέχνη. Ξεκινώντας από την πόλη-κράτος
θέλει ο φιλόσοφος να υπερασπιστεί την πολιτική αυτή κοινότητα από τις δοξασίες
των σοφιστών, οι οποίοι θεωρoύσαν την ύπαρξή της ως θεσμό συμβατικό, που δεν
μπορεί να απαιτήσει από τα μέλη του δεσμούς πίστης και αφοσίωσης. Ο
Αριστοτέλης αρχίζει την εξέταση των πολιτικών πραγμάτων από τη γενική έννοια
της πόλης και όχι από τον πολίτη, γιατί θεωρεί ότι η πόλη-κράτος έχει
οντολογική προτεραιότητα έναντι του ατόμου. Η πόλη-κράτος, λέει ο
Αριστοτέλης, συνιστά ένα είδος κοινότητας, της οποίας τα μέλη επικοινωνούν
μεταξύ τους και συμμετέχουν σε ενέργειες, οι οποίες αποσκοπούν στην ικανοποίηση
συγκεκριμένων αναγκών. Όμως η συμμετοχή και η σύμπραξη αυτή δεν γίνεται κατά
τρόπο συμβατικό και περιπτωσιακό, αλλά αποτελεί μια φυσική και σταθερή
ενέργεια.
Από τα Ηθικά Νικομάχεια μαθαίνουμε ότι η
ενέργεια αυτή και ο δεσμός που ενώνει τα μέλη της πολιτικής αυτής κοινότητας,
δηλαδή της πόλης-κράτους, είναι η φιλία, η οποία αποτελεί ένα
είδος κοινωνικής προσέγγισης και συμπάθειας. Η φιλία, αν και η ίδια δεν
αποτελεί τον σκοπό της πόλης-κράτους, αποτελεί όμως την προϋπόθεση για την
επίτευξη του σκοπού κάθε πολιτείας. Και τούτο γιατί «γάμοι, θρησκευτικές
γιορτές και κοινωνικές επαφές, που είναι το αποτέλεσμα της φιλίας, ανήκουν στη
συνειδητή οργάνωση της ζωής μέσα στην πόλη»(W. Kullmann, Η πολι τική σκέψη
του Αριστοτέλη, σελ 165). Τέλος, ο Αριστοτέλης λέει συμπερασματικά: όπως
κάθε ον και κάθε κοινωνία επιδιώκουν την πραγμάτωση ενός αγαθού, είναι φυσικό
και λογικό και η σπουδαιότερη και σημαντικότερη κοινωνία, η οποία περιλαμβάνει
όλες τις άλλες, να αποσκοπεί σε ένα αγαθό ανώτερο από όλα τα άλλα. Αυτή,
λοιπόν, η ανώτατη πολιτική κοινωνία, η οποία στοχεύει στο υπέρτατο αγαθό, είναι
η πόλη-κράτος.
Η «πόλις» είναι
μια ειδικότερη μορφή κοινότητας με ορισμένα πρόσθετα γνωρίσματα που
συνιστούν την ειδοποιό διαφορά της.
- Είναι
πολιτικά οργανωμένη, αυτόνομη και ανεξάρτητη και χαρακτηρίζεται από κοινό για
όλους τους πολίτες της τρόπο διακυβέρνησης.
- Οι
τελευταίοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις, μετέχουν
στις ίδιες λατρευτικές εκδηλώσεις και βιώνουν την κοινή πολιτιστική
παράδοση.
- Επιπλέον,
η «πόλις» είναι κυρίαρχη πολιτική οντότητα μέσα σε συγκεκριμένα γεωγραφικά
όρια, που αντιστοιχούν σε περιορισμένη, συνήθως, εδαφική επικράτεια, και
έχει στο κέντρο της το «άστυ», που συνήθως είναι οχυρωμένο.
Οι Έλληνες έβλεπαν στην πόλη την ιδανική μορφή
πολιτικής οργάνωσης και με εξαίρεση ορισμένες πρόσκαιρες και εφήμερες συμμαχίες
για την αντιμετώπιση ενός κοινού εχθρού δεν είχαν συλλάβει την ιδέα ενός
ευρύτερου εθνικού κράτους. Οι απαρχές ενός τέτοιου σχηματισμού θα σημειωθούν
στην εποχή της παρακμής των νότιων ελληνικών πόλεων και της επικράτησης των
Μακεδόνων. Αν στην ελληνική πόλη θα μπορούσε, με τα σημερινά κριτήρια, να
προσάψει κανείς τη νοοτροπία του τοπικισμού και τους κλειστούς ορίζοντες, θα
έπρεπε, παράλληλα, να της αναγνωρίσει την ισχυρή παρουσία του πνεύματος της
κοινότητας,την άμεση και ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά και τη
δυναμική σύλληψη της παιδευτικής διαδικασίας. Χάρη στην τελευταία, οι πολίτες
(δια)μορφώνονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, καθώς οικειοποιούνται τα
ζωντανά στοιχεία της παράδοσης, παρακολουθούν στο θέατρο τις διδασκαλίες
δραμάτων, παίρνουν μέρος στη λειτουργία των θεσμών, ζουν στην κυριολεξία τα
πολιτικά δρώμενα και «εισπνέουν» την περιρρέουσα πολιτιστική ατμόσφαιρα.
10. Να συγκρίνετε την άποψη του Αριστοτέλη για τη
σύσταση της πόλης με την άποψη του Πρωταγόρα στον ομώνυμο διάλογο και την άποψη
του Πλάτωνα στην Πολιτεία, επισημαίνοντας διαφορές και κοινά σημεία.
Ο Αριστοτέλης επιθυμεί να αντικρούσει τις απόψεις των
σοφιστών ότι η ύπαρξη της πόλης είναι συμβατική, οφείλεται στο θετό νόμο και
επομένως αντίθετη στη φύση του ανθρώπου(Πβ. Πολιτικά 1280b10-11:Καὶ ὁ νόμος συνθήκη καὶ, καθάπερ ἔφη Λυκόφρων ὁ σοφιστής, ἐγγυητής ἀλλήλοις τῶν δικαίων, ἀλλ’ οὐχ οἷος ποιεῖν ἀγαθούς και δικαίους τους πολίτας).Ο Πρωταγόρας ανήκει
στους σοφιστές που υπερασπίζονται το νόμο, εξηγεί τη σύσταση της πόλης από την
ανάγκη(ανάγκη προστασίας από τα θηρία, ανάγκη επιβίωσης), αλλά τονίζει ότι
δίχως την ανάπτυξη αἰδοῦς και δίκης, της πολιτικής αρετής δηλαδή, δεν μπορεί να
υπάρχει πόλη. Δυνάμει στον άνθρωπο υπάρχει η ανάπτυξη της πολιτικής αρετής,
αναπτύσσεται όμως με τη διδασκαλία, την άσκηση, τη ζωή στην κοινωνία.
Φυσικά, η άποψη αυτή διαφέρει από την άποψη του
Αριστοτέλη, που πιστεύει ότι η πολιτική κοινότητα «ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως»
(φύσει ἐστὶν), δηλαδή ούτε
από εξωτερική ανάγκη δημιουργήθηκε ούτε με συμφωνία μεταξύ των μελών της. Για
τον Αριστοτέλη η κοινωνία προϋπάρχει των μελών της. Η τάση λοιπόν για
συμμετοχή στην πολιτική κοινότητα δεν είναι αποτέλεσμα εξωτερικών συνθηκών αλλά
εσωτερική φυσική προδιάθεση.
Ως προς τους σκοπούς της πολιτικής κοινότητας υπάρχει
όχι αντίθεση, αλλά διαφοροποίηση. Εδώ ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η οργανωμένη
κοινωνία έχει σκοπό να εξασφαλίζει το «ζῆν», δηλαδή τις βασικές ανάγκες για την επιβίωση των
μελών και στη συνέχεια την αυτάρκεια, την τέλεια ζωή(εὖ ζῆν), όπου
καταξιώνεται με τη αρετή η ύπαρξή τους. Ο Αριστοτέλης διακηρύσσει πως η
πολιτική κοινότητα είναι μια κοινωνία όχι μόνο «για να μην αδικούν οι άνθρωποι
ο ένας τον άλλο, αλλά και για να εξασφαλίσει την ευδαιμονία...την ολοκληρωμένη
και αυτάρκη ζωή»(Αριστ. Πολιτ. 1280b 30,βλ.Φωτ.).
Ο Πρωταγόρας δε βλέπει ως σκοπό της πολιτικής
κοινότητας την «αυτάρκεια», όπως την εννοεί ο Αριστοτέλης. Γι' αυτόν
κύριος σκοπός της πολιτικής κοινότητας είναι η ασφάλεια και η άμυνα απέναντι
στις εξωτερικές συνθήκες. Δε φαίνεται να θεωρεί την κοινότητα απαραίτητο όρο
για την ευδαιμονία, αν υπήρχε τρόπος να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι. Μόνο με
τη φωτιά και τις τεχνικές επιδεξιότητες ο άνθρωπος κατακτά την “εὐπορίαν βίου”,
πριν ακόμη δημιουργήσει πόλεις. Ο Πρωταγόρας, τέλος, θεωρεί απολύτως αναγκαία
την επιβολή της δικαιοσύνης και του αλληλοσεβασμού για την επιβίωση της
πολιτικής κοινότητας.
Κατά τον Πλάτωνα(Πολιτεία 369 bc)αιτία της σύστασης πόλεων είναι η έλλειψη αυτάρκειας
του ανθρώπου ως ατόμου και η αλληλεγγύη. Η αλληλεγγύη εξηγείται ως στάση που
οδηγεί στον καταμερισμό εργασίας και τη εξειδίκευση στην οποία στηρίζεται η
ανάπτυξη της πόλης.
Ο Αριστοτέλης, όπως αναφέραμε, δίνει πολύ μικρότερη
σημασία σ' αυτήν την ανάγκη, αφού κατά την άποψή του η κοινωνία «φύσει ἐστί». Στον
άνθρωπο προϋπάρχει, δε χρειάζεται να επιβληθεί η ικανότητα να αντιλαμβάνεται το
δίκαιο και το άδικο, το καλό και το κακό. Βασική θέση του Αριστοτέλη είναι ότι
η πόλις είναι αποτέλεσμα μιας φυσικής εξελικτικής πορείας(άνθρωπος –οίκος
-κώμη-πόλη)που είναι εκδήλωση της έμφυτης τάσης του ανθρώπου να συστήνει
κοινωνίες και που οδηγεί στη δημιουργία της πόλεως, της τελειότερης μορφής ανθρώπινης
κοινωνίας.
Γενικά
Ο Αριστοτέλης έγραψε τα Πολιτικά ύστερα από τα Ηθικά
Νικομάχεια,διότι η διδασκαλία του περί ηθικής αποτελεί μέρος της πολιτικής
του θεωρίας.Θέμα τους έχουν τον πολίτη,πόλη-κράτος,πολιτεύματα και οτιδήποτε
σχετίζεται με αυτό που καλείται πολιτική θεωρία και πολιτική τέχνη.Μάλιστα
από τα Ηθικά Νικομάχεια μαθαίνουμε ότι η σταθερή και φυσική ενέργεια συμμετοχής
στην κοινωνία και ο δεσμός που ενώνει τα μέλη της πολιτικής αυτής
κοινότητας,δηλαδή της πόλης-κράτους,είναι η φιλία που αποτελεί είδος
κοινωνικής προσέγγισης και συμπάθειας.Γάμοι,θρησκευτικές γιορτές και κοινωνικές
επαφές,που είναι αποτέλεσμά της,ανήκουν στη συνειδητή οργάνωση της ζωής μέσα
στην πόλη.Η πόλη-κράτος συνιστά για τον Αριστοτέλη ένα είδος κοινότητας,της
οποίας τα μέλη επικοινωνούν μεταξύ τους και συμμετέχουν σε ενέργειες,οι οποίες
αποσκοπούν στην ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών.
Ο Aριστοτέλης θέλει προκαταβολικά να διαβεβαιώσει ότι
η πόλη-κράτος των Ελλήνων είναι διακεκριμένη μορφή ανάμεσα στα είδη των άλλων
πολιτικών σχηματισμών.Να αποθαρρύνει,επίσης,εύκολους παραλληλισμούς ανάμεσα σε
έναν πολίτη ή και πολιτικό αυτού του σχηματισμού και στους ρυθμιστές κανόνων
μιας οικογένειας,για παράδειγμα,ή μοναρχίας.
Το σημαντικό είναι ότι ο αρχηγός της πόλης θέτει
κανόνες μεταξύ ίσων,σε πολίτες της ίδιας με τον ίδιο κατάστασης.Αν έχει κάποιον
στο μυαλό του ο Αριστοτέλης,προφανώς,αυτός είναι ο Πλάτων(Πολιτικός 258e)και ο Σωκράτης,ίσως και ο
Ξενοφών(Απομνημονεύματα,ΙΙΙ,ΙV,12).Ωστόσο οι απόψεις του μπορεί να γίνουν κατανοητές
και από κάποιον που δεν έχει αναλύσει αναγκαστικά την έννοια της πόλης.
Η μέθοδός του είναι αναλυτική. Πιστεύει
ακράδαντα ότι ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας και ο σκοπός μιας πόλης σαν ένωσης
μπορεί να ανακαλυφθεί μόνο εξετάζοντας το χαρακτήρα και το σκοπό της πολιτικής
τους μερίδας, πχ. οικογένεια, κοινωνικές τάξεις…΄Ετσι,εύκολα αναδύεται:
- η
βασική του μέθοδος,η θεμελιώδης τελεολογική αντίληψη,έτσι ώστε η
πολιτεία να επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία ή σκοπό.
- Η
μεθοδολογική πρακτική που έχει ήδη εφαρμόσει και σε άλλα του έργα,όπως στα
βιολογικά του συγγράμματα,στα οποία εξετάζει τις λειτουργίες μιας ομάδας
ζώων για να μοιράσει αυτές τις ανακύπτουσες λειτουργίες σε ένα ξεχωριστό.
Από το γένος στο είδος=παραγωγικός συλλογισμός
Αυτά είναι ένας οδηγός για τη μέθοδο που θα εφαρμόσει
κι εδώ ο Αριστοτέλης,για να ανακαλύψει τη λειτουργία και το σκοπό της
πόλης-κράτους. Μια απόλυτα ελληνιστική μέθοδο για το μυαλό του Αριστοτέλη είναι
αυτό το εγχείρημα παραλληλισμού.
Ο Αριστοτέλης είναι ορθολογιστής.Υποστηρίζει τις
απόψεις του στη γνώση του γενικού, πράγμα που επιτυγχάνεται με το νου. Η
εμπειρία παρέχει ανεπεξέργαστες πληροφορίες για τα πράγματα,μας πληροφορεί για
το «ότι» των πραγμάτων,ο νους συλλαμβάνει το «διότι» σχετικά με αυτά, τις
αιτίες και το «καθόλου», το «γενικό».Υπογραμμίζει, ωστόσο, πάντα τη σημασία της
εμπειρίας. Για την εξέταση του γενικού χρειάζεται την επαγωγή. Κι εδώ οι
αισθήσεις είναι αναγκαίες. Πβ.Αναλ.Ύστερα,81b 5-9: «ἐπαχθῆναι δὲ μὴ ἔχοντας αἴσθησιν ἀδύνατον.Τῶν γὰρ καθ’ ἕκαστον ἡ αἴσθησις.οὐ γὰρ ἐνδέχεται λαβεῖν αὐτῶν τὴν ἐπιστήμην, οὔτε γὰρ ἐκ τῶν καθόλου ἄνευ ἐπαγωγῆς, οὔτε δι’ ἐπαγωγῆς ἄνευ τῆς αἰσθήσεως».
Επιπλέον…
- «καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»: Ο Αριστοτέλης διατυπώνει την άποψη ότι η
κοινωνία συγκροτείται για κάποιο αγαθό. Εδώ έγκειται και μια από τις
βασικότερες θέσεις της αριστοτελικής φιλοσοφίας: πρόκειται για την άποψη
του φιλοσόφου ότι όλα γίνονται για κάποιο σκοπό, εμφανής είναι ο τελολογικός
χαρακτήρας της φιλοσοφίας του Αριστοτέλης. Σε κάθε πράξη, ενέργεια,
κατάσταση ο φιλόσοφος έβλεπε την ύπαρξη ενός λόγου, για τον οποίο γινόταν.
Η φύση άλλωστε γι αυτόν τίποτα δεν κάνει μάταια. Η λέξη «αγαθό» πάντως δεν
πρέπει να εννοεί απαραίτητα κάτι ηθικό, αλλά σίγουρα ωφέλιμο για το άτομο,
την ομάδα, το σύνολο. Άρα έχουμε και διαφορετικό προσδιορισμό του
αγαθού.Ωστόσο, στη συνέχεια ο Αριστοτέλης θα σπεύσει να αποτρέψει
οποιαδήποτε ταύτιση του αγαθού με ανήθικες πράξεις
- «τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος
ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες»: ο άνθρωπος κάνει αυτό που του φαίνεται αγαθό,
δηλαδή δε σημαίνει ότι ό,τι πράττει είναι απαραίτητα και αγαθό.
Προβάλλεται μια έννοια υποκειμενικότητας, καθώς σε κάθε άνθρωπο μπορεί να
φαίνεται σωστό κάτι διαφορετικό. Βέβαια στα Ηθ. Νικ. έσπευσε να
ξεκαθαρίσει την έννοια της αρετής και της μεσότητας και να μετριάσει τον
υποκειμενισμό. Άρα και εδώ μπορούμε να πούμε ότι όσο πιο λογικός και
συνετός είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο ορθή θα είναι η άποψή του για το αγαθό.
Επιπλέον, με το γαρ, έχουμε και σύνδεση ατομικού και συλλογικού
συμφέροντος. Η στάση των πολιτών διαμορφώνει το χαρακτήρα της πόλης, αλλά
και η εικόνα που παρουσιάζει η πόλη είναι αυτή που προσδιορίζει και την
εικόνα των μελών της και επομένως έχουμε ταύτιση ατομικού και συλλογικού
συμφέροντος.
- Αντικειμενικότητα
θέσεων:
- Οκτώ φορές χρήση της λέξης πᾶς, άρα καθολικός χαρακτήρας απόψεων
- Χρήση της λέξης ὁρῶμεν: όσοα λέει είναι στοιχεία
αντιληπτά από όλους
- Χρήση του δῆλον (ἐστὶν), δηλαδή όλα είναι φανερά σε όλους
- Χρήση οριστικής έγκλισης=βεβαιότητα
λεγομένων και αντικειμενική αποδοχή
Η
τελεολογική θεώρηση της έννοιας «πόλις»
Στο
κείμενο εντοπίζονται ορισμένες φράσεις που αποδεικνύουν ότι ο Αριστοτέλης
εξετάζει τελεολογικά την έννοια «πόλις» καθώς και τις άλλες μορφές κοινωνικής
συνύπαρξης. Εξετάζει δηλαδή τα παραπάνω σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο
υπάρχουν και τον οποίο προσπαθούν να επιτύχουν. Σύμφωνα με την τελεολογική
αντίληψη του φιλόσοφου καθετί έχει δημιουργηθεί για να επιτελέσει έναν
συγκεκριμένο σκοπό («τέλος») και να φτάσει στην τελείωση, την ολοκλήρωσή του.
Έτσι και η πολιτική κοινωνία, όπως και κάθε κοινωνική ομάδα, συστάθηκε και
υπάρχει για να επιτύχει έναν σκοπό. Ο σκοπός μάλιστα της πολιτικής κοινωνίας
είναι ο ανώτερος, η ευδαιμονία όλων των πολιτών της. Συνδέει στο σημείο αυτό ο
Αριστοτέλης τον άνθρωπο-πολίτη («πάντες») με την πόλη, δηλαδή την επιδίωξη του
αγαθού ως σκοπού όλων των ανθρώπων με την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού της
πόλης. Συγκεκριμένα, σ’ αυτό το κείμενο το «τελικό αίτιο» υποδηλώνεται με τις
εξής φράσεις:
«πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν … καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν» και «πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται»,
δηλαδή όλες οι κοινωνίες έχουν συσταθεί για την επίτευξη ενός σκοπού, του
αγαθού,
«τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες», δηλαδή όλοι
κάνουν τα πάντα για έναν σκοπό, το αγαθό,
«μάλιστα
δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη», δηλαδή η «πόλις» που είναι
ανώτερη μορφή κοινωνίας στοχεύει στο ανώτερο αγαθό, δηλαδή την ευδαιμονία.
- Ο συλλογισμός του Αριστοτέλη που αποδεικνύει ότι η πόλη είναι η
τελειότερη μορφή κοινωνίας και αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά.
Σε αντίθεση με τα Ηθικά Νικομάχεια, όπου ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε γενικά επαγωγικούς συλλογισμούς, παρατηρούμε ότι σ’ αυτή την ενότητα κάνει χρήση παραγωγικών συλλογισμών. Ξεκινάει, δηλαδή, με μια γενική πρόταση κι έπειτα προχωρεί στην εξέταση των επιμέρους περιπτώσεων. Έτσι, με την έκφραση «πᾶσαν πόλιν» ξεκινά από τα γενικά και θέτει σε οντολογική προτεραιότητα το σύνολο, δηλαδή την πόλη, έναντι του ατόμου. Κατά βάθος πίστευε ότι είναι «κατὰ φύσιν» να αναφερόμαστε πρώτα στα κοινά, στα γενικά θέματα, και ύστερα να περνούμε στα ειδικά, στα επιμέρους ζητήματα («τὰ περὶ ἕκαστον ἴδια»). Επιπλέον, η χρήση του ρήματος «ὁρῶμεν» υποδηλώνει ότι ο φιλόσοφος στηρίζει τα λογικά του επιχειρήματα στην παρατήρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και στην εμπειρία. Το ίδιο είχε κάνει και στην 1η ενότητα των Ηθικών Νικομαχείων με τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς. Τα επιχειρήματα αυτά τα χρησιμοποιεί για την προώθηση της σκέψης του και για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Συνδύαζε τα χαρακτηριστικά του θετικού επιστήμονα με τη θεωρητική φιλοσοφική σκέψη. Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι ήταν εμπειρικός (θετικός) και όχι θεωρητικός φιλόσοφος. Ας δούμε όμως αναλυτικά την πορεία της σκέψης του:
α) Αρχικά, χρησιμοποιεί παραγωγικό συλλογισμό, για να αποδείξει ότι η «πόλις» είναι μια μορφή κοινωνικής συνύπαρξης που αποβλέπει σε ένα αγαθό. Ο συλλογισμός του έχει ως εξής:
1η
προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής
συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
2η
προκείμενη: η πόλη-κράτος είναι μια κοινωνία - μορφή
κοινωνικής συνύπαρξης «πᾶσαν
πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν»
Συμπέρασμα:
όλες οι κοινωνίες αποβλέπουν σε κάποιο αγαθό –και– η κυριότερη από όλες τις
κοινωνίες αποβλέπει στο κυριότατο από όλα τα αγαθά «πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται» και «τοῦ κυριωτάτου πάντων.
β)
Το δεύτερο μέρος του συμπεράσματος ότι η πόλη-κράτος είναι ανώτερη μορφή
κοινωνίας που αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά συνάγεται από έναν δεύτερο
παραγωγικό συλλογισμό που υπονοείται. Ο συλλογισμός αυτός του έχει ως εξής:
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
2η
προκείμενη: η πόλη-κράτος είναι ανώτερη μορφή
κοινωνικής συνύπαρξης, γιατί εμπεριέχει όλες τις άλλες μορφές κοινωνίας «ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»
Συμπέρασμα: η
πόλη-κράτος αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά «τοῦ κυριωτάτου πάντων»
1 Πβ.Μετὰ τὰ
Φυσικὰ 999a 27-29: «…τὰ δὲ καθ’ ἕκαστα ἄπειρα, τῶν δ΄ἀπείρων πῶς ἐνδέχεται λαβεῖν ἐπιστήμην;
ᾗ γὰρ ἕν τι καὶ ταὐτόν, καὶ ᾗ καθόλου τι ὑπάρχει, ταύτῃ πάντα γνωρίζομεν».
Πολιτικά
11: Ερωτήσεις-Απαντήσεις
1. Ο ορισμός της έννοιας «πόλις»: Οριστέα
έννοια: Πόλις ή πολιτική κοινωνία
Σ’ αυτή την ενότητα ο Αριστοτέλης επιχειρεί να δώσει τον πρώτο ορισμό της έννοιας «πόλις» στα Πολιτικά. Η «πόλις», λοιπόν, είναι μια μορφή ανώτερης κοινωνικής συνύπαρξης («ἡ πασῶν κυριωτάτη»), που εμπεριέχει όλες τις άλλες («πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»), και αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά («τοῦ κυριωτάτου πάντων»). Είναι δε «ἡ κοινωνία ἡ πολιτική». Στον ορισμό αυτό μπορούμε να διακρίνουμε το προσεχές γένος (genus proximum) της έννοιας «πόλις» και την ειδοποιό διαφορά της (specifica differentia). Συγκεκριμένα, το προσεχές της γένος, δηλαδή η ευρύτερη κατηγορία στην οποία εντάσσεται η έννοια, είναι ο όρος «κοινωνία» («κοινωνίαν τινὰ οὖσαν»), ενώ η ειδοποιός διαφορά της, δηλαδή το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα που διαφοροποιεί την έννοια του γένους από τις όμοιές της έννοιες, ώστε να προκύψει η οριστέα, είναι το αγαθό στο οποίο αποβλέπει. Ειδικότερα, το αγαθό στο οποίο αποβλέπει, που είναι η ευδαιμονία των πολιτών, είναι το ανώτερο από όλα τα αγαθά των άλλων κοινωνιών και μ’ αυτό η «πόλις» επιδιώκει το συμφέρον του συνόλου των πολιτών. Αντίθετα, οι άλλες μορφές κοινωνίας επιδιώκουν επιμέρους αγαθό για το συμφέρον των μελών τους. Ο Αριστοτέλης επισφραγίζει τον ορισμό της έννοιας «πόλις» με τον χαρακτηρισμό πολιτική κοινωνία, δηλαδή την οργανωμένη πολιτειακά κοινωνία η οποία έχει αυτάρκεια, αυτονομία, ελευθερία, θεσμούς και πολίτευμα. Αφορά, λοιπόν, η πόλη τη γνωστή για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο πόλη-κράτος, όπως επικράτησε να αποδίδεται σήμερα ο όρος.
2. Ο όρος «κοινωνία»: Έννοια προσεχούς γένους: κοινωνίαν τινα
Σ’ αυτή την ενότητα ο Αριστοτέλης επιχειρεί να δώσει τον πρώτο ορισμό της έννοιας «πόλις» στα Πολιτικά. Η «πόλις», λοιπόν, είναι μια μορφή ανώτερης κοινωνικής συνύπαρξης («ἡ πασῶν κυριωτάτη»), που εμπεριέχει όλες τις άλλες («πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»), και αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά («τοῦ κυριωτάτου πάντων»). Είναι δε «ἡ κοινωνία ἡ πολιτική». Στον ορισμό αυτό μπορούμε να διακρίνουμε το προσεχές γένος (genus proximum) της έννοιας «πόλις» και την ειδοποιό διαφορά της (specifica differentia). Συγκεκριμένα, το προσεχές της γένος, δηλαδή η ευρύτερη κατηγορία στην οποία εντάσσεται η έννοια, είναι ο όρος «κοινωνία» («κοινωνίαν τινὰ οὖσαν»), ενώ η ειδοποιός διαφορά της, δηλαδή το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα που διαφοροποιεί την έννοια του γένους από τις όμοιές της έννοιες, ώστε να προκύψει η οριστέα, είναι το αγαθό στο οποίο αποβλέπει. Ειδικότερα, το αγαθό στο οποίο αποβλέπει, που είναι η ευδαιμονία των πολιτών, είναι το ανώτερο από όλα τα αγαθά των άλλων κοινωνιών και μ’ αυτό η «πόλις» επιδιώκει το συμφέρον του συνόλου των πολιτών. Αντίθετα, οι άλλες μορφές κοινωνίας επιδιώκουν επιμέρους αγαθό για το συμφέρον των μελών τους. Ο Αριστοτέλης επισφραγίζει τον ορισμό της έννοιας «πόλις» με τον χαρακτηρισμό πολιτική κοινωνία, δηλαδή την οργανωμένη πολιτειακά κοινωνία η οποία έχει αυτάρκεια, αυτονομία, ελευθερία, θεσμούς και πολίτευμα. Αφορά, λοιπόν, η πόλη τη γνωστή για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο πόλη-κράτος, όπως επικράτησε να αποδίδεται σήμερα ο όρος.
2. Ο όρος «κοινωνία»: Έννοια προσεχούς γένους: κοινωνίαν τινα
Ο όρος «κοινωνία» προέρχεται από τη λέξη
«κοινωνός» και είναι ομόρριζος με το ρήμα «κοινωνῶ» που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει
μοιράζομαι ή κάνω κάτι μαζί με άλλους. Έτσι, με τον όρο αυτό νοείται μια ομάδα
ανθρώπων που συνυπάρχουν και συνεργάζονται αποβλέποντας –η καθεμιά ξεχωριστά–
στην επίτευξη ενός κοινού για τα μέλη της σκοπού, ενός επιμέρους συμφέροντος («ἀγαθοῦ
τινος ἕνεκεν
συνεστηκυῖαν»).
Αυτοί, για παράδειγμα, που πολεμούν μαζί επιδιώκουν τον πλούτο, τη νίκη ή την
κατάκτηση μιας πόλης, οι ναυτικοί έχουν στόχο την απόκτηση χρημάτων, και κάτι
ανάλογο συμβαίνει σε όσους ανήκουν σε μια φυλή ή σε ένα δήμο. Οι επιμέρους
αυτές κοινωνίες αποτελούν, για τον Αριστοτέλη, μόρια της πολιτικής κοινωνίας,
εμπεριέχονται δηλαδή σε αυτή («ἡ
πασῶν
κυριωτάτη καὶ
πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»), και τις τοποθετεί σε υποδεέστερη από
αυτή θέση, αφού η πολιτική κοινωνία δεν στοχεύει στο ειδικό κατά περίπτωση
συμφέρον, στο συμφέρον της στιγμής, ή στο συμφέρον μιας ομάδας ανθρώπων, αλλά
σ’ ένα ανώτερο αγαθό («κυριωτάτου πάντων»), δηλαδή στην ευδαιμονία του συνόλου
των πολιτών, που αφορά «ἅπαντα
τὸν
βίον». Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια είχε χαρακτηρίσει το υπέρτατο
αυτό αγαθό με την έκφραση «τὸ ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν».
3. Το ανώτερο αγαθό στο οποίο στοχεύει η «πόλις»: η ευδαιμονία. Η ειδοποιός διαφορά: καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις άλλες μορφές συμβίωσης και στην πόλη είναι ποιοτική (κυριωτάτη), ποσοτική (περιέχουσα) και ανώτερου σκοπού, καθώς ο υπέρτατος σκοπός της πόλης υπερβαίνει τους επιμέρους σκοπούς των μορίων (=υποσυνόλων) της πολιτικής κοινωνίας. Με τη φράση «κυριωτάτου πάντων» ο Αριστοτέλης εννοεί το υπέρτατο αγαθό στο οποίο αποβλέπει η «πόλις», δηλαδή την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών. Η ανωτερότητα αυτού του αγαθού αποδεικνύει και την ανωτερότητα της ίδιας της πόλης έναντι των άλλων κοινωνιών. Με άλλα λόγια, εφόσον η πόλη είναι η «κυριωτάτη» όλων των κοινωνιών, και το αγαθό στο οποίο στοχεύει είναι το «κυριώτατον» όλων των άλλων αγαθών. Ήδη στην εισαγωγή των Ηθικών Νικομαχείων είδαμε τις ερμηνείες που έδωσαν στον όρο «εὐδαιμονία» διάφοροι φιλόσοφοι, όπως και την ερμηνεία του Αριστοτέλη. Αρχικά, λοιπόν, η λέξη «εὐδαιμονία» (< εὖ + δαίμων) σήμαινε την εύνοια του θείου, κάτι που δίνεται δηλαδή στον άνθρωπο από τον θεό. Αργότερα, για το περιεχόμενο της ίδιας λέξης μίλησε ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος. Σύμφωνα με αυτούς, η κατάκτηση της ευδαιμονίας εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο και τις ενέργειές του. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία δεν είναι κατάσταση, αλλά διαρκής ενέργεια της ψυχής με τους κανόνες της τέλειας αρετής. Μελετώντας, λοιπόν, όλες τις παραπάνω απόψεις παρατηρούμε ότι ο όρος «εὐδαιμονία» αφορά τον ηθικό βίο του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη, όμως, ο όρος αυτός έχει από τη μια ηθικό περιεχόμενο και αφορά τον άνθρωπο ως άτομο και από την άλλη είναι και ο προορισμός της πόλης, που αφορά τον άνθρωπο ως πολίτη. Ο άνθρωπος δηλαδή θα κατακτήσει με τις ηθικές ενέργειές του τόσο την ατομική ευδαιμονία όσο και την ευδαιμονία μέσα στο πλαίσιο της πόλης συνυπάρχοντας αρμονικά με τους άλλους πολίτες και ενεργώντας ως πολίτης. Υπό την έννοια αυτή, οι πράξεις του είναι πολιτικές πράξεις, καθώς ενεργεί ως μέλος της πολιτικής κοινωνίας, και έχουν πολιτικές συνέπειες, εφόσον οδηγούν στην ευδαιμονία του πολιτικού συνόλου. Η άποψη αυτή διατυπώνεται ξεκάθαρα από τον ίδιο τον Αριστοτέλη στο έβδομο βιβλίο των Πολιτικών του, όπου αναφέρει ότι η ευδαιμονία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά συναρτάται με την ευδαιμονία της πόλης. Έτσι, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι η ηθική φιλοσοφία είναι μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας (βλέπε εισαγωγή Πολιτικών, σελίδα 178 σχολικού εγχειριδίου).
3. Το ανώτερο αγαθό στο οποίο στοχεύει η «πόλις»: η ευδαιμονία. Η ειδοποιός διαφορά: καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις άλλες μορφές συμβίωσης και στην πόλη είναι ποιοτική (κυριωτάτη), ποσοτική (περιέχουσα) και ανώτερου σκοπού, καθώς ο υπέρτατος σκοπός της πόλης υπερβαίνει τους επιμέρους σκοπούς των μορίων (=υποσυνόλων) της πολιτικής κοινωνίας. Με τη φράση «κυριωτάτου πάντων» ο Αριστοτέλης εννοεί το υπέρτατο αγαθό στο οποίο αποβλέπει η «πόλις», δηλαδή την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών. Η ανωτερότητα αυτού του αγαθού αποδεικνύει και την ανωτερότητα της ίδιας της πόλης έναντι των άλλων κοινωνιών. Με άλλα λόγια, εφόσον η πόλη είναι η «κυριωτάτη» όλων των κοινωνιών, και το αγαθό στο οποίο στοχεύει είναι το «κυριώτατον» όλων των άλλων αγαθών. Ήδη στην εισαγωγή των Ηθικών Νικομαχείων είδαμε τις ερμηνείες που έδωσαν στον όρο «εὐδαιμονία» διάφοροι φιλόσοφοι, όπως και την ερμηνεία του Αριστοτέλη. Αρχικά, λοιπόν, η λέξη «εὐδαιμονία» (< εὖ + δαίμων) σήμαινε την εύνοια του θείου, κάτι που δίνεται δηλαδή στον άνθρωπο από τον θεό. Αργότερα, για το περιεχόμενο της ίδιας λέξης μίλησε ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος. Σύμφωνα με αυτούς, η κατάκτηση της ευδαιμονίας εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο και τις ενέργειές του. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία δεν είναι κατάσταση, αλλά διαρκής ενέργεια της ψυχής με τους κανόνες της τέλειας αρετής. Μελετώντας, λοιπόν, όλες τις παραπάνω απόψεις παρατηρούμε ότι ο όρος «εὐδαιμονία» αφορά τον ηθικό βίο του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη, όμως, ο όρος αυτός έχει από τη μια ηθικό περιεχόμενο και αφορά τον άνθρωπο ως άτομο και από την άλλη είναι και ο προορισμός της πόλης, που αφορά τον άνθρωπο ως πολίτη. Ο άνθρωπος δηλαδή θα κατακτήσει με τις ηθικές ενέργειές του τόσο την ατομική ευδαιμονία όσο και την ευδαιμονία μέσα στο πλαίσιο της πόλης συνυπάρχοντας αρμονικά με τους άλλους πολίτες και ενεργώντας ως πολίτης. Υπό την έννοια αυτή, οι πράξεις του είναι πολιτικές πράξεις, καθώς ενεργεί ως μέλος της πολιτικής κοινωνίας, και έχουν πολιτικές συνέπειες, εφόσον οδηγούν στην ευδαιμονία του πολιτικού συνόλου. Η άποψη αυτή διατυπώνεται ξεκάθαρα από τον ίδιο τον Αριστοτέλη στο έβδομο βιβλίο των Πολιτικών του, όπου αναφέρει ότι η ευδαιμονία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά συναρτάται με την ευδαιμονία της πόλης. Έτσι, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι η ηθική φιλοσοφία είναι μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας (βλέπε εισαγωγή Πολιτικών, σελίδα 178 σχολικού εγχειριδίου).
4. Η τελεολογική θεώρηση της έννοιας
«πόλις «
Στο κείμενο εντοπίζονται ορισμένες φράσεις
που αποδεικνύουν ότι ο Αριστοτέλης εξετάζει τελεολογικά την έννοια «πόλις» καθώς
και τις άλλες μορφές κοινωνικής συνύπαρξης. Εξετάζει δηλαδή τα παραπάνω σε
σχέση με τον σκοπό για τον οποίο υπάρχουν και τον οποίο προσπαθούν να
επιτύχουν. Σύμφωνα με την τελεολογική αντίληψη του φιλόσοφου καθετί έχει
δημιουργηθεί για να επιτελέσει έναν συγκεκριμένο σκοπό («τέλος») και να φτάσει
στην τελείωση, την ολοκλήρωσή του. Έτσι και η πολιτική κοινωνία, όπως και κάθε
κοινωνική ομάδα, συστάθηκε και υπάρχει για να επιτύχει έναν σκοπό. Ο σκοπός
μάλιστα της πολιτικής κοινωνίας είναι ο ανώτερος, η ευδαιμονία όλων των πολιτών
της. Συνδέει στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης τον άνθρωπο-πολίτη («πάντες») με την
πόλη, δηλαδή την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού όλων των ανθρώπων με την
επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού της πόλης. Συγκεκριμένα, σ’ αυτό το κείμενο το «τελικό
αίτιο» υποδηλώνεται με τις εξής φράσεις:
«πᾶσαν
πόλιν ὁρῶμεν … καὶ πᾶσαν
κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
και «πᾶσαι
μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται», δηλαδή όλες οι κοινωνίες έχουν συσταθεί
για την επίτευξη ενός σκοπού, του αγαθού,
«τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν
πάντα πράττουσι πάντες», δηλαδή όλοι κάνουν τα πάντα για έναν σκοπό, το αγαθό,
«μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ
πασῶν
κυριωτάτη», δηλαδή η «πόλις» που είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας στοχεύει στο
ανώτερο αγαθό, δηλαδή την ευδαιμονία.
5. Ο συλλογισμός του Αριστοτέλη που
αποδεικνύει ότι η πόλη είναι η τελειότερη μορφή κοινωνίας και αποβλέπει στο
ανώτερο από όλα τα αγαθά.
Σε αντίθεση με τα Ηθικά Νικομάχεια, όπου ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε γενικά επαγωγικούς συλλογισμούς, παρατηρούμε ότι σ’ αυτή την ενότητα κάνει χρήση παραγωγικών συλλογισμών. Ξεκινάει, δηλαδή, με μια γενική πρόταση κι έπειτα προχωρεί στην εξέταση των επιμέρους περιπτώσεων. Έτσι, με την έκφραση «πᾶσαν πόλιν» ξεκινά από τα γενικά και θέτει σε οντολογική προτεραιότητα το σύνολο, δηλαδή την πόλη, έναντι του ατόμου. Κατά βάθος πίστευε ότι είναι «κατὰ φύσιν» να αναφερόμαστε πρώτα στα κοινά, στα γενικά θέματα, και ύστερα να περνούμε στα ειδικά, στα επιμέρους ζητήματα («τὰ περὶ ἕκαστον ἴδια»). Επιπλέον, η χρήση του ρήματος «ὁρῶμεν» υποδηλώνει ότι ο φιλόσοφος στηρίζει τα λογικά του επιχειρήματα στην παρατήρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και στην εμπειρία. Το ίδιο είχε κάνει και στην 1η ενότητα των Ηθικών Νικομαχείων με τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς. Τα επιχειρήματα αυτά τα χρησιμοποιεί για την προώθηση της σκέψης του και για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Συνδύαζε τα χαρακτηριστικά του θετικού επιστήμονα με τη θεωρητική φιλοσοφική σκέψη. Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι ήταν εμπειρικός (θετικός) και όχι θεωρητικός φιλόσοφος.
Ας δούμε όμως αναλυτικά την πορεία της σκέψης του:
α) Αρχικά, χρησιμοποιεί παραγωγικό συλλογισμό, για να αποδείξει ότι η «πόλις» είναι μια μορφή κοινωνικής συνύπαρξης που αποβλέπει σε ένα αγαθό. Ο συλλογισμός του έχει ως εξής:
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
Σε αντίθεση με τα Ηθικά Νικομάχεια, όπου ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε γενικά επαγωγικούς συλλογισμούς, παρατηρούμε ότι σ’ αυτή την ενότητα κάνει χρήση παραγωγικών συλλογισμών. Ξεκινάει, δηλαδή, με μια γενική πρόταση κι έπειτα προχωρεί στην εξέταση των επιμέρους περιπτώσεων. Έτσι, με την έκφραση «πᾶσαν πόλιν» ξεκινά από τα γενικά και θέτει σε οντολογική προτεραιότητα το σύνολο, δηλαδή την πόλη, έναντι του ατόμου. Κατά βάθος πίστευε ότι είναι «κατὰ φύσιν» να αναφερόμαστε πρώτα στα κοινά, στα γενικά θέματα, και ύστερα να περνούμε στα ειδικά, στα επιμέρους ζητήματα («τὰ περὶ ἕκαστον ἴδια»). Επιπλέον, η χρήση του ρήματος «ὁρῶμεν» υποδηλώνει ότι ο φιλόσοφος στηρίζει τα λογικά του επιχειρήματα στην παρατήρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και στην εμπειρία. Το ίδιο είχε κάνει και στην 1η ενότητα των Ηθικών Νικομαχείων με τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς. Τα επιχειρήματα αυτά τα χρησιμοποιεί για την προώθηση της σκέψης του και για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Συνδύαζε τα χαρακτηριστικά του θετικού επιστήμονα με τη θεωρητική φιλοσοφική σκέψη. Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι ήταν εμπειρικός (θετικός) και όχι θεωρητικός φιλόσοφος.
Ας δούμε όμως αναλυτικά την πορεία της σκέψης του:
α) Αρχικά, χρησιμοποιεί παραγωγικό συλλογισμό, για να αποδείξει ότι η «πόλις» είναι μια μορφή κοινωνικής συνύπαρξης που αποβλέπει σε ένα αγαθό. Ο συλλογισμός του έχει ως εξής:
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
2η προκείμενη: η πόλη-κράτος είναι μια κοινωνία - μορφή
κοινωνικής συνύπαρξης «πᾶσαν
πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν»
Συμπέρασμα: όλες οι κοινωνίες αποβλέπουν σε κάποιο
αγαθό –και– η κυριότερη από όλες τις κοινωνίες αποβλέπει στο κυριότατο από όλα
τα αγαθά «πᾶσαι
μὲν ἀγαθοῦ
τινος στοχάζονται» και «τοῦ
κυριωτάτου πάντων.
β) Το δεύτερο μέρος του συμπεράσματος ότι
η πόλη-κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας που αποβλέπει στο ανώτερο από όλα
τα αγαθά συνάγεται από έναν δεύτερο παραγωγικό συλλογισμό που υπονοείται. Ο συλλογισμός
αυτός του έχει ως εξής:
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
2η προκείμενη: η πόλη-κράτος είναι ανώτερη μορφή
κοινωνικής συνύπαρξης, γιατί εμπεριέχει όλες τις άλλες μορφές κοινωνίας «ἡ πασῶν
κυριωτάτη καὶ
πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»
Συμπέρασμα: η πόλη-κράτος αποβλέπει στο ανώτερο από
όλα τα αγαθά «τοῦ
κυριωτάτου πάντων»
6. Απόψεις του Πρωταγόρα, του Πλάτωνα και
του Αριστοτέλη για τη συγκρότηση της πόλης
Η θέση του Αριστοτέλη για τη συγκρότηση της πόλης διαφοροποιείται από τις θέσεις του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα. Πιο συγκεκριμένα, άποψη του Πρωταγόρα, στον ομώνυμο διάλογο που διδαχτήκαμε, είναι ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν «νόμῳ», από την ανάγκη δηλαδή των ανθρώπων να προστατευτούν από τα άγρια θηρία και να επιβιώσουν. Ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν, επειδή οι άνθρωποι δεν είχαν αυτάρκεια και ένιωθαν την ανάγκη να βοηθούν ο ένας τον άλλον.
Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, θεωρούσε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν από την έμφυτη τάση των ανθρώπων να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους σε κοινωνίες οργανωμένες με πολίτευμα, θεσμούς και νόμους (ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον πολιτικόν»).
Η θέση του Αριστοτέλη για τη συγκρότηση της πόλης διαφοροποιείται από τις θέσεις του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα. Πιο συγκεκριμένα, άποψη του Πρωταγόρα, στον ομώνυμο διάλογο που διδαχτήκαμε, είναι ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν «νόμῳ», από την ανάγκη δηλαδή των ανθρώπων να προστατευτούν από τα άγρια θηρία και να επιβιώσουν. Ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν, επειδή οι άνθρωποι δεν είχαν αυτάρκεια και ένιωθαν την ανάγκη να βοηθούν ο ένας τον άλλον.
Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, θεωρούσε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν από την έμφυτη τάση των ανθρώπων να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους σε κοινωνίες οργανωμένες με πολίτευμα, θεσμούς και νόμους (ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον πολιτικόν»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου