Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018


Τάκης Σινόπουλος

2.    
Φίλιππος


Ο Τάκης Σινόπουλος πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 κι έζησε τις εμπειρίες της κατοχής και του εμφυλίου (1946-49) ως στρατεύσιμος. Οι μνήμες από τις εμπειρίες αυτές έχουν περάσει σε πολλά ποιήματά του. Ο Φίλιππος είναι πρόσωπο υπαρκτό, ήταν φίλος του ποιητή κι εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1942. Εκτός όμως από το Φίλιππο σε πολλά ποιήματά του εμφανίζονται άλλα πρόσωπα, που δεν είναι συμβολικά, αλλά έχουν ονόματα κοινά και καθημερινά. Αυτό δίνει στην ποίησή του ζεστασιά και αμεσότητα.
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μεταίχμιο Β΄ (1957∙ περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα απ’ το 1949 ως το 1955).

Η σαρωτική επίδραση του πολέμου στην ψυχή του ποιητή κι ο έντονος πόνος για την απώλεια του αγαπημένου φίλου, του δημιουργούν αισθήματα ματαιότητας, ανατρέπουν μέσα του κάθε βεβαιότητα και θέτουν σε αμφισβήτηση την πεποίθηση πως κάποια λογική συνέχει όσα συμβαίνουν γύρω μας. Η ψυχολογική αυτή κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου δεν εκφράζεται λεκτικά, γίνεται ωστόσο αντιληπτή από την αποσπασματική καταγραφή σκέψεων και γεγονότων, που δεν ακολουθούν μια λογική χρονική σειρά. Η ποιητική αφήγηση διατρέχει γεγονότα από την έναρξη του πολέμου έως και μετά από αυτόν μ’ ένα τρόπο που αποδίδει ακριβώς την αίσθηση της άναρχης εξέλιξης των δεδομένων της πραγματικότητας. Τίποτε, άλλωστε, δεν μπορεί να έχει την ίδια αξία σ’ έναν κόσμο όπου ο Φίλιππος δεν υπάρχει πια.
Ο Φίλιππος, αν και αποτελεί ένα πραγματικό πρόσωπο, αποκτά στο πλαίσιο του ποιήματος τις διαστάσεις συμβόλου. Είναι ο άνθρωπος εκείνος που θέλησε να αγωνιστεί, όχι μόνο κατά του Γερμανού κατακτητή, αλλά πολύ περισσότερο κατά της παγιωμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης που καθιστά τον πολίτη είλωτα και υποχείριο των οικονομικά ισχυρών. Είναι ο άνθρωπος που δε δίστασε να θυσιάσει τη ζωή του προκειμένου να τεθούν οι βάσεις για μια πολιτεία ελεύθερη και πιο δίκαιη.

«Εδώ στοχάζομαι, δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος
σε τούτη την ακίνητη κοιλάδα.» 

Το ποίημα ξεκινά με τη σκέψη του ποιητή στραμμένη στην απώλεια του Φίλιππου, του προσώπου που κυριαρχεί σ’ όλη την ποιητική σύνθεση και αιτιολογεί σε μεγάλο βαθμό τη συναισθηματική φόρτιση του ποιητικού υποκειμένου.
Η φράση «δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος» επαναλαμβάνεται τρεις φορές στο ποίημα και με τη μορφή μοτίβου υπενθυμίζει το τραγικό γεγονός του θανάτου του. Η θλίψη του ποιητή, αν και λεκτικά μη εκφραζόμενη, είναι εντούτοις προφανής μέσα από την επίμονη επιστροφή της σκέψης του σε όσα τον αφορούν. Ωστόσο, η επιλογή της ιστορίας του Φίλιππου δεν εξαντλείται και δε δίνεται μόνο ως ένα γεγονός που θλίβει τον ποιητή. Εκείνο που κυρίως πρόκειται να τονιστεί είναι οι λόγοι για τους οποίους θυσιάστηκε ο νεαρός Φίλιππος.
Η ακίνητη κοιλάδα σχετίζεται με την περιοχή της Λάρισας, όπως προκύπτει κι από την αναφορά του ποιητή στην εν λόγω πόλη στον 12ο και εκ νέου στον 24ο στίχο. Το επίθετο «ακίνητη» μεταδίδει την αίσθηση της απραξίας, αν όχι της πλήρους εγκατάλειψης, που προέκυψε απ’ την καταστροφική δράση των γερμανικών δυνάμεων.

 «Πολλά του τάξαμε από λάφυρα κι από σειρήνες.
Μα κείνος ήτανε στραμμένος σ’ άλλα οράματα.
Μια απέραντη πατρίδα ονειρευότανε. Πού είναι το πρόσωπό σας
το αληθινό σας πρόσωπο; μου φώναξε.
Έφυγε κλαίγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά.» 

Το ξεκίνημα της γερμανικής κατοχής σηματοδότησε την έναρξη ενός διπλού πολέμου για τους Έλληνες εκείνης της εποχής. Υπήρχε από τη μία ο εξωτερικός εχθρός, που είχε κατακτήσει τη χώρα, κι υπήρχε από την άλλη η διεκδίκηση της ελληνικής εξουσίας μετά την προσδοκώμενη απελευθέρωση∙ υπήρχε το καίριο ερώτημα ποιος και πώς θα έλεγχε τα πολιτικά πράγματα της χώρας την επόμενη μέρα. Η γερμανική εισβολή κατέλυσε την παραδοσιακή άρχουσα τάξη και άφηνε το περιθώριο ανοιχτό για μια αμφισβήτηση των μέχρι τότε δομών της ελληνικής κοινωνίας. Η παλαιά τάξη, η οποία είχε με ποικίλους τρόπους εδραιώσει ένα σύστημα εκμετάλλευσης των πολιτών, ερχόταν σε σύγκρουση με τους αριστερούς, οι οποίοι επιθυμούσαν να θέσουν τέρμα στην εκμετάλλευση αυτή και να φέρουν μια νέα εποχή, όπου θα υπήρχε μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου.
Ο Φίλιππος, επομένως, επιλέγοντας να ανέβει στα λαμπερά βουνά επιλέγει όχι μόνο να πολεμήσει κατά των Γερμανών, αλλά να τεθεί συνάμα στη διάθεση των αριστερών δυνάμεων, προκειμένου η Ελλάδα μετά την απελευθέρωσή της να αποδεσμευτεί παράλληλα κι από τα επαχθή δεσμά των οικονομικά ισχυρών. Εύλογο, ωστόσο, πως ενώ ο εθνικός αγώνας κατά του εξωτερικού εχθρού μπορούσε να έχει αίσια εκπλήρωση, στο βαθμό που τα συμφέροντα άλλων χωρών συνέπιπταν με αυτά των Ελλήνων, ο αγώνας κατά της παραδοσιακής άρχουσας τάξης δεν επρόκειτο να ευοδωθεί, καθώς η άρχουσα αυτή τάξη είχε την υποστήριξη τόσο της Αγγλίας όσο και των ΗΠΑ. Το όραμα των κομμουνιστών για την αναδημιουργία της κοινωνίας με βάση τα συμφέροντα των πολιτών, ερχόταν σε αντίθεση με τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας των ισχυρών αυτών χωρών, οι οποίες δε θα επέτρεπαν την επικράτηση των κομμουνιστών στην Ελλάδα.
Ο ποιητής κι οι φίλοι του εμφανίζονται να προσπαθούν να αποτρέψουν το Φίλιππο απ’ την απόφασή του να ακολουθήσει τους άλλους Έλληνες αγωνιστές στην προσπάθεια αντίστασης. Του τάζουν λάφυρα και σειρήνες∙ του μιλούν δηλαδή για όσα πρόκειται ν’ απαρνηθεί, για όσα συνιστούν τις απολαύσεις και την ευδαιμονία της φιλήσυχης ζωής. Αν έμενε κοντά τους θα μπορούσε -υποταγμένος βέβαια όπως κι εκείνοι- να ελπίζει σε μια καλύτερη ζωή -όπως αυτή εννοείται σ’ ένα αστικό πλαίσιο- μετά το τέλος του πολέμου.
Η προσπάθεια των φίλων του να τον αποτρέψουν εκφράζει αφενός την αγάπη που είχαν γι’ αυτόν, λειτουργεί αφετέρου ως υπενθύμιση των όσων προτίμησαν να στερηθούν οι άνθρωποι εκείνοι που επέλεξαν να αγωνιστούν. Ο Φίλιππος, άλλωστε, δε θεωρεί την προοπτική υλικών ή σωματικών απολαύσεων ως ικανό δέλεαρ για ν’ απαρνηθεί την προσδοκία του και το όνειρό του για μια διπλή απελευθέρωση της Ελλάδας. Ο νεαρός αγωνιστής επιθυμεί την εκδίωξη των Γερμανών, αλλά και τον τερματισμό της πλουτοκρατίας, κι αγανακτεί με τους φίλους του που είναι συμβιβασμένοι με την υλική πλευρά της αστικής διαβίωσης.
Ο Φίλιππος οραματίζεται μια απέραντη πατρίδα, αναφορά που δεν παραπέμπει αναγκαία στην τοπική της έκταση. Το όραμα του νεαρού έχει να κάνει περισσότερο με την κατάργηση μιας διαφορετικής σειράς συνόρων∙ έχει να κάνει με τη δίκαιη -αλλά όχι αυτονόητη- συμμετοχή και πρόσβαση όλων στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Έχει να κάνει με την εξίσωση όλων των πολιτών και όχι τη διάκρισή τους σε ευνοημένους και μη, σε κρατούντες και εξουσιαζόμενους, σε οικονομικά ισχυρούς και οικονομικά εξαθλιωμένους. Το όραμά του στρέφεται κατά του παραλογισμού της συγκέντρωσης του πλούτου σε μια μικρή αριθμητικά ομάδα ανθρώπων, τη στιγμή που η πλειονότητα των πολιτών αναγκάζεται να επιβιώνει με ελάχιστους πόρους.
Η προφανής αδικία που διχάζει το λαό δονεί την ψυχή του νεαρού, ο οποίος είναι πρόθυμος να δώσει ακόμη και τη ζωή του προκειμένου να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Ωστόσο, απέναντί του βλέπει την απροθυμία των ίδιων του των φίλων κι αυτό του προκαλεί αγανάκτηση. Η ερώτηση που τους απευθύνει «που είναι το πρόσωπό σας, το αληθινό σας πρόσωπο» έχει να κάνει με την παράδοξη στάση πολλών ανθρώπων, οι οποίοι αν και βλέπουν την αδικία που υπάρχει στην κοινωνία τους επιλέγουν να μένουν αδρανείς. Για τον Φίλιππο είναι αδιανόητο το γεγονός ότι οι φίλοι του δεν είναι πρόθυμοι ούτε κατά των Γερμανών να αντισταθούν, ούτε για την αναδημιουργία της ελληνικής κοινωνίας να αγωνιστούν.
Ο Φίλιππος αποχωρεί κλαίγοντας -από θυμό και αγανάκτηση- για τα λαμπερά βουνά, για τον τόπο όπου κυρίως οργανώθηκε και διενεργήθηκε η αντίσταση κατά των Γερμανών. Τα βουνά χαρακτηρίζονται λαμπερά, καθώς είναι ο μόνος τόπος που παρέχει κάποια ελπίδα, κάποια προοπτική, για εκείνους που πραγματικά ήταν έτοιμοι και ήθελαν να παλέψουν για την πατρίδα τους.

«Ύστερα τα καράβια εφράξανε τη θάλασσα.
Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας.
Μαύρισε το μυαλό ένα μακρύ ποτάμι το αίμα.
Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Φυσάει απόψε δυνατά.»

Το κλίμα αλλάζει αιφνιδίως με την αποχώρηση του Φιλίππου κι η ένταση του πολέμου γίνεται πλέον έκδηλη. Με μια σειρά εικόνων ο ποιητής παρουσιάζει τη δεινή κατάσταση που επικράτησε στην Ελλάδα κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Τα καράβια που φράζουν τη θάλασσα, εικόνα που μας παραπέμπει ακόμη και σε προγενέστερες εποχές, ίσως και της αρχαιότητας, αποδίδει το πλήθος των εχθρικών δυνάμεων. Το μαύρισμα της γης με τον κακό χειμώνα -ακόμη κι ο καιρός στάθηκε μεγάλος αντίπαλος των ανθρώπων εκείνης της εποχής, με τα θύματα του πρώτου χειμώνα να ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες εξαιτίας των χαμηλών θερμοκρασιών και φυσικά της έλλειψης βασικών ειδών διατροφής- υπονοεί τις εικόνες φρίκης που αντίκριζαν καθημερινά οι άνθρωποι στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου οι συμπολίτες τους έπεφταν νεκροί στους δρόμους από την εξάντληση και την ασιτία. Το μαύρισμα του μυαλού, το σκοτείνιασμα της σκέψης, έρχεται ως λογική συνέπεια του αίματος χιλιάδων πολιτών που εκτελέστηκαν ή πέθαναν την τραγική εκείνη περίοδο. Το αίμα γίνεται ένα μακρύ ποτάμι, το αίμα των Ελλήνων ποτίζει για άλλη μια φορά τη δοκιμαζόμενη χώρα, καθώς ο αριθμός των νεκρών ολοένα και αυξάνεται.
Σημαντική απώλεια αυτής της λαίλαπας κι ο νεαρός Φίλιππος που πέφτει θύμα της εκδικητικής μανίας των Γερμανών. Το όνειρο του Φίλιππου να αγωνιστεί για μια ελεύθερη και δικαιότερη πατρίδα λαμβάνει την τραγική του εκπλήρωση, όταν αυτός εκτελείται από τους Γερμανούς.
Η απώλεια του αγαπημένου φίλου διατυπώνεται εκ νέου από τον ποιητή, ο οποίος είναι πλέον αναγκασμένος να αντικρίζει τον κόσμο χωρίς την παρουσία του. Ο Φίλιππος δε θα ξανάρθει κι η αρνητική έκφανση των πραγμάτων, όπως τα βιώνει πλέον το ποιητικό υποκείμενο, δίνεται με την εικόνα του δυνατού ανέμου. Αν και ο ποιητής δεν εκφράζει λεκτικά τα συναισθήματά του, οι αρνητικές εικόνες που παραθέτει μετά την αναφορά στο χαμό του Φίλιππου μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε πόσο κενή και ανούσια μοιάζει πια η ζωή του.

«Μεσάνυχτα στη Λάρισα το έρημο καφενείο.
Η φάτσα του συναχωμένου γκαρσονιού κι η νύχτα σαρωμένη
Φωτιές παντού και πυροβολισμοί
μια πολιτεία φανταστική κι ασάλευτη
δέντρα πεσμένα στις οικοδομές.»

Το έρημο καφενείο στη Λάρισα και το συναχωμένο γκαρσόνι -εικόνες που αποδίδουν τη μιζέρια και τη φθορά του τόπου, γέννημα τόσο του πολέμου όσο και της πένθιμης διάθεσης του ποιητή-, ακολουθούνται από εικόνες καταστροφής και πολέμου, οι οποίες αν και δεν αποτελούν το παρόν του ποιητικού υποκειμένου, διαπλέκονται ωστόσο ως αιτίες της ερημίας που χαρακτηρίζει την πόλη. Η ακινησία που αποδίδεται στη Λάρισα, κι η αίσθηση πως αποτελεί μια πολιτεία περισσότερο φανταστική παρά πραγματική, έρχονται ως συνέπεια της απουσίας κάθε πιθανής ανθρώπινης δραστηριότητας. Η χώρα έχει σαρωθεί από τον πόλεμο κι αυτό είναι εμφανές παντού. Τα πεσμένα δέντρα στις οικοδομές που προφανώς έχουν εγκαταλειφθεί, υποδηλώνουν το πάγωμα κάθε εργασίας και κάθε μέριμνας για τον ευπρεπισμό της πόλης. Οι Έλληνες δεν έχουν πια τη δύναμη να φροντίσουν την κατεστραμμένη χώρα τους.

«Ποιο είναι το δίκιο του πολεμιστή
ο αγώνας που σε πάει σ’ άλλον αγώνα;
Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Αμετανόητος πάντα πείσμωνε.
Οι σκοτεινές μέρες του ‘φταιγαν τα ερειπωμένα πρόσωπα.
Το αίμα του ακούγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά.»

Το ερώτημα σχετικά με το δίκιο του πολεμιστή συνιστά μια καίρια απορία σχετικά με την απόφαση του Φίλιππου, αλλά και πολλών άλλων Ελλήνων, να ξεκινήσουν το διπλό αγώνα τους κατά των Γερμανών, αλλά και κατά της παγιωμένης εξουσίας των πλουσίων. Το τέλος του πρώτου, του εθνικού αγώνα, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στο ξεκίνημα ενός νέου πολέμου για την απόκτηση του ελέγχου της απελευθερωμένης χώρας. Η επιδίωξή τους έμοιαζε και ήταν δυσεπίτευκτη, και το δίχως άλλο δεν μπορούσε να φτάσει στην εκπλήρωσή της χωρίς να παραμείνουν για πολύ καιρό σε μια αδιάκοπη εμπόλεμη κατάσταση. Έτσι, ο πολεμιστής εκείνης της εποχής δεν μπορούσε παρά να δικαιώσει τον προορισμό του με το πέρασμα από τον ένα πόλεμο στον άλλον, καθώς αν επιτύγχαναν μόνο το πρώτο μέρος της προσπάθειάς τους δε θα είχαν επί της ουσίας επιτύχει το πιο σημαντικό. Ωστόσο, αυτή η διπλή επιδίωξη προβλημάτιζε τον ποιητή, ο οποίος προφανώς διέκρινε πόσο ανέφικτο ήταν αυτό που ήθελαν.
Κι είναι αυτός ο διπλός αγώνας για χάρη του οποίου ο Φίλιππος έχασε τη ζωή του. Ο ποιητής αναφέρεται στο πείσμωμα του νεαρού φίλου του, αφήνοντας να εννοηθούν δικές του προσπάθειες να τον μεταπείσει, να τον αποτρέψει από μια τόσο ριψοκίνδυνη απόφαση. Εντούτοις ο Φίλιππος δεν ήταν διατεθειμένος να συμβιβαστεί με μια κατάσταση κατώτερη των προσδοκιών του. Τα ερειπωμένα πρόσωπα, οι άνθρωποι χωρίς αποφασιστικότητα, χωρίς πίστη στη δυνατότητα να επέλθει μια ουσιαστική αλλαγή στη χώρα αυτή, τον ενοχλούσαν, τον εξωθούσαν ακόμη περισσότερο σε δράση. Έτσι, ακούγοντας το αίμα του, την εσωτερική του διάθεση και ανάγκη να παλέψει για κάτι καλύτερο, κι όχι τη φωνή της λογικής, τη φωνή των φίλων του που του έλεγαν πως επιδιώκει πράγματα σχεδόν ακατόρθωτα, ανέβηκε στα λαμπερά βουνά.
Η επανάληψη των φράσεων «ο Φίλιππος δε θα ξανάρθει» και «ανέβηκε τα λαμπερά βουνά», τονίζουν το αμετάκλητο της απώλειας του αγαπημένου φίλου, τον πόνο του ποιητή, αλλά και την αντίθεση ανάμεσα στις προσδοκίες που γεννούσε ο αγώνας (τα λαμπερά βουνά) και στο τραγικό τέλος του νεαρού. Τα λαμπερά βουνά, το όραμα ενός ιδανικότερου κόσμου, είναι ό,τι εξωθεί το Φίλιππο σε δράση, αλλά συνάμα κι ό,τι τον φέρνει πιο κοντά στον πρόωρο θάνατό του.

«Κι απόμεινα
Μονάχος περπατώντας και σφυρίζοντας
μέσα στην κούφια Λάρισα.»

Ο ποιητής τονίζοντας τη λέξη μονάχος, δηλώνει τη δική του θέση χωρίς την παρουσία του Φίλιππου. Ο φίλος του σκοτώθηκε πολεμώντας για την πατρίδα, ενώ εκείνος έμεινε πια μόνος του να περπατά σε μια κούφια πόλη. Το επίθετο εδώ με διττή σημασία υπό την έννοια πως η κενότητα της Λάρισας φανερώνει όχι μόνο την απουσία ανθρώπινης δράσης, το νέκρωμα που επέφερε ο πόλεμος, αλλά και το ανούσιο των πραγμάτων. Ο ποιητής διακρίνει παντού μια ματαιότητα τώρα που καλείται να ζήσει σ’ έναν κόσμου που δεν υπάρχει ο Φίλιππος.
Σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι με όραμα και αυξημένο το αίσθημα του δικαίου, όπως ο Φίλιππος, ο ποιητής καλείται να βαδίσει ανάμεσα σε ανθρώπους που επέλεξαν την απραξία, επέλεξαν την εκ του ασφαλούς θέαση του πολέμου. Σ’ έναν τέτοιο κούφιο κόσμο οφείλει τώρα να ζει μόνος του ο ποιητής, που δεν κατόρθωσε να αποτρέψει το φίλο του απ’ το να θυσιαστεί για το κοινό καλό.

«Και τότε
ως τη Μακεδονία βαθιά σαλεύοντας ημίκλειστη
μες στο πλατύ φεγγάρι του χειμώνα
μιλώντας μόνο περί σώματος η χηρευάμενη
κυρία Πανδώρα. Πέθανε
χτικιάρης ο άντρας της τις μέρες του σαράντα τέσσερα.»

Σ’ έναν τέτοιο κούφιο κόσμο κινούνται άνθρωποι, όπως η κυρία Πανδώρα, η οποία βρισκόμενη στον αντίποδα των προσδοκιών και των οραμάτων του Φίλιππου για μια δικαιότερη κοινωνία, ενδιαφέρεται μόνο για τις απολαύσεις του σώματος. Η κυρία Πανδώρα που έχασε τον άντρα της το ’44 από φυματίωση ή από γενικότερη εξάντληση, έχει μείνει τώρα να συζητά μόνο περί σώματος, μόνο περί της ματαιωμένης ηδονής εξαιτίας του θανάτου του άντρα της. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στην αυτοθυσία του νεαρού Φίλιππου και την εγωκεντρική στάση της κυρίας Πανδώρας, τονίζει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο το διαρκή διχασμό της κοινωνίας ανάμεσα σε ανθρώπους που είναι πάντοτε έτοιμοι να θυσιαστούν για τους συνανθρώπους τους και σε ανθρώπους που σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους και τις προσωπικές τους ανάγκες.
Τα ιδανικά του Φίλιππου έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις ερωτικές επιθυμίες της κυρίας Πανδώρας. Κι αν η διάψευση των προσδοκιών του Φίλιππου σημαίνει το βύθισμα της ελληνικής κοινωνίας σε μια κατάσταση που συνεχίζει να κυριαρχεί η οικονομική εκμετάλλευση των πολιτών, η μη εκπλήρωση του ερωτισμού της κυρίας Πανδώρας καθίσταται τόσο πιο ασήμαντη και αδιάφορη.

[Στ. 24-29· Συνειρμική μεταπήδηση από τη συγκεκριμένη εικόνα σε κάποια άλλη φαινομενικά άσχετη. Για ένα σύγχρονο ποιητή αυτές oι συνειρμικές συνδέσεις είναι συνηθισμένες. Ο ποιητής απλώνει τη ματιά του ως επάνω (βαθιά) στη Μακεδονία, όπου κάτω από το χειμωνιάτικο φεγγάρι, σαλεύει ημίκλειστη (εικόνα που δίνει έμφαση στην κίνηση του σώματος) μιλώντας μόνο περί σώματος η χηρευάμενη κυρία Πανδώρα. Η πρώτη εικόνα (σαλεύοντας ημίκλειστη) και οι φράσεις «περί σώματος» (λόγια έκφραση), «η χηρευάμενη», υποδηλώνουν πως η κυρία Πανδώρα ενδιαφέρεται (μιλάει) μόνο για το σώμα της και υποκρύπτουν κάποια ειρωνική διάθεση. Η κυρία Πανδώρα αποτελεί την άλλη όψη της ζωής, είναι πρόσωπο που βρίσκεται σε αντίθεση με τους οραματισμούς και τα ιδανικά του Φίλιππου.]














Ο Φίλιππος αναφέρεται και σ’ άλλα ποιήματα του Τάκη Σινόπουλου, όπως τα ακόλουθα: 
Άσμα XI

Μιλούσαμε για σένα Φίλιππε. Μοιράσαμε
την έγνοια ανάμεσα σε πρόσωπα που γύριζαν ελπίζοντας
μιαν έξοδο – κινήματα ασταμάτητα σε απατηλές εικόνες.
Και την ψυχή τη χάσαμε γυρεύοντας μονάχα την αλήθεια
στον κόσμο αυτό της ταραχής.
                                                Η Ελένη εστράφηκε
κατά τη θάλασσα περνώντας απ’ τη μνήμη μια παραίσθηση
μια οδύνη σ’ ένα σκυθρωπό χώρο σχημάτων.
Πίσω απ’ το φαγωμένο φράχτη ανάσαινε ανηφορικό
το κύμα σιγανό σύμβολο του παντοτινού.
Να η θάλασσα γυμνή θρησκεία επάνω η στέγη
το καλοκαίρι ακόμα φρέσκο το κρατούμε
στον ήλιο ενάργεια εναλλαγή και λάμψη.

                                                                             Η Ελένη
σώμα σιωπής κλεισμένο νόμισμα σπηλιάς όπου κατεβαίνεις
ολοένα στα τυφλά – τόσοι πολεμιστές
βουλήθηκαν να το κουρσέψουνε σε πολιτείες κινδύνων.
Θέλω να ειπώ την ώρα του χορού. Μαλλιά κάτω απ’ το φως
πυρακτωμένα μαύρα εχόρευε με στοχασμό γυρίζοντας αργά
στο νόημα του ρυθμού.
                                      Πόσο ήταν κόκκινη απ’ τη γυμνότητα
πόσο βαθιά παντοτινή το μέγιστο γυρεύοντας. Ω Ελένη
Ελένη φύγε από το φως φώναξε ο Φίλιππος στο σύνορο
που σπάζουν την ψυχή τα λόγια ω διψασμένη της φωτιάς.
Η οργή αντιλάμπισε τον παραλογισμό στην κόρα του ματιού.
Τάχα σε ποιες μέρες βρίσκεται η καταγωγή τούτου του πόνου
εκεί που ακινητούνε τα όνειρα και μοιάζουν γεγονότα.
Θυμήσου Ελένη ο λόφος με τα μήλα ανέβαινε από εδώ
και τότες ήταν ήλιος αφανίστηκε
ήτανε τότες ήλιος ο καλύτερος ξανάπε σιγανά
πιο απέραντος ο τόπος τα θηράματα
σαν φώτα σιωπηλά στον ύπνο. Μα πώς να κερδίσουμε
το παρελθόν που υπήρξε αφού το σήμερα αγωνίζεται
κι αυτό να υπάρξει με σπασμένους αγκώνες δεν ξέρουμε αν
υπάρχει φέρνοντας μιαν υπερήφανη άνθιση ασυλλόγιστης
οργής στο καλοκαίρι τούτο που είναι αφάνταστα
                                                          πικρό. Δυο φουντωτές
συκιές στο βάθος τα κλαδιά κι η σκόνη ράγιζαν το φως.
Η Ελένη εμπρός στη θάλασσα θέλω να ζήσω συλλογίστηκε
με δύναμη. Μα εσείς ανάμεσα στην πυρκαγιά και την κραυγή
κρατήστε με να μη βουλιάξω με την αίσθηση
τούτης της μοναξιάς.
                             Ποιος φώναξε
θα φύγουμε όλοι αργά για το λουτρό καθένας με σχήμα του
κλείνοντας έναν κόσμο ολάκερο παραφοράς κι οδύνης
σαν έρθει από το λόφο νέο φεγγάρι. Κι όταν φύγουμε
του μάρτυρα το λόγο ποιος θα ακούσει;
                                                                    Εκύλησε η φωνή
σβήνοντας χαμηλά. Κύκλοι σιωπής. Το καλοκαίρι ζωντανό
τα χόρτα ακόμη ζωντανά στ’ αντίφεγγο του φεγγαριού.
                                                Ήρθε το νέο φεγγάρι βλέφαρο
χρυσό και μαύρο. Υπάρχουν
πέρα από μας ίσως μες στην ακινησία του χρόνου
μέρες πιο φωτεινές. Τότε θα σηκωθούν
για να γυρέψουν δίκιο και συχώρεση όλα που γεννήθηκαν
στον πόνο και τον παραλογισμό. Και συ θα ‘σαι το ανάκρουσμα
της μέλλουσας επιστροφής.
                                      Το ξέρω ναι ψιθύρισε
η Ελένη μπαίνοντας πικρή στη θάλασσα. Η φωτιά
και το χαμόγελο θα με γεννήσουν πάλι. Πέρα από τη φωνή
δεν άκουγε ούτε την οδύνη της. Και τότε
θα ‘ναι όμορφα τα βράδια με το ροζ τραπεζομάντιλο
κι ο Φίλιππος – μιλούσαμε για σένα Φίλιππε –
πυροβολώντας άσκοπα πίσω από τις συκιές
θα ‘ρχόταν ύστερα κουμπώνοντας το λερωμένο αμπέχωνο.



Τάκη Σινόπουλου, «Εκείνος ο Φίλιππος»

Ου γαρ έτι σάρκας τε και οστέα έχει
                  ΟΜΗΡΟΣ

Πεθαμένος στα δύσκολα χρόνια
 μια μέρα ξαφνικά που αντίκρισε
 τις κόκκινες οξυές πιο χαμηλά
 το σπίτι του πνιγμένο στον ποταμό.
Τώρα στυπόχαρτα μελάνι διαβήτες.
Απορώ πώς ήρθε αξύριστος την ώρα
 που κούρδιζα το μεγάλο εκκρεμές
 και του εφώναξα σα να τον έβλεπα
 να ξύνει όπως παλιά τα νύχια του
 με το σουγιά. Ε Φίλιππε
 γιόμισε παρακαλώ την πίπα μου. Ο καπνός
 είναι δεξιά πιο πέρα στο ντουλάπι.
Τότε τριγύρω σφίχτηκε αμνημόνευτη σιγή.
Κι έστριψα. Παράξενο
 ήμουνα σίγουρος που ήταν ο Φίλιππος
 κοντά στη γωνιά του τραπεζιού μ’ εκείνη
 την τρύπα στο λαιμό που τον έκανε
 να μοιάζει με λείψανο.

Δε θα ’χει τώρα μήτε σάρκα μήτε οστά.
Τα γένεια του όμως θα ’χουνε θεριέψει.

Από τη συλλογή Μεταίχμιο (1951)

[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι. 1951-1964, Ερμής, Αθήνα 31990, σ. 27]


 






Ο καιόμενος
«Ο Καιόμενος» είναι το πρώτο από τα δεκαεπτά ποιήματα της συλλογής  Μεταίχμιο Β, την οποία εξέδωσε το 1957. Περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα, κατά την ένδειξη του ίδιου του ποιητή, στο διάστημα 1949-1955. Σημειώνει ο ίδιος σχετικά: «γραφόταν έξι χρόνια και κλείνει μέσα της τις εμπειρίες του εμφύλιου και της ατμόσφαιρας μετά απ’ αυτόν»
Θέμα του ποιήματος είναι η πολιτική διαμαρτυρία, με αυτοπυρπόληση ενός απογοητευμένου ιδεολόγου και η αντίδραση του πλήθους και του ποιητή, ή «η συμβολική εικόνα του ανθρώπου που θυσιάζει τον εαυτό του σαν ιερό σφάγιο-μια πράξη στην οποία συμμετέχει κι ο ίδιος ο ποιητής».
Το ποίημα δεν αποτυπώνει ένα γεγονός αλλά εκφράζει μια ενορατική, προφητική επινόηση του ποιητή. Για τον «Καιόμενο» είπε ο ποιητής σε κάποια συνέντευξή του: «Κανείς δεν γίνεται ποιητής χωρίς να πληρώσει προσωπικά. Αυτό να το ξέρετε. Προπαντός μέσα στο δικό μας το χώρο, στην Ελλάδα, που δεν είναι πια δικός μας. Κάποτε στα 1957, έγινα προφήτης γράφοντας τον «Καιόμενο». Ύστερα ήρθανε οι αυτοπυρπολήσεις των βουδιστών καλόγερων1στο Βιετνάμ, ύστερα του Πάλαντς στη Τσεχοσλοβακία και του Γεωργάκη στη Γένοβα. Τον Οκτώβρη του ’74 έγραψα το 16ο ποίημα του «Δοκιμίου»2 στο Χρονικό. Αργότερα σκοτώθηκε ο Αλέξανδρος Παναγούλης».
Στον τίτλο ο παροντικός χρόνος της μετοχής δηλώνει τη διάρκεια μιας πράξης εν ενεργεία που συμβαίνει στο παρόν και εξακοντίζεται στο μέλλον. Καιόμενος είναι ο μάρτυρας που θυσιάζεται, γιατί με τη θυσία του υπερβαίνει τα αδιέξοδα της ζωής και στέλνει ένα πυρίκαυστο μήνυμα καθάρσεως. Αλλά και  ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσα στα δυο, ίσως και ο καθένας από μας που, ενώ βιώνουμε τα ηθικά και υπαρξιακά αδιέξοδα, δεν έχουμε οδό διαφυγής.

Το ποίημα χωρίζεται σε δυο νοηματικές ενότητες:
στ. 1-13: ο αφηγητής ταυτίζεται με τον ποιητή.
στ. 14-16: σχολιασμός και φιλοσοφική αναγωγή του συμβάντος.

α ενότητα: στ. 1-13

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! Είπε ένας από το πλήθος
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο  όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Η σκηνή του ποιήματος ανοίγει με μια κραυγή3 γεμάτη θαυμασμό ενός από το πλήθος. Όλοι γύρισαν γεμάτοι έκπληξη τα μάτια να δουν το παράξενο και τραγικό θέαμα. Το ποιητικό μοτίβο της απορίας μπροστά στο παράδοξο γεγονός το βρίσκουμε και στο πρώτο ποίημα, τον «Ελπήνορα».

Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ‘ναι εκείνος
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα4

Η αντίδραση του πλήθους είναι τυπική, δεν εκφράζει κάποιο συναίσθημα. Όμως αναγνωρίζουν το μάρτυρα, είναι εκείνος που οργισμένος είχε αποστρέψει το πρόσωπό του (θυμίζει ο στίχος το βιβλικό λόγιο «απόστρεψον το πρόσωπό Σου από των αμαρτιών μου») από τις επιλογές τους, τους ηθικούς συμβιβασμούς, τις αντιλήψεις του πλήθους. Είχαν μιλήσει μαζί του, ποιος ξέρει τι του είχαν τάξει, τι του είχαν υποσχεθεί «λάφυρα και σειρήνες», αλλ’ αυτός, όπως ο Φίλιππος, ο ήρωας του ομώνυμου ποιήματος από την ίδια συλλογή, ήταν «στραμμένος σ’ άλλα οράματα».
Οι πρώτοι στίχοι σκιαγραφούν κατά τρόπο ακαριαίο το μάρτυρα. Είναι μια όρθια παρουσία, μια ανένδοτη συνείδηση, ένας ιδεαλιστής που αντιτίθεται στο πλήθος, προσηλωμένος στο όραμά του. Αποστρέφεται τις φτηνές δοσοληψίες και συναλλαγές που μειώνουν την υπόσταση του ανθρώπου. Έχει πρόσωπο, εκεί που πολλοί άλλοι έχουν χάσει το πρόσωπό τους, που εμπορεύτηκαν τον ηθικό εαυτό τους. Ήδη με τη φράση «και τώρα καίγεται» έχει αρχίσει η τραγική περιπέτειά του, που από ελεύθερη βούληση επέλεξε ως το μόνο τρόπο αντίστασης και εναντίωσης, αποστασιοποιημένος από το πλήθος, βυθισμένος στη βαθυνόητη σιωπή του, την υπαρξιακή μοναξιά του. Στο σημείο αυτό ο ποιητής εκφράζει την απορία του γιατί δε ζητάει βοήθεια, δεν μιλά, δεν κραυγάζει (επομένως η απόφασή του είναι οριστική και αμετάκλητη), δεν επαναστατεί, όμως το φλεγόμενο σώμα του είναι η πιο διαπεραστική κραυγή, η έμπρακτη ομολογία, η πλήρης αποδοχή ενός ανέφικτου και δυσπρόσιτου ιδεώδους.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ο ποιητής αποχωρίζεται από το πλήθος και στο εξής δρα ως μεμονωμένη παρουσία. Εκείνος (ο ποιητής) είναι γήινος και δηλώνει ότι παραξενεύεται γιατί ο μάρτυρας υπερβαίνει το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, την οξεία αίσθηση του σωματικού άλγους. Δύο εναγώνια ερωτήματα ανακύπτουν που ωθούν την ένταση και τη θεατρικότητα του μύθου στο υπέρτατο σημείο:

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Όπως οι τρεις παίδες εν καμίνω,5 οι μάρτυρες του Χριστιανισμού ή ο Γρηγόρης Αυξεντίου στο ολοκαύτωμα του Μαχαιρά, βιώνουν το πάθος του ολοκαυτώματος, αναιρώντας τη γήινη υπόστασή τους έτσι και ο καιόμενος ανάγεται σ’ ένα υπερούσιο σύμβολο που καταλύει τη δυναστεία της ανθρώπινης οδύνης.
Έτσι υφαίνει ο ποιητής-αφηγητής μια σπαράσσουσα μυθολογία του υπάρχειν, αποδίδοντας μια πρωτεϊκή πληρότητα της υπάρξεως, απ’ όπου αναθρώσκει κυρίαρχη η ουσία του τραγικού «ως έκδικα πάσχει».

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.

Η αφήγηση του δράματος διακόπτεται προς στιγμήν για να δηλωθεί ο χώρος, όπου διαδραματίζεται το γεγονός, μια χώρα σκοτεινή και ανελεύθερη, ένας κεντρικός δρόμος, μια πλατεία μιας πολυανθρώπινης, καταδυναστευόμενης πολιτείας (ίσως η πλατεία του Πανεπιστημίου της Πράγας όπου αργότερα κάηκε ζωντανός ο Γιαν Πάλατς) διαγράφουν εναργώς τη σκηνοθεσία του μύθου. Σ’ αυτή τη σκοτεινή και δύσκολη χώρα ο αφηγητής εκφράζει το φόβο του που τον υποθάλπει η απαγορευτική παραίνεση του πλήθους. Οι άνθρωποι, ο πολύπαθος λαός έχει πικράν πείρα της απολυταρχικής, τυραννικής εξουσίας που θέλει τους πολίτες πειθήνια όργανά της, χωρίς αυτοβουλία, αλλοτριωμένους από τον αυθεντικό εαυτό τους. Ο αφηγητής σαφώς υπαινίσσεται την Ελλάδα τη συγκεκριμένη εποχή του εμφύλιου διχασμού και των μετέπειτα χρόνων.
Συναφείς αναφορές:
Τοπίο θανάτου
Το κατάμαυρο καράβι («Ελπήνωρ»)

Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας
μαύρισε το μυαλό ένα μακρύ ποτάμι το αίμα («Φίλιππος»)

Και βαδίσανε καταπάνου, στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος  και κατ’ αδελφού μικρού ο μεγάλος («Η αυλή των προβάτων», Άξιον εστί, Ο. Ελύτη)

Είναι μια εποχή, ζοφερό σκηνικό μιας διαιωνιζόμενης εθνικής τραγωδίας και μέσα από τα κολαστήριά της ο ποιητής συναρθρώνει την ποιητική του οικουμένη, συνθέτοντας μυθικές μορφές, πρόσωπα, προσωπεία με μια εκρηκτική εικονοπλασία, σκοτεινά χρώματα, «μεγάλο μαύρο φως».

‘Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Εκείνος πέρα και πάνω από τη δίνη των καιρών, τον ηδονοθηρισμό ή την καταναλωτική μεταφυσική, αλλιώς ωραίος, ολοκληρώνει τη θυσία του στην παντοκρατορία του πυρός. Βυθίζεται και αναλίσκεται στην οντολογική μοναξιά του.
Εάν δεχτούμε την εύστοχη παρατήρηση ενός μελετητή ότι βασική συνιστώσα της ποιητικής του Σινόπουλου είναι το τρίπτυχο έρωτας-θάνατος-απόλυτη μοναξιά, εδώ επαληθεύεται με έντονη προφάνεια, ο έρωτας της ελευθερίας, η αιώνια οντολογική μοναξιά του ανθρώπου, όπου φεγγοβολεί ο αστερισμός του θανάτου. Ο θάνατος όμως μεταστοιχειώνει το ακήρατο πρόσωπό του σε ήλιο. «Ολέθριο, αφανιστικό και ανελέητο που όμοιό του δεν υπάρχει σ’ ολόκληρη την ελληνική λογοτεχνία, από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα» κατά τον Φράϊερ. Το φως του ήλιου αφανίζει το φθαρτό σώμα, αλλά εξαγνίζει και αποθεώνει την ψυχή και το πνεύμα. «Του ήλιου το μέγα φως» εξαγγέλλει, προοιωνίζεται μιαν άλλη εποχή. Ο μάρτυρας μεθίσταται δικαιωμένος σε μεταφυσικό, υπερβατικό επίπεδο με το φωτοστέφανο του μαρτυρίου, «ένοικος τώρα του παντοτεινού κεκυρωμένος»6 στο χώρο του πνεύματος. Παράβαλε το ευαγγελικό διακείμενο «Και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος»(Ματθ. ΙΖ, 1)

β ενότητα : στ. 14-16

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
Άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο7

Ενώ το δράμα του καιόμενου έχει συντελεστεί, ο ποιητής-αφηγητής προβαίνει σε μια φιλοσοφική θεώρηση, σ’ έναν καίριο σχολιασμό του. Από καταβολής κόσμου κάποιοι είναι μέσα στη φωτιά, μέσα στην καρδιά των εξελίξεων, που προσελκύουν με την ανυπόταχτη φύση τους τους κεραυνούς και τις θύελλες, όπως τα αιωνόβια, πανύψηλα δέντρα, είναι αυτοί που επιλέγουν αυτοπροαίρετα τον πιο δύσκολο δρόμο, ακολουθώντας την επιταγή της συνειδήσεώς τους και έρχονται σε σύγκρουση μ’ αυτά που άλλοι ασμένως αποδέχονται, που γεννιούνται με το άστρο του θανάτου στο μέτωπό τους, έτοιμοι να επωμισθούν τη μοίρα του έθνους και της ανθρωπότητας, να θυσιάσουν τον εαυτό τους.
Κάποιοι άλλοι χειροκροτούν, θαυμάζουν, απορούν, επικροτούν, αλλά από τις κερκίδες θεώνται τα δρώμενα στην αρένα της ζωής, τηρώντας απόσταση ασφαλείας.
Και ο ποιητής, ο στοχαστής, ο καλλιτέχνης διαμελίζεται, διχάζεται στα δυο. Ένας αιώνιος δυϊσμός που επαναλαμβάνεται εσαεί. Ο ποιητής αναντίρρητα τάσσεται με τους μάρτυρες, τους ιδεολόγους, τους στρατευμένους σ’ ένα μεγάλο σκοπό, αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί στην πράξη μαζί τους.8
Εν τέλει ο ποιητής-αφηγητής είναι τραγικό πρόσωπο, γιατί διχάζεται ανάμεσα σε δύο στάσεις του βίου, χωρίς να μπορεί να βρει τη λύτρωση στα εναγώνια ερωτήματα που τον ταλανίζουν. Συγκλονίζεται από την αυτοπυρπόληση του ιδεολόγου και θέλει να αποστασιοποιηθεί από το απαθές πλήθος, αλλά διστάζει, έτσι μετεωρίζεται και καίγεται με άλλον τρόπο και καθίσταται αυτόχρημα τραγικός.
Επομένως τα πρόσωπα του ποιήματος, το πλήθος, ο ποιητής που μετεωρίζεται ανάμεσά τους εκφράζουν τρεις διαφορετικές οπτικές του κόσμου, τρεις στάσεις ζωής.
Και στο ποίημα «Φίλιππος» ο ποιητής είναι ψυχικά διχασμένος ανάμεσα στους αγωνιστές-μάρτυρες που ενσαρκώνει ο Φίλιππος και στους άλλους «με τα ερειπωμένα πρόσωπα» που έχασαν το «αληθινό τους πρόσωπο» ή που μιλούν μόνο «περί σώματος».
Σημειωτέον ότι ο Τ. Σινόπουλος ήταν ανθυπίατρος στον Εθνικό Στρατό στη διάρκεια του εμφύλιου μέχρι το 1949. Συνεπώς έζησε εξ επαφής το αμοιβαίο, αδυσώπητο μίσος στη σκοτεινή χώρα, αθροίζοντας με δέος τα σπαράγματα της τραγικής γενιάς του. Άλλωστε δύο συλλογές του έχουν αυτό τον καίριο τίτλο: Μεταίχμιο (κρίσιμη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ανασυρμένα ξίφη, σε αντίνομες καταστάσεις), λέξη κλειδί στο σύστημα της ποιητικής του που αποτυπώνει εναργέστατα αυτό το μετεωρισμό, την αγωνιώδη έφεση για ισορροπία ανάμεσα στα διεστώτα. Η ποίησή του τοποθετείται στο μεταίχμιο παρόντος και παρελθόντος, στο μεταίχμιο καταστάσεων, δράστης και θεώμενος ανάμεσα στις συντεταγμένες του χρόνου και του χώρου, στο μεταίχμιο του έρωτα και του θανάτου. «Δεν ονειρεύομαι όταν λέω πως μ’ έκοψαν στα δυο τα σύννεφα και τα φαντάσματα».

Αισθητική αποτίμηση

Ο καιόμενος συνιστά μια τραγωδία εν συνόψει με κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Με τη θυσία του εξαγνίζεται και καθαίρεται η εν πολλαίς αμαρτίαις φλεγμαίνουσα κοινωνία και η σκοτεινή χώρα προς στιγμήν καταυγάζεται από το υπερφυσικό φως του προσώπου του.
Επίσης, πρέπει να εξαρθεί η σοφή αρχιτεκτονική του ποιήματος. Ο ποιητής δομεί το μύθο σε επίπεδα, σε πλάνα (όπως φαίνεται από τη διαίρεση σε οκτώ ενότητες), με διάκενα μεταξύ τους που φορτίζουν τη δραματική ένταση, καθώς ενισχύεται από τα κενά της αφήγησης.
Το ποίημα λειτουργεί με τη μέθοδο μιας κινηματογραφικής απεικόνισης ενός «κινηματογραφικού ταυτοχρονισμού» που δίνει την ευχέρεια στον αφηγητή να αποδώσει ένα γεγονός εισάγοντας ταυτόχρονα τον αναγνώστη στο χώρο του ποιητικού υποκειμένου.
Επισημαίνουμε, προς τούτοις, την πολυπρόσωπη αφήγηση. Στο ποίημα συνυπάρχουν σαφώς πολλές αφηγηματικές φωνές.
Η αφήγηση αρχίζει in medias res. Κάποιος ξεχωρίζει από το πλήθος και φωνάζει «κοιτάχτε». Έπειτα ο κύριος αφηγητής που αποτελεί ένα τυχαίο άτομο του πλήθους χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό πρόσωπο για να διηγηθεί όσα ως αυτόπτης μάρτυρας παρατηρεί («γυρίσαμε», «μιλήσαμε»), ενώ δίνονται σε ενικό πρόσωπο οι κινήσεις του καιομένου («ήταν», «απόστρεψε το πρόσωπό του»). Εν συνεχεία. Όπως ήδη αναφέραμε, ο αφηγητής αυτονομείται από το πλήθος, μιλώντας στο πρώτο ενικό πρόσωπο: «Διστάζω. Λέω να πάω εκεί…». Η συνύπαρξη των διαφόρων αφηγηματικών φωνών συναρτάται άμεσα με το δισυπόστατο ρόλο, το μετεωρισμό του ποιητή-αφηγητή σε δύο οπτικές του κόσμου.



Γ. Η ποιητική συλλογή Μεταίχμιο Β 
Το Μεταίχμιο, όπου εντάσσεται «Ο καιόμενος», είναι η τέταρτη συλλογή μετά τα έργα Μεταίχμιο (1951), Άσματα (1955), Γνωριμία με το Μαξ (1956). Περιλαμβάνει δεκαεπτά ποιήματα με έντονο δραματικό και αφηγηματικό στοιχείο, όπου και τα τρία γνωστά ποιήματα: «Ο καιόμενος», «Ο Φίλιππος», «Ο Οδυσσέας στο ποτάμι».
Μετά την ευτυχισμένη παρένθεση, το διάλειμμα χαράς της Γνωριμίας με το Μαξ, επιστρέφει ο ποιητής στο εφιαλτικό τοπίο, το ρημαγμένο από τον πόλεμο, όπως στις προηγούμενες συλλογές. Εδώ κυριαρχεί μια ζοφερή συνείδηση του θανάτου. Η νύχτα και το σκοτάδι πυκνώνουν, «καθώς απομακρύνεται το πράσινο φως, η πράσινη οργιαστική βλάστηση της αιωνιότητας». Ο κόσμος μοιάζει με νησί θανάτου (10ο ποίημα), όπου περιπολούν μοναχικές μορφές, νεκροί και επιζώντες κι ανάμεσά τους ο ποιητής που βασανίζεται από τα φαντάσματα των φίλων που δεν μπορεί να εξορκίσει

και πέθαναν
τους πήρε το ποτάμι τον κατήφορο τους τσάκισε
τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό
κατόπιν μας βασάνιζε η ψυχή τους («Μαρία», Συλλογή Ι, σ. 16)

Στην ενδοχώρα της συλλογής ανιχνεύουμε ποιήματα, ονειρικούς εφιάλτες, όπως το εκτενές Συμπόσιο, όπου οι Μάγοι, άνθρωποι πανύψηλοι του Νόμου, τον άδραξαν και τον έσυραν (τον αφηγητή-ποιητή) έξω από την εκκλησιά, ολομόναχο, στο ανελέητο φως του κόσμου,

Χαμένο έρημο παλεύοντας χωρίς φωνή με τούτη την απέραντη
τυφλή παγκόσμια φρίκη.

Σ’ αυτό το απανθρακωμένο από τον ήλιο, τη φωτιά, το θάνατο τοπίο συναντάμε τεράστια συρματοπλέγματα, προβολείς, πολυβόλα, σώματα γεμάτα πληγές, φύλακες και σκυλιά που ορμούν να κατασπαράξουν δεσμώτες, ανθρώπους-νούμερα που δολοφονούνται εν ψυχρώ, «μια θάλασσα κατάμαυρο διαμάντι», ‘του ήλιου το μέγα φως που καπνίζει στα χαλάσματα της θάλασσας» και «τα πουλιά σε στάλες αίμα στο φως». Και ψάχνεις μες στην ερημιά, στις πέτρες και στα χώματα εναγώνια να βρεις το ποτάμι την Ντοάνα, τον ποταμό Ερύμανθο, που αρδεύει όλη την ποίηση του Σινόπουλου και προβάλλει σαν δύναμη λυτρωτική.

Όμως
Έτσι μέσα στο φως τ’ απέραντο τ’ άσπρο ποτάμι
Δε θα ‘ρθει, πρόσμενε ποτέ δε θα ‘ρθει. («Ντοάνα», Συλλογή Ι, σ. 128)

Σ’ αυτή την ποιητική συλλογή, όπως άλλωστε σ’ όλη την ποιητική διαδρομή του, ο Σινόπουλος αναδεικνύει και εμφαίνει την τραγική διάσταση της ζωής, που μεταμορφώνεται σε υπαρξιακή αγωνία


1. Οι Βουδιστές μοναχοί επέλεξαν αυτό τον τρόπο διαμαρτυρίας εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, εμπνεόμενοι από την Ομιλία της Φωτιάς του Βούδα. Ο Πάλαντς κάηκε ζωντανός, διαμαρτυρόμενος το 1968 για την εισβολή των Ρώσων στη Τσεχοσλοβακία και ο Γεωργάκης για τη στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα.
2. Παρατίθεται ολόκληρο το ποίημα:

            7/10/74
 Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα ακο-
 λουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο.

 Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.

  Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένο αλλά-
  ζουν θέση δεν ξυπνάνε.

  Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά που
  Περπατάνε οι δολοφόνοι.

 Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους.

3.   Οι κραυγές, οι φωνές αγωνίας ακούγονται συχνά στην ποίηση του Σινόπουλου. Άραγε     
υποδηλώνουν τη μοναξιά, την εξάρθρωση του λόγου, την έλλειψη επικοινωνίας  ανάμεσα  
στους ανθρώπους;

Και τότε του εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα
Δε γύρισε να δει. Δεν άκουσε. Και τότε πάλι εφώναξα
Βαθιά τρομάζοντας…(«Ελπήνωρ», Συλλογή Ι, σ. 11)

Φύγε, της φώναξα όλα καίγονται εδώ πέρα. Φύγε Ελένη («Άσμα  VII», Συλλογή Ι σ. 64)

Ιωάννα! Φώναξα μέσα στη νύχτα. Ιωάννα («Το άσμα της Ιωάννας και του 
Κωνσταντίνου»), Συλλογή Ι, σ. 182).

Τώρα φωνάζοντας ανάμεσα σε δυο ήλιους φοβερούς
Μη ξέροντας γιατί φωνάζω τη νύχτα ποια φωνάζω τη νύχτα («Ο επιζών»,
Συλλογή Ι, σ. 187)

«Ελπήνωρ», Συλλογή Ι. σ. 11
4.   «Και οι τρεις ούτοι, Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, έπεσαν εις μέσον της καμίνου του πυρός της καιομένης πεπεδημένοι. Και περιεπάτουν εις μέσον της φλογός υμνούντες τον Θεόν και ευλογούντες τον Κύριον». (Παλαιά Διαθήκη, Δανιήλ, Κεφ. Γ, στ. 23.)
5.            «Νεκρόδειπνος», Συλλογή ΙΙ, σ. 85.
6.            Ο Κίμων Φράιερ σημειώνει: «Ενώ στο πρώτο Μεταίχμιο ο τρόμος εξουδετερωνόταν κάπως, καθώς παρουσιάζονταν κατά καιρούς με το ένδυμα της κλασικής μυθολογίας, στο Μεταίχμιο Β εμφανίζεται γυμνός. Πρόσωπα και χώροι μεταβάλλονται σε βίαια και διαφανή σύμβολα και, για πρώτη φορά, στην ποίησή του ο Σινόπουλος κοιτάζει τον πόλεμο και ό,τι ακολούθησε με σαφή πολιτική αντίληψη. Το κάψιμο, η φωτιά και η πυρκαγιά είναι από τις κύριες εικόνες αυτού του βιβλίου (…). Ο ίδιος ο ποιητής, περισσότερο ταλαντευόμενος ανάμεσα σε αντιφατικές ψυχικές καταστάσεις, κοιτάζει έναν άνθρωπο που καίγεται στη φωτιά, θέλει να τον βοηθήσει, φοβάται. Τελικά, παραμένει με το πλήθος σαν θεατής ενός δράματος, στο οποίο ωστόσο συμμετέχει ψυχικά και ο ίδιος(…). Ο κόσμος στην εποχή μας ΄χει γίνει παρανάλωμα του πυρός, αλλά και ταυτόχρονα θεατής που χειροκροτεί αυτή τη φωτιά, βλέποντας τηλεόραση, συμμετέχοντας, αλλά παραμένοντας στην απομόνωσή του, ενώ οι σπουδαστές της Πράγας και οι βουδιστές μοναχοί του Βιετνάμ μεταβάλλονται σε θυσιαστήριες δάδες διαμαρτυρίας, εναντίον ενός σχιζοφρενικού κόσμου, ο ποιητής, ως ο πιο ευαίσθητος παρατηρητής του και συμμέτοχος, έχει γίνει κι αυτός κατά κάποιον τρόπο σχιζοφρενικός. Προσβλημένος από την ασθένεια της εποχής μας, είναι μια ύπαρξη διχοτομημένη, όπως οι ερμαφρόδιτοι της Διοτίμας, που κομμένοι στη μέση, ύστερα από την ύβρη τους, από τον κεραύνιο Δία αγωνίζονται, μάταια, να ξανακερδίσουν τη χαμένη τους ακεραιότητα. (Κίμων Φράιερ, Τοπίο θανάτου, ό.π. σσ 27, 28-29)
7.             «Εμένα μ’ ενδιαφέρει ο πάσχων συγκεκριμένος άνθρωπος, αυτός που σκοτώνεται, αυτός που βασανίζεται, ο πεινασμένος, αυτός που πάει να σώσει τον άλλον από τη φωτιά και καίγεται κι αυτός μαζί. Εγώ σαν ποιητής μοιράζομαι στα δυο, υποφέρω, βλέποντάς τους ή δρώντας μαζί μ’ αυτούς», αναφέρει σχετικά ο Τάκης Σινόπουλος.







Παράλληλο
Άρη Αλεξάνδρου, «Η αναμμένη λάμπα»

Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π Γ
 σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο
 θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας
 έτσι που νότιζε τους τοίχους του κελιού
 ήταν αναπόφευκτο να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της
 και ν’ ακουστεί
σαν ουρλιαχτό
σαν εκπυρσοκρότηση.
Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας κι άλλα στην καθοδήγηση
 θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως εγώ
 ήμουνα μονάχα παραλήπτης
 των όσων μου ’στελναν γραμμένα με λεμόνι
 οι φυλακισμένοι
και των δυο ημισφαιρίων.
Αν μου πρέπει τιμή
 είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη μέσα στην κάμαρά μου
 κ’ έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων
 κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές πάνω από τη φλόγα.

Από τη συλλογή Ευθύτης οδών (1959)

[πηγή: Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1971), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 21981, σ. 116]

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1.   Σε τι αποβλέπει η επανάληψη της φράσης « Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος»;
2.   Ποιος είναι ο χώρος και ο χρόνος της αφήγησης και με ποια εκφραστικά μέσα αποδίδεται η αίσθηση της ακινησίας και της ανθρώπινης απουσίας στο ποίημα ‘Φίλιππος»;
3.   Ποιος είναι ο αφηγητής στο ποίημα; Πώς επιδρά στην ψυχική του διάθεση η απουσία του Φιλίππου; Ποια στοιχεία προσδίδουν στο ποίημα στοιχεία μονολόγου;
4.   Ο κόσμος της ποίησης του Σινόπουλου είναι κόσμος σπαραγμένος, ρημαγμένος, γεμάτος φωτιές και κραυγές. Να σχολιάσετε την άποψη αυτή με βάση το εξεταζόμενο ποίημα
5.   Δύο αντίθετοι ανθρώπινοι τύποι σκιαγραφούνται στο παρακάτω απόσπασμα από τον Τελευταίο σταθμό του Σεφέρη. Ποιοι είναι αυτοί και τι ομοιότητες παρουσιάζουν με τα πρόσωπα που κινούνται στο Φίλιππο του Σινόπουλου;
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,
            τη Συρία∙
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
            Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους∙
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο∙
χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
………………………………………………
Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας∙ «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.


Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

6.   Να ερευνήσετε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο χρόνος στον Καιόμενο του Σινόπουλου
7.   Σε πόσα πλάνα δομείται το ποίημα και πώς αυτά καθορίζουν τον τίτλο του ποιήματος;
8.   Ποια στοιχεία του ποιήματος Καιόμενος το εντάσσουν στη μοντέρνα ποίηση;
9.   Να εντοπίσετε και στα δύο ποιήματα τη διάθεση του ποιητικού υποκειμένου και να την ερμηνεύσετε
10.                Να βρείτε τις αναλογίες του ποιήματος του Τ. Σινόπουλου Ο Καιόμενος με το ποίημα του Δ. Μούτση «Αντώνης Β΄» ως προς το περιεχόμενο, την τεχνική και την πρόθεση της γραφής
Ούτε καιρός για τελετές
 στεφάνια και λουλούδια
 για ψαλμωδίες χριστιανικές
 για πένθιμα τραγούδια
 μόνο γενναίοι τυμπανιστές
 να’ ρθουν να παίξουν ως αρμόζει εδώ
 μπροστά σ’ αυτό το θάνατο
 που δε ζητάει συγγνώμη.

Φωτιά!
Μια παντοδύναμη φωτιά
 που καίει και με παγώνει
 κι είσαι μακριά πολύ μακριά
 μ’ από το νου και την καρδιά
 κι από το βάθος της ψυχής
 που στ’ άπειρο ζυγώνει
 τα λόγια αυτά τα σκοτεινά
 σου τραγουδάω Αντώνη.

Σαν έτοιμος από καιρό
 που αναβολή δεν παίρνει
 σαν έτοιμος για εκδίκηση
 το νόημα με βαραίνει
 μέγα ανατρίχιασμα βουβό
 σαν πύρινο σεντόνι σε τύλιξε
 που η λάμψη του ως τα μάτια μου
 φτάνει και με τυφλώνει.

Κι όπως η σκέψη μου γυρνάει
 σαν φλογισμένη ρόδα
 εκεί βαθειά στου λογισμού
 τ’ απόκρυφα λημέρια
 σ’ αιώνες πίσω σκοτεινούς με πας
 καθώς ακίνητος μοιάζεις
 αρχαίο φλεγόμενο άγαλμα
 στων χριστιανών τα χέρια.

Φωτιά!
Μια παντοδύναμη φωτιά
 που καίει και με παγώνει
 κι είσαι μακριά πολύ μακριά
 μ’ από το νου και την καρδιά
 κι από το βάθος της ψυχής
 που στ’ άπειρο ζυγώνει
 τα λόγια αυτά τα σκοτεινά
 σου τραγουδάω Αντώνη.


Δεν υπάρχουν σχόλια: