Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Γλώσσα και πολιτική

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  20/05/2012 05:45 
Δέκα μέρες μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές της 6ης Μαΐου το εκλογικό παιγνίδι μέχρι στιγμής συνεχίζεται μεταξύ ανάληψης και επανάληψης, πλησιάζοντας στο όριο λογικής και πολιτικής σχιζοφρένειας, στην οποία συμβάλλει και η αύξουσα γλωσσική ακράτεια. Γεγονός που ευνοεί το συμπέρασμα ότι έχουν διαταραχθεί, σε βάθος πλέον, οι, αμφίβολες έτσι κι αλλιώς, σχέσεις γλώσσας και πολιτικής, οι οποίες εξάλλου ποτέ δεν ήταν στον τόπο μας ειδυλλιακές. Εξαιτίας και της ελλειμματικής μας παιδείας, όπου διαπρέπουν, με σπάνιες εξαιρέσεις, τα έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και κατά πλειοψηφία εξέχοντα στελέχη των κομματικών παρατάξεων - μικρών, μεγάλων και μικρομέγαλων. Οπότε δεν βλάφτει λίγη θεωρητική συζήτηση, μήπως χαλαρώσουν κάπως τα τεντωμένα νεύρα μας. Ζητούμενο παραμένουν οι πραγματικές (αν υπάρχουν) επαφές γλώσσας και πολιτικής, όταν και όπου παίρνουν τη μορφή αμοιβαίων ανταλλαγών και συναλλαγών. Επ' αυτού τρία, αυτονόητα μάλλον, ερωτήματα:

1. Οι ανταλλαγές και οι συναλλαγές της γλώσσας (κυρίως ως γραφής) και της πολιτικής (προπάντων ως κυβερνητικής πράξης και πρακτικής) ευνοούν ή διαταράσσουν την όποια συγγένεια των δύο όρων; Αν συμβαίνει το πρώτο, η προτεινόμενη συγγένεια είναι πρώτου ή δεύτερου βαθμού; Μήπως, παρά τη συγγένειά τους, γλώσσα και πολιτική αναπτύσσουν και αντίπαλες σχέσεις μεταξύ τους, που μπορεί να φτάσουν έως τη ρήξη;

2. Αν όντως γλώσσα και πολιτική ανταλλάσσονται και συναλλάσσονται, σημαίνει άραγε το αλισβερίσι αυτό ότι λείπει από τον κάθε όρο ο συντελεστής της αυτάρκειας, και πως αυτή η έλλειψη καθιστά απαραίτητη τη μεταξύ τους ανταλλαγή και συναλλαγή; Μήπως η πιθανή αυτή ανεπάρκεια αφορά μόνον τον έναν όρο (και τότε ποιον από τους δύο), ο οποίος διεκδικεί την ανταλλαγή και τη συναλλαγή για το δικό του συμφέρον;

3. Πρόκειται τελικώς για ισότιμους ή ανισότιμους όρους; Και αν συμβαίνει το δεύτερο, ποιος διεκδικεί το προβάδισμα και με τι λογής συνέπειες για τον άλλο που έπεται; Εκτός και αν το δίλημμα ισοτιμίας ή ανισοτιμίας γλώσσας και πολιτικής είναι πλαστό, επινοημένο για συγκεκριμένους κάθε φορά λόγους, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ταυτόσημους όρους, που ο ένας κρύβει τον άλλο προς όφελός του, καμουφλάροντας έτσι τη συμπαθητική ομογένεια σε απωθητική συγγένεια.
Προφανώς τα τρία αυτά ερωτήματα συνέχονται μεταξύ τους: το ένα παράγει το άλλο και παράγεται από αυτό, κλονίζοντας έτσι την αυτοτελή τους πραγμάτευση. Πάντως, στον βαθμό που η γλώσσα ορίζεται ως επικοινωνιακό σύνολο σύνθετου λόγου, είμαστε μάλλον υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι η πολιτική αποτελεί μέρος αυτού του όλου. Τούτο σημαίνει ότι, είτε χαρακτηρίσουμε τη γλώσσα και την πολιτική ομογενείς είτε συγγενείς είτε ετερογενείς, οφείλουμε να τις διακρίνουμε και να τις συγκρίνουμε κατά ποσόν και κατά ποιόν, για να θυμηθούμε και τον Αριστοτέλη. Ο προτεινόμενος, συγκριτικός και διακριτικός, αυτός προσδιορισμός των δύο όρων δεν φαίνεται να αδικεί κατάφωρα κανέναν από τους δύο, αφήνει όμως κάποια πρόσθετα ερωτήματα ανοιχτά.

Το πρώτο και το πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου είναι αν η πολιτική δέχεται ή ανέχεται τον αυστηρό έλεγχο της γλώσσας. Ή μήπως σε κάποιες περιπτώσεις αντιστρέφει τον παθητικό της έλεγχο σε ενεργητικό, ελέγχοντας τώρα η ίδια, με τα δικά της μέτρα και σταθμά, τη γλώσσα. Η επαρκής ωστόσο απάντηση σ' αυτό το κρίσιμο ερώτημα προϋποθέτει αυστηρότερο έλεγχο της συμπεριφοράς ειδικότερα της πολιτευόμενης γλώσσας και της ομιλούσας πολιτικής, ώστε να εντοπιστούν, όσο γίνεται, οι συγκλίνουσες και αποκλίνουσες διαφορές τους.

Αν παρά ταύτα η γλώσσα είναι καταρχήν λόγος, ενώ η πολιτική κατά βάση πράξη, μπορούμε ίσως, με κάποιες έστω επιφυλάξεις, να δεχτούμε ότι η πρώτη παραμένει μάλλον δυσπρόσιτη και κάπως αινιγματική, κρατώντας συχνά τα χαρτιά της κλειστά. Σε αντίθεση προς την πολιτική, που ισχυρίζεται ότι εκτίθεται συνεχώς στη δημοσιότητα και δέχεται καθημερινό έλεγχο. Στον βαθμό μάλιστα που προσφεύγει εξ ορισμού στον δικό της «πειστικό» στόχο (στοιχείο που το επιβάλλει η ρητορική της εξωστρέφεια), συνομολογεί η ίδια και την εξουσιαστική της πρακτική. Ενώ η γλώσσα, όταν μάλιστα ασκείται ως γραφή στον χώρο της λογοτεχνίας, επιμένει στην αμυντική και επιθετική της εσωστρέφεια, αναζητώντας το ανθρωπολογικό της εκτόπισμα. Με τους όρους αυτούς γλώσσα και πολιτική αντιμάχονται συχνά πυκνά η μία την άλλη.
Σε ομαλές περιόδους η κόντρα αυτή έχει το γούστο της. Σε προβληματικές όμως ώρες και χώρες, όπως σίγουρα είναι η δική μας παρούσα περίπτωση, μπορεί να φτάσει σε σημείο σχιζοφρένειας, εφευρίσκοντας τότε μόνη της τους δικούς της αγωγούς και προαγωγούς, που ξέρουν καλά να την εκμεταλλεύονται.
Δ.Ν. Μαρωνίτης
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο πολίτης, για να παραχωρήσει τα δικαιώματά του στον πολιτικό, πρέπει να πειστεί. Πώς θα πειστεί όμως; Με επιχειρήματα;
Εδώ έρχεται η γλώσσα να παίξει το ρόλο της πειθούς. Μια ειδική γλωσσική ορολογία δημιουργείται, πλάθεται, αναπτύσσεται, βρίσκεται σε ημερήσια διάταξη από την πλευρά του πολιτικού για να πεισθεί ο πολίτης να του παραχωρήσει τα δικαιώματά του (να τον ψηφίσει).
  1. Το πολιτικό σύνθημα
Πρώτη επιδίωξη του υποψηφίου πολιτικού είναι να εξεύρει, να σχηματίσει τα κατάλληλα συνθήματα, ανάμεσα στα οποία πρέπει να κυριαρχεί, να πρυτανεύει, το πιο βασικό σ’ όλη την προεκλογική εκστρατεία του. Ένα σύνθημα, που να σπάει κόκκαλα, να υπερέχει όλων των άλλων.
Η λέξη σύνθημα (από το συντίθημι) αποτελούσε και αποτελεί και σήμερα, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα εκ των προτέρων ηχητικό σήμα – παράγγελμα. Βοηθούσε κατά την κοινή εκφώνησή του στην έναρξη και στο συντονισμό της εργασιακής ομάδας για την παραγωγή έργου. Τα λεκτικά αυτά σήματα – συνθήματα ήσαν διατακτικού και λειτουργικού χαρακτήρα. Επιβίωση του πανάρχαιου αυτού τρόπου σε ό,τι αφορά τον ρόλο του συνθήματος, διαπιστώνουμε και σήμερα ακόμα στην κωπηλασία, στο τράβηγμα της τράτας, στην ανύψωση και την έλξη αντικειμένων με χειρωνακτικό τρόπο.
Το πολιτικό σύνθημα, όμως, έχει χάσει το λειτουργικό χαρακτήρα του και διατηρεί μόνο τον διατακτικό. Χωρίζεται επίσης από το έργο, παύει να είναι συνυφασμένο μαζί του. Υποκαθιστά επίσης την ενέργεια, τη δράση. Και τέλος προηγείται του έργου.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, από τα πράγματα, το πολιτικό σύνθημα επιδιώκει να παρασύρει τον πολίτη να προτιμήσει τον πολιτικό. Στην ουσία με το πολιτικό σύνθημα, στην ευρύτητά του, ξεγελιόμαστε όλοι. Η ενέργεια, η δράση, η πράξη, το έργο έχουν αντικατασταθεί με λέξεις. Οι λέξεις από μόνες τους δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Όσο και να λέμε (ευχόμαστε): «να ζήσεις χίλια χρόνια», κανένας δεν έχει ζήσει χίλια χρόνια.
Το πολιτικό σύνθημα δε λύνει το πρόβλημα. Άσχετα με το αν προβάλλει αιτήματα πολιτικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Δεν αρκεί η εκφώνηση και μόνο του πολιτικού συνθήματος για να λυθεί ένα πρόβλημα.
Εξ άλλου η επανάπαυσή μας στην εκφώνηση πολιτικού συνθήματος, ο εγκλωβισμός στη σημαίνουσα όψη του και η ολοκληρωτική υποταγή στον διατακτικό χαρακτήρα του, αγκυλώνει τη λειτουργία της σκέψης, την εμποδίζει στην έρευνα και στην ουσία αναστέλλει κάθε δραστηριότητα.
Στην πραγματικότητα, ο εκλογικός αγώνας είναι ένας αγώνας πολιτικών συνθημάτων, ένας αγώνας λέξεων. Η μια λέξη συγκρούεται με μια άλλη λέξη. Η σύγκρουση των πολιτικών συστημάτων, η πάλη των κοινωνικών τάξεων, η πάλη των ιδεών έχει αντικατασταθεί από την πάλη των λέξεων.
  1. Η γλώσσα των πολιτικών
Η γλώσσα των πολιτικών, ο πολιτικός λόγος, ο λόγος των πολιτικών χρησιμοποιεί πολλές μορφές προκειμένου να πείσει τον εκλογέα-πολίτη.
 α) Η τριτοπρόσωπη έκφραση
Μια μορφή του πολιτικού λόγου είναι η τριτοπρόσωπη έκφραση. Όταν μιλάει ο πολιτικός χρησιμοποιεί το γ’ πρόσωπο του ενικού. Η πρωταρχική χρήση του τρίτου προσώπου του ενικού προέρχεται από την όποια κυρίαρχη τάξη και αποσκοπούσε να υποχρεώσει τους υπηκόους των βασιλιάδων, των αρχόντων, να τους λογαριάζουν όπως ακριβώς τους θεούς. Όπως ο επουράνιος άρχοντας του κόσμου ορίζει τη μοίρα των ανθρώπων, το ίδιο ο επίγειος άρχοντας ως αντιπρόσωπος του επί της γης, ορίζει, αποφασίζει, διατάσσει, ενεργεί, πράττει. Μ’ αυτόν τον τρόπο σπάει η αμεσότητα, η οποία δημιουργείται από την παρουσία ομιλητή-ακροατή. Ο άρχοντας είναι υπεργήινος, ωσάν να μη παρίσταται, ως να είναι ένα τρίτο πρόσωπο.
Συνεπώς η μετάθεση του υποκειμένου-πολιτικού, δια του λόγου του σε τρίτο πρόσωπο επιδιώκει να υποτάξει τους συνομιλητές, στην ουσία ακροατές του. Δεν χρησιμοποιεί ποτέ το εγώ και το πρώτο πρόσωπο (μόνον όταν παρασυρθεί είτε από τον οίστρο της εγωπάθειας, είτε από τον στροβιλισμό που δημιουργούν σήμερα τα
 τηλεοπτικά παράθυρα). Αλλά χρησιμοποιούν εκφράσεις, όπως: «Αναφέρεται ότι… », «Λέγεται ότι… », « Υποστηρίζεται ότι… »
Μ’ αυτόν τον τρόπο α) μετατίθεται η ευθύνη σε άλλον β) αποπροσωποποείται το θέμα και αντικειμενικοποιείται γ) κρύπτεται ο ομιλητής πίσω από άλλον.
β) Η αναφορά σε αξίες
Μια άλλη προσφιλής μορφή του πολιτικού λόγου, είναι οι πολιτικοί να ομιλούν όχι ως υποκείμενα, αλλά ως αυτοδιορισμένοι εκπρόσωποι του λαού και των υπέρτατων ανθρωπιστικών αξιών, όπως της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της οικολογίας. Ομιλούν εξ ονόματος του ελληνικού λαού, εξ ονόματος των συμφερόντων του αλλά και εν ονόματι της δημοκρατίας κ.ο.κ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η δήλωση του υφυπουργού εξωτερικών, σχετικά με το θέμα των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα. «Η κυβέρνηση -το τονίζω κατηγορηματικά- παρακολουθεί τη νέα πραγματικότητα και θα ενεργήσει με ένα και μόνο γνώμονα, όπως άλλωστε έχει έμπρακτα δείξει μέχρι σήμερα, την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ελληνικού λαού» (Οικονομικός Ταχυδρόμος – 21 Μαρτίου 1991).
Η αυθαίρετη αυτή ταύτιση του πολιτικού με τις ανθρωπιστικές αξίες και με το λαό και τα συμφέροντά του αποσκοπεί στο να υποχρεώσει τον πολίτη να θεωρεί ότι ο πολιτικός και ο εκλογέας του δεν είναι ένα και το αυτό. Ο πολιτικός είναι αυτός που θα βουλεύεται, θα νομοθετεί, θα αποφασίζει και θα διοικεί και ο εκλογέας-πολίτης θα είναι ο διοικούμενος, ο υπήκοος. Το μόνο δικαίωμα που έχει είναι να επιλέγει ανάμεσα στους πολιτικούς τον εκλεκτό του. Το δικαίωμα της εκλογής του εξουσιαστή του. Ο φυλακισμένος δεν έχει δικαίωμα ούτε τη φυλακή του να επιλέξει. Ο πολίτης όμως έχει το δικαίωμα -στα σημερινά πολιτικά συστήματα και σε τακτά μάλιστα διαστήματα, στα εύρυθμα απ’ αυτά- να εκλέγει αυτόν που θέλει να τον διοικήσει.
Προς το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται μια ειδική μορφή του λόγου, η πολιτική γλώσσα, η οποία στηρίζεται στην αντίληψη ότι η λέξη μπορεί να υποκαταστήσει το έργο.
γ) Η μαγεία των λέξεων
Ο πολιτικός λόγος εδράζεται στη μαγεία των λέξεων. Από την πρωταρχή ο πρωτόγονος άνθρωπος θεωρούσε, πως όπως το ακόντιό του είναι αυτό που σκοτώνει το θήραμά του, το ίδιο και το φωνητικό σήμα είναι αυτό που φέρνει αποτέλεσμα. Η ίδια αντίληψη ενυπάρχει και σήμερα ακόμη στις αρές και στις ευχές.
Οι λέξεις είναι εκείνες που έχουν τη δύναμη, τη μαγική ιδιότητα να φέρνουν αποτέλεσμα. Αν λοιπόν χρησιμοποιηθούν οι κατάλληλες λέξεις, που θα εξαγγείλει ο εκφορέας τους θα μαγευτούν οι ακροατές, θα προσελκυσθούν, θα «πεισθούν» σε τελευταία ανάλυση, θα υπακούσουν, στα κελεύσματά του και θα τον ψηφίσουν.
 Ο πολιτικός, λοιπόν, επιδιώκει με τις κατάλληλες λέξεις:
– Να κολακέψει τις επιθυμίες και να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των εκλογέων του. Υπόσχεται αφειδώς τα πάντα: «Θα σας κάνω τα γεφύρια», «Μα δεν έχουμε ποτάμια», «Θα σας κάμω και ποτάμια».
– Να αποδείξει ότι ο αντίπαλός του είναι ουτιδανός και μηδαμινός. Με τη μετάδοση και επανάληψη λέξεων της συκοφαντικής πολιτικής ορολογίας, τον χαρακτηρίζει ψεύτη, κλέφτη, αγύρτη, απατεώνα, καταχραστή, για να τον εξουθενώσει.
– Να δείξει τη δική του υπεροχή, να αναδείξει τη δική του προσωπικότητα εντυπωσιάζοντας το κοινό του μ’ έναν υπέροχο πολιτικό λόγο, με λέξεις άγνωστες ως επί το πλείστον. Είναι γνωστή η περίπτωση της προσφώνησης τον προπερασμένο αιώνα, ενός πολιτικού, (του Κώστα Τσιριμώκου), προς τους κατοίκους του χωριού Δίβρη: «Άνδρες Δίβριοι, τραγοσκελείς και φθειροπώγωνες.. .»
δ) Η λεκτική κενολογία
Ο λόγος των πολιτικών, η γλώσσα της πολιτικής την οποία χρησιμοποιούν στην ουσία είναι ένας κενός λόγος. Το λεκτικό σύμβολο στερείται εννοιολογικου περιεχομένου. Η απόσπαση του ρόλου του λεκτικού συμβολισμού από το λειτουργικό χαρακτήρα του και η μετατροπή του σε τελετουργία, όπως είναι ο πολιτικός λόγος συνεπάγεται την πολιτική κενολογία.
«Στη σφαίρα της πολιτικής (γράφει ο Άρθουρ Καίστλερ), οι λέξεις γίνονται τόσο πιο ισχυρές, όσο περισσότερο έχουν χάσει την έννοιά τους».
Κι ο ελληνικός λαός χαρακτηρίζει μ’ αυτές τις εκφράσεις την κενολογία του πολιτικού λόγου: «Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», «παχειά λόγια», «ο λόγος το λέει», «που λέει ο λόγος».
Οι δυο τελευταίες ρήσεις, καταδεικνύουν πασιφανώς, πόσο απέχει από την πραγματικότητα η λέξη, όταν στερείται εννοιολογικού περιεχομένου, ακόμα και στην καθημερινή συζήτηση: «Εψόφησα από το κρύο και την παγωνιά», «Ε, όχι και ψόφησες», «ο λόγος το λέει».
Στον πολιτικό λόγο η λεκτική κενολογία παίρνει τις ακόλουθες μορφές:
– Η ρητορική λογοδιάρροια. Ο πολιτικός για να παραπλανήσει, προσελκύσει τους εκλογείς, οφείλει να τους σαγηνέψει μ’ ένα χειμαρρώδη λόγο. Τα λεκτικά φληναφλήματα, οι λεκτικοί πομφόλυγες, τα αερολογήματα πλεονάζουν και πλημμυρίζουν τον πολιτικό λόγο. Ένα ασταμάτητο φαφλατιό, μια φλύαρη περιττολογία. «Αέρας κοπανιστός», αυτός είναι ο χαρακτηρισμός που δίνει ο λαός σ’ αυτό τον πολιτικό λόγο.
Στη ρητορική λογοδιάρροια διογκώνεται το σημαίνον, το σημαινόμενο είναι κενό εννοιολογικού περιεχομένου και γι’ αυτό τα μορφολογικά στοιχεία των λέξεων συνιστούν τον ουσιαστικό παράγοντα στη μορφοποίηση του πολιτικού λόγου. Τα συνηχητικά και ομοηχητικά λεκτικά σύμβολα, όχι διανθίζουν, αλλά συγκροτούν τον πολιτικό λόγο.
– Η λογοκοπία. Αδελφή της ρητορικής λογοδιάρροιας είναι και η λογοκοπία = λόγια χωρίς περιεχόμενο, επιδεικτική φλυαρία. Ο πολιτικός πρέπει να είναι και λογάς, λογοκόπος για να σταδιοδρομήσει.
«Λόγια, λόγια, λόγια! Βαρεθήκαμε να τ’ ακούμε! Έργα θέλουμε». Απαντάει ο λαός και προσθέτει την παροιμία: «ο καθένας με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια».
Στη λογοκοπία συμπεριλαμβάνεται και η επαναστατική φρασεολογία. Αντί για δράση υπάρχουν μόνο επαναστατικά λόγια. Όταν, χωρίς να υπολογίζονται οι αντικειμενικές συνθήκες, χρησιμοποιούνται επαναστατικά λόγια υπάρχει ο κίνδυνος και να αποτύχει ή και να εκφυλιστεί και το περιεχόμενο και η πορεία μιας επανάστασης.
 ε) Η λεκτική δημαγωγία
Η λέξη δημαγωγία, σύνθετη από το δήμος + αγωγός («άγω» οδηγώ) υπάρχει από την αρχαιότητα με την ίδια ακριβώς έννοια. Οι δημαγωγοί προσπαθούν να παραπλανήσουν τους πολίτες, χάρη στη δυνατότητα που τους προσφέρει ο λεκτικός συμβολισμός. Δημαγωγούν χωρίς όρια και επιχειρούν να αποσπάσουν την εύνοια των πολιτών με τη δημαγωγία. Πέρα από τους αθέμιτους τρόπους, τις κολακείες, τις ψεύτικες υποσχέσεις, αναθέτουν τον κύριο λόγο, στη λεκτική δημαγωγία για να παραπλανήσουν το ακροατήριό τους.
Οι δημαγωγοί και δημεγέρτες χρησιμοποιούν τη λεκτική δημαγωγία με στόχο να συνεγείρουν συγκινησιακά τους πολίτες. Γι’ αυτό απευθύνονται στο θυμικό τους και αποσκοπούν, χάρις στις καταπληκτικές ιδιότητες, που τους παρέχει ο λεκτικός συμβολισμός να τους διεγείρουν ώστε να τους προσηλυτίσουν και να τους παρασύρουν.
Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έχει καμμιά σχέση η λέξη δημαγωγία με τη λέξη δημηγορία, η οποία προέρχεται από τη λέξη δημηγόρος = δήμος + ηγόρος (ηγορή). Σημαίνει την πολιτική αγόρευση, την απαλλαγμένη από όλα τα άνθη της ρητορικής κενολογίας και της λεκτικής δημαγωγίας. Σημαίνει τον πολιτικό λόγο το στηριγμένο μόνο σε επιχειρήματα.
Αλλά ακόμα και τη δημηγορία δεν εννοούσε ν’ ανεχθεί ο Κ. Καβάφης και γράφει: «Κι’ αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες».
  1. Ο πολιτικός λόγος είναι μονόλογος
Ο πολιτικός λόγος στην ουσία είναι μονόλογος. Τον εκφωνεί ο πολιτικός μπροστά σ’ ένα πλήθος ακροατών σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο, όπου δεν υπάρχει αντίλογος, αντίκρουση, διάλογος. Το ακροατήριο, με πολιτικά συνθήματα, τα οποία έχει κατασκευάσει, από πριν ο ίδιος ο πολιτικός ή το επιτελείο του (το οποίο διευθύνει ο ίδιος), συνηγορεί, συνοδεύει, επικυρώνει τον πολιτικό λόγο του πολιτικού.
Σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις δυό είναι τα στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν την επιτυχία: ο χώρος και το πλήθος.
α) Ο χώρος ο οποίος πρέπει να γεμίσει οπωσδήποτε, από ακροατές χωρίς να έχει κενά. Πρέπει οπωσδήποτε την άλλη μέρα να γραφεί στα έντυπα: «Μπροστά σε μια κατάμεστη ή αδιαχώρητη αίθουσα μίλησε ο … », «Σε μια πλήθουσα πλατεία μίλησε ο … ». Γι’ αυτό το λόγο υποχρεώνονται να έλθουν με λεωφορεία τα κομματικά μέλη από άλλες περιοχές.
β) Το πλήθος προετοιμασμένο από ειδικούς κλακαδόρους και χειροκροτητές, σκορπισμένους σε κατάλληλα σημεία, παρασύρεται και παραληρεί, ζητωκραυγάζει, επευφημεί, χειροκροτεί, επαναλαμβάνει τα συνθήματα τα οποία του σερβίρουν.    Αλλά … αλλά, δεν συνδιαλέγεται. Ο πολίτης δεν έχει λόγο, μόνο πρέπει να ακούει και να αποδέχεται ασυζητητί. Δεν συζητά με τον εκφωνητή. Στο μονόλογο δεν υπάρχει αντίλογος. Ο διάλογος έχει καταργηθεί. Ο μονόλογος θριαμβεύει. Ο πολιτικός λόγος είναι μονόλογος.
  1. Τα λεκτικά στερεότυπα
Ο πολιτικός λόγος για να είναι πειστικός χρησιμοποιεί, κατά κανόνα, λεκτικά στερεότυπα (λεκτικά ταμπού) τα οποία έχουν δοκιμαστεί από το παρελθόν και θεωρούνται ότι εξασφαλίζουν επιτυχία.
Τέτοια λεκτικά στερεότυπα είναι π.χ. «Η σωτηρία του λαού», «Το εθνικό συμφέρον», «Το δίκιο των εργαζομένων», «Η παγκόσμια ειρήνη», «Η κοινωνική δικαιοσύνη», «ο κομμουνιστικός κίνδυνος», «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Τα λεκτικά στερεότυπα, είναι στην ουσία αφηρημένες έννοιες, που έχουν υποκαταστήσει το υποκείμενο, τον πολιτικό. Τα λεκτικά στερεότυπα χρησιμοποιούνται ως θεότητες τις οποίες πρέπει να σέβονται και να προσκυνούν οι ακροατές -πολίτες.
Τα λεκτικά στερεότυπα περιέχουν μόνο ουσιαστικά. Λείπουν τα ρήματα. Κι όταν υπάρχουν είναι διατακτικού χαρακτήρα. Μόνο στην προστακτική. Δε λειτουργεί η οργανική μονάδα του λόγου, γιατί δεν χρειάζονται τα επιχειρήματα τα οποία θα τεκμηριώσουν τον πολιτικό λόγο. Ο πολιτικός λόγος δεν θέλει επιχειρήματα. Θέλει μόνο λεκτικά στερεότυπα.
Τα λεκτικά στερεότυπα, τα λεκτικά ταμπού δημιουργούν ακόμη, τον ιστό της αράχνης που δένει τα μέλη με δεσμά υποταγή ς στις αποφάσεις του αρχηγού.
Κατ’ αρχήν το κόμμα, η λέξη κόμμα είναι το πιο σημαντικό λεκτικό στερεότυπο, για την ίδια την ύπαρξη και λειτουργία του πολιτικού σχηματισμού. Όταν «το κόμμα αποφάσισε», «το κόμμα αποφασίζει», «το κόμμα λέει», «το κόμμα είπε», «το κόμμα τονίζει», «το κόμμα θέλει», «ένα είναι το κόμμα» οι πάντες πρέπει αδιαμαρτύρητα να πειθαρχήσουν και να εκτελέσουν τις αποφάσεις του κόμματος.
Τελικά τόσο πολύ κυριαρχεί η λέξη το κόμμα, ώστε παρασιωπούνται, συνέχεια, καθημερινά, όλη την ώρα, σε κάθε πρόταση και αναφορά λόγου, αφανίζονται και χάνονται τα βασικά συστατικά στοιχεία του κόμματος. Για ποιο δηλαδή κόμμα πρόκειται, τι είδους κόμμα είναι και ποιοι οι σκοποί του.
Ένα άλλο φοβερό λεκτικό στερεότυπο είναι οι λέξεις καθοδηγητής ­καθοδήγηση. Δηλαδή η λέξη καθοδηγητής και μόνο ετυμολογικά: οδηγώ τους κάτω από μένα, καθοδηγώ, δημιουργεί τάξεις μέσα στο κόμμα, όπου η ιεραρχία επιβάλλει οι ανώτερες τάξεις, να καθοδηγούν τις κατώτερες.
Το ίδιο και η λέξη αρχηγός, ο οδηγός όλων των άλλων, αυτός στον οποίο οι πάντες πρέπει να υποτάσσονται και να λατρεύουν. Η προσωπολατρεία δεν αποτελεί παρέκκλιση, είναι η φυσική συνέχεια της ύπαρξης του αρχηγού.
  1. Η λεκτική απροσδιοριστία
Ο πολιτικός λόγος, χρησιμοποιεί κατά κανόνα λέξεις με ασαφές, με απροσδιόριστο εννοιολογικό περιεχόμενο, για να δημιουργήσει συγχύσεις, απαραίτητες στον αποπροσανατολισμό των πολιτών.
Τέτοια είναι η σύγχυση που δημιουργείται ώστε να παρασύρονται ακόμα και αγωνιστές των κοινωνικοπολιτικών σχηματισμών και τα κόμματά τους στη χρησιμοποίηση άλλων αντι’ άλλων λέξεων, στον αγώνα που διεξάγουν εναντίον Π.χ. της παγκοσμιοκρατίας.
Αγωνίζονται, λοιπόν, όπως λένε οι φίλοι αυτοί εναντίον της παγκοσμιοποίησης και αγωνίζομαι από τη μεριά μου να τους πείσω, πως κανένας δεν επιτρέπεται να αγωνίζεται εναντίον της παγκοσμιοποίησης των επιτευγμάτων της τεχνολογίας, της επιστήμης, της πληροφόρησης, των ιδεών, των αγαθών. Τότε εναντίον ποιάς παγκοσμιοποίησης είναι οι συναγωνιστές μου; Ασφαλώς και εναντίον της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου, της διοίκησης. Εναντίον δηλαδή της συσσώρευσης του κεφαλαίου, της διοίκησης, του στρατού στα χέρια λίγων. Συνεπώς εναντίον του παγκόσμιου κράτους. Παγκοσμιοκρατία το ονομάζω και αν κάποιος άλλος προτείνει καλύτερη ορολογία, αποδεκτή. Το παγκόσμιο κράτος, θέλουμε δεν το θέλουμε, έχει σχηματισθεί και έχει και διακριτές τις τρεις εξουσίες της. Οι G8 είναι η νομοθετική και αποφασιστική εξουσία. Η κυβερνητική εξουσία είναι ο Μπους σήμερα και έχει και ένα βούρδουλα στα χέρια του το ΝΑΤΟ για όποιον ατακτεί. Όσο για τη δικαστική εξουσία έχουν πετύχει απ’ όλα τα υπάκουα, στο Παγκόσμιο Κράτος, κράτη να σχηματίσουν ειδικούς νόμους, καθ’ υπέρβαση της εθνικής νομοθεσίας τους και τα δικαστήριά τους να καταδικάζουν τους παραβάτες.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ο πολιτικός λόγος, η γλώσσα των πολιτικών έχει μετατραπεί και από γλώσσα επικοινωνίας και διαλόγου γίνεται γλώσσα εξουσίας και επιβολής, γλώσσα προπαγάνδας.
Η γλώσσα των πολιτικών αντί να οξύνει τη σκέψη, να αναπτύσσει την οξυδέρκεια, θολώνει το μυαλό, σκοτώνει τη σκέψη. Ενώ επιχειρεί να δείξει ότι εξισώνει τους διοικούντες με τους διοικουμένους, τους εξουσιαστές με τους εξουσιαζόμενους, τους άρχοντες με τους υπηκόους, τους πολιτικούς με τους πολίτες, στην πραγματικότητα υπενθυμίζει συνεχώς σε όλους την κυρίαρχη αντίθεση ανάμεσα στους “πάνω” και τους “κάτω”.
Ο πολιτικός λόγος, η γλώσσα των πολιτικών επιδιώκει στην ουσία:
– Να παραπλανήσει, να παρασύρει και να προσηλυτίσει τους πολίτες.
– Να δημιουργήσει την εντύπωση του αναλλοίωτου τοπίου του κατεστημένου.
Έτσι έχουν τα πράγματα, τίποτα δεν θα αλλάξει. Το μόνο δικαίωμα των πολιτών είναι το δικαίωμα της επιλογής των αντιπροσώπων, που θα βουλεύονται, θα νομοθετούν, θα διοικούν αντί γι’ αυτούς.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, στο θεατρικό έργου του: «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» αναδείχνει, στο διάλογο των Πρέσβεων, που κυβερνούσαν την Ελλάδα, τους στόχους του πολιτικού λόγου:
– ΑΓΓΛΟΣ: Κι’ αν επιμένουν να το έχουν;
– ΓΑΛΛΟΣ: Διότι ως φαίνεται θα το έχουν!
– ΡΩΣΣΟΣ: Εκεί που φτάσαμε θα το έχουν!
– ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ: Πώς θα δεχτούμε να το έχουν;
– ΑΓΓΛΟΣ: Βλέπετε τρόπο να μην το έχουν;
– ΓΑΛΛΟΣ: Εάν το έχουν, χωρίς να το έχουν!
– ΡΩΣΣΟΣ: Τι εννοείτει έχουν δεν έχουν;
– ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ: Εάν νομίζουν ότι το έχουν και εις την ουσία δεν το έχουν.
– ΑΓΓΛΟΣ: Εάν πιστέψουν ότι το έχουν, είν’ εύκολο να μην το έχουν.
– ΓΑΛΛΟΣ: Αυτοί θα χαίρουν που το έχουν, εμείς θα ξέρουμε πως δεν το έχουν.
Αυτά συνέβαιναν το 19ο αιώνα. Είμαστε στις αρχές του 21ου κι εξακολουθούν να συμβαίνουν τα ίδια. Ως πότε;
Στ’ Απεράθου της Νάξου, στο χωριό μου, υπάρχει, μέσα σε μια παροιμία η απάντηση.
«Αλίμονο στον άνθρωπο, άμα μάθει το βούδι τη δύναμή του».
Και το μεν βόδι δεν πρόκειται να μάθει ποτέ τη δύναμή του. Ο άνθρωπος  όμως;
Δημοσιεύθηκε : Τρίτη, 10 Ιούνιος 2014 08:30 | Γράφτηκε από τον/την kadmin | Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο | Εμφανίσεις: 2953
George Orwell
Μετάφραση: Αντώνης Παπαγιάννης
Σημείωμα του μεταφραστή: Το παρακάτω κείμενο περιλαμβάνει εκτεταμένα αποσπάσματα από ένα εκτενέστερο δοκίμιο του George Orwell που δημοσιεύθηκε το 1946 με τον τίτλο ‘Politics and the English Language’[υπάρχει ολόκληρο στο Διαδίκτυο, σε πολλές διευθύνσεις]. Παραλείποντας μόνο τα παραδείγματα και τα σχόλια που αναφέρονται συγκεκριμένα στην αγγλική γλώσσα, μετέφρασα τα τμήματα που έχουν γενικότερο ενδιαφέρον, υπεράνω γλωσσικών συνόρων (όπου το κείμενο γράφει ‘αγγλική’, ο αναγνώστης μπορεί να βάλει ‘ελληνική’ χωρίς να αλλάζει ουσιαστικά το νόημα). Όσοι πιστεύουν ότι η χρήση της γλώσσας από τους πολιτικούς έχει βελτιωθεί από τότε, μπορεί να αλλάξουν γνώμη διαβάζοντας το κείμενο. Μάλιστα στην εποχή μας η γενικευμένη τάση της ‘πολιτικής ορθότητας’ (political correctness) και η υποταγή της πολιτικής βούλησης στην ‘επικοινωνιακή τεχνική’ έχουν κάνει τη γλώσσα σχεδόν αγνώριστη στα στόματα και τα κείμενα των επαγγελματιών της χειραγώγησης ανθρώπων. 
Ας σημειώσω για όσους δεν το γνωρίζουν ότι ο Orwell στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εργάσθηκε ως συνεργάτης πολιτικής προπαγάνδας του BBC και επαγγελματίας συντάκτης πολιτικών κειμένων και φυλλαδίων. Έτσι, οι απόψεις του διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από προσωπική πείρα. Τα παραδείγματα που παραθέτει αναφέρονται βέβαια στην εποχή του (τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακμή του σταλινισμού στην τότε Σοβιετική Ένωση, δύση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας), αλλά δεν νομίζω ότι ο αναγνώστης θα δυσκολευθεί να σκεφθεί ανάλογες καταστάσεις και στην εποχή μας.  
«Οι περισσότεροι που κάνουν τον κόπο να ασχοληθούν με το θέμα παραδέχονται ότι η [αγγλική] γλώσσα βρίσκεται σε κακή κατάσταση, αλλά η γενική πεποίθηση είναι ότι δεν μπορούμε με συνειδητή δράση να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Ο πολιτισμός μας είναι παρακμασμένος και η γλώσσα μας—λέει το επιχείρημα—αναπόφευκτα θα ακολουθήσει τη γενική κατάρρευση. Το συμπέρασμα είναι ότι κάθε αγώνας κατά της κακοποίησης της γλώσσας είναι ένας συναισθηματικός αρχαϊσμός, όπως το να προτιμά κανείς τα κεριά από το ηλεκτρικό φως ή τα αμάξια με άλογα από τα αεροπλάνα. Κάτω από την άποψη αυτή βρίσκεται η μισο-συνειδητή πεποίθηση ότι η γλώσσα είναι μια φυσική εξέλιξη και όχι ένα όργανο που το διαμορφώνουμε για τους δικούς μας σκοπούς. 
Είναι βέβαια σαφές ότι η κατάπτωση μιας γλώσσας τελικά έχει πολιτικά και οικονομικά αίτια: δεν οφείλεται απλά στην κακή επίδραση του ενός ή του άλλου μεμονωμένου γραφιά. Ωστόσο, ένα αποτέλεσμα μπορεί να γίνει αίτιο, που ενισχύει το αρχικό αίτιο και επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα σε πιο έντονη μορφή, και ούτω καθεξής επ’ αόριστον. Μπορεί κάποιος να το ρίξει στο ποτό διότι θεωρεί τον εαυτό του αποτυχημένο, και στη συνέχεια να αποτυγχάνει όλο και περισσότερο διότι πίνει. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τη γλώσσα. Γίνεται άσχημη και ανακριβής διότι οι σκέψεις μας είναι ανόητες, αλλά η αφροντισιά της γλώσσας μας διευκολύνει τις ανόητες σκέψεις μας. Το θέμα είναι ότι αυτή η διαδικασία είναι αναστρέψιμη. Η σύγχρονη αγγλική γλώσσα, ιδίως η γραπτή, είναι γεμάτη κακές συνήθειες που διαδίδονται με τη μίμηση και που μπορούν να αποφευχθούν αν κανείς θελήσει να καταβάλει τον απαραίτητο κόπο. Αν απαλλαγεί κανείς από τις συνήθειες αυτές, μπορεί να σκεφθεί πιο καθαρά, και η καθαρή σκέψη είναι ένα αναγκαίο πρώτο βήμα προς μια πολιτική αναγέννηση, που σημαίνει ότι η μάχη κατά της κακής γλώσσας δεν είναι ιδιοτροπία και δεν αφορά αποκλειστικά τους επαγγελματίες γραφείς. […]
[…] Καθένα από τα παραδείγματα έχει τα δικά του σφάλματα, αλλά ξέχωρα από την ασχήμια που μπορεί να αποφευχθεί, δυο ιδιότητες είναι κοινές σε όλα. Η πρώτη είναι η ‘μπαγιατίλα’ των εικόνων, η δεύτερη είναι η έλλειψη ακριβείας. Ο γράφων είτε έχει ένα νόημα και δεν μπορεί να το εκφράσει, ή χωρίς να το θέλει λέει κάτι άλλο, ή σχεδόν αδιαφορεί τελείως για το αν οι λέξεις του σημαίνουν κάτι ή όχι. Αυτό το μίγμα ασάφειας και καθαρής ανικανότητας είναι το πιο έντονο χαρακτηριστικό της σύγχρονης αγγλικής πρόζας, και ειδικά κάθε είδους πολιτικού γραψίματος. Μόλις τεθούν συγκεκριμένα θέματα, το συμπαγές χάνεται μέσα στο αφηρημένο και κανείς δεν δείχνει ικανός να σκεφθεί σχήματα λόγου που δεν είναι τετριμμένα: η πρόζα αποτελείται όλο και λιγότερο από λέξεις διαλεγμένες για το νόημά τους, και όλο και περισσότερο από φράσεις κολλημένες μεταξύ τους σαν κομμάτια από ένα προκατασκευασμένο κοτέτσι.   
[…] Πολλές πολιτικές λέξεις υφίστανται παρόμοια κακοποίηση. Η λέξη Φασισμός δεν έχει πια κανένα νόημα παρά μόνο στο βαθμό που σημαίνει ‘κάτι μη επιθυμητό’. Οι λέξεις δημοκρατία, σοσιαλισμός, ελευθερία, πατριωτικός, ρεαλιστικός, δικαιοσύνη έχουν καθεμία πολλές διαφορετικές σημασίες, που δεν μπορούν να συμφιλιωθούν μεταξύ τους. Στην περίπτωση μιας λέξης όπως δημοκρατία, όχι μόνο δεν υπάρχει συμφωνημένος ορισμός, αλλά κάθε προσπάθεια να δοθεί ορισμός βρίσκει αντίσταση απ’ όλες τις μεριές. Είναι σχεδόν παγκόσμια η αίσθηση ότι όταν ονομάζουμε μια χώρα δημοκρατική την επαινούμε: κατά συνέπεια οι υποστηρικτές κάθε είδους καθεστώτος υποστηρίζουν ότι είναι δημοκρατία, και φοβούνται ότι ίσως θα έπρεπε να πάψουν να χρησιμοποιούν τη λέξη αυτή αν την καθήλωναν σε ένα μόνο νόημα. Τέτοιες λέξεις συχνά χρησιμοποιούνται με συνειδητά ανέντιμο τρόπο. Δηλαδή, εκείνος που τις χρησιμοποιεί έχει τον δικό του προσωπικό ορισμό, αλλά αφήνει τον ακροατή του να νομίζει ότι εννοεί κάτι τελείως διαφορετικό […] Άλλες λέξεις που χρησιμοποιούνται με ποικίλες σημασίες, στις περισσότερες περιπτώσεις περισσότερο ή λιγότερο ανέντιμα, είναι: τάξη, ολοκληρωτικός, επιστήμη, προοδευτικός, αντιδραστικός, μπουρζουά, ισότητα.   
[…] Ένας σχολαστικός γραφέας, σε κάθε πρόταση που γράφει, θα υποβάλλει στον εαυτό του τέσσερα τουλάχιστον ερωτήματα, τα εξής: 
1.      Τι προσπαθώ να πω; 
2.      Ποιες λέξεις θα το εκφράσουν; 
3.      Ποια εικόνα ή μεταφορά θα το κάνει σαφέστερο; 
4.      Είναι η εικόνα αρκετά φρέσκια ώστε να έχει αποτέλεσμα; 
Και πιθανώς θα ρωτήσει και δυο ακόμη πράγματα: 
1.      Θα μπορούσα να το πω με πιο σύντομο τρόπο; 
2.      Έχω πει τίποτε άσχημο που θα μπορούσα να αποφύγω; 
Όμως δεν είστε υποχρεωμένος να κάνετε όλον αυτό τον κόπο. Μπορείτε να τον αποφύγετε απλώς ανοίγοντας το μυαλό σας και αφήνοντας τις ετοιματζίδικες φράσεις να μπουν μέσα. Αυτές θα στήσουν τις προτάσεις σας—θα σκεφτούν ακόμη και τις σκέψεις σας, ως ένα βαθμό—και εν ανάγκη θα επιτελέσουν τη σημαντική υπηρεσία να συγκαλύψουν εν μέρει το νόημά σας ακόμη κι από σας τους ίδιους. Ακριβώς στο σημείο αυτό φαίνεται καθαρά η ειδική σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την υποβάθμιση της γλώσσας. 
Στην εποχή μας γενικά ο πολιτικός λόγος είναι κακός λόγος. Όπου δεν ισχύει αυτό, συνήθως ανακαλύπτουμε ότι ο γράφων είναι ένα είδος επαναστάτη που εκφράζει τις προσωπικές του απόψεις και όχι μια ‘κομματική γραμμή’. Φαίνεται ότι η δογματική ορθοδοξία, οποιουδήποτε χρώματος, απαιτεί ένα άψυχο, μιμητικό στυλ. Οι πολιτικές διάλεκτοι που συναντά κανείς σε φυλλάδια, κύρια άρθρα, μανιφέστα, νομοσχέδια και λόγους υφυπουργών διαφέρουν βέβαια από κόμμα σε κόμμα, αλλά όλες μοιάζουν στο ότι σχεδόν ποτέ δεν βρίσκει κανείς μια φρέσκια, ζωντανή, αυτοσχέδια μορφή λόγου […] Όταν παρακολουθεί κανείς κάποιον κουρασμένο ομιλητή στο βήμα να επαναλαμβάνει μηχανικά τις συνηθισμένες φράσεις […] έχει συχνά την αίσθηση ότι παρακολουθεί όχι ένα ζωντανό άνθρωπο, αλλά ένα είδος κούκλας […] Ένας τέτοιος ομιλητής έχει σε κάποιο βαθμό μετατρέψει τον εαυτό του σε μηχανή. Από τον λάρυγγά του βγαίνουν οι κατάλληλοι ήχοι, αλλά ο εγκέφαλός του δεν συμμετέχει, όπως θα συνέβαινε αν διάλεγε ο ίδιος τις λέξεις του. Αν τον λόγο που βγάζει έχει συνηθίσει να τον κάνει πολλές φορές, μπορεί σχεδόν να μην έχει επίγνωση του τι λέει, όπως όταν λέει κανείς το ‘Κύριε ελέησον’ στην εκκλησία. Αυτή η κατάσταση μειωμένης επίγνωσης, αν όχι απαραίτητη, είναι οπωσδήποτε ευνοϊκή για την πολιτική συμμόρφωση.   
Στην εποχή μας, ο πολιτικός λόγος και η γραφή υποστηρίζουν σε μεγάλο βαθμό τα ανυποστήρικτα. Γεγονότα όπως η συνεχιζόμενη Βρετανική κυριαρχία στην Ινδία, οι Ρωσικές εκκαθαρίσεις και εκτοπίσεις, η ρίψη των ατομικών βομβών στην Ιαπωνία μπορούν πράγματι να υποστηριχθούν, αλλά μόνο με επιχειρήματα που είναι πολύ σκληρά για τους περισσότερους ανθρώπους και που δεν συνάδουν με τους ομολογούμενους σκοπούς των πολιτικών κομμάτων. Έτσι η πολιτική γλώσσα πρέπει σε μεγάλο βαθμό να αποτελείται από ευφημισμούς, φαύλους κύκλους και καθαρή νεφελώδη ασάφεια. Ανυπεράσπιστα χωριά βομβαρδίζονται από αέρος, οι κάτοικοί τους διώχνονται στην ύπαιθρο, τα ζωντανά σκοτώνονται με πολυβολισμούς, οι καλύβες πυρπολούνται με εμπρηστικές σφαίρες: αυτό ονομάζεται ειρήνευση (pacification). Εκατομμύρια χωρικοί διώχνονται από τα κτήματά τους και στέλνονται στους δρόμους μόνο με όσα μπορούν να κουβαλήσουν: αυτό ονομάζεται μετακίνηση πληθυσμών ή επανόρθωση των συνόρων. Άνθρωποι φυλακίζονται για χρόνια χωρίς δίκη, ή εκτελούνται με μια σφαίρα στον αυχένα ή στέλνονται να πεθάνουν από σκορβούτο στα Αρκτικά στρατόπεδα εργασίας: αυτό λέγεται απομάκρυνση αντιδραστικών στοιχείων. Μια τέτοια φρασεολογία χρειάζεται όταν κανείς θέλει να κατονομάσει πράγματα χωρίς να ανακαλέσει νοερά τις εικόνες τους. Για σκεφθείτε για παράδειγμα έναν βολεμένο Άγγλο καθηγητή να υπερασπίζεται τον Ρωσικό ολοκληρωτισμό. Δεν μπορεί να πει ξεκάθαρα: ‘Πιστεύω ότι πρέπει να εξοντώνεις τους αντιπάλους σου όταν αυτό θα φέρει καλά αποτελέσματα’. Συνεπώς είναι πιθανό ότι θα πει κάτι σαν κι αυτό: 
‘Αν και αβίαστα δέχομαι ότι το Σοβιετικό καθεστώς παρουσιάζει κάποια χαρακτηριστικά που ένας ανθρωπιστής μάλλον θα κατακρίνει, θα πρέπει, νομίζω, να συμφωνήσουμε ότι ένας κάποιος περιορισμός του δικαιώματος πολιτικής αντίθεσης είναι αναπόφευκτο επακόλουθο των μεταβατικών περιόδων, και ότι οι δυσχέρειες που έχει κληθεί να υποστεί ο Ρωσικός λαός είναι επαρκώς δικαιολογημένες στη σφαίρα των στέρεων επιτευγμάτων’. 
Το πομπώδες στυλ είναι κι αυτό ένα είδος ευφημισμού. Ένας σωρός από μακροσκελείς λέξεις πέφτει πάνω στα γεγονότα σαν μαλακό χιόνι που θολώνει το περίγραμμα και συγκαλύπτει τις λεπτομέρειες. Ο μεγάλος εχθρός της καθαρής γλώσσας είναι η ανειλικρίνεια. Όπου υπάρχει χάσμα ανάμεσα στους πραγματικούς και τους δηλωμένους σκοπούς κάποιου, ο δράστης καταφεύγει ενστικτωδώς σε μακρές λέξεις και εξαντλημένους ιδιωματισμούς, σαν τη σουπιά που χύνει μελάνι. Στην εποχή μας δεν μπορεί να μείνει κανείς ‘εκτός πολιτικής’. Όλα τα θέματα είναι πολιτικά θέματα, και η ίδια η πολιτική είναι ένας σωρός από ψέματα, υπεκφυγές, τρέλα, μίσος και σχιζοφρένεια. Όταν η γενική ατμόσφαιρα είναι κακή, η γλώσσα αναγκαστικά πάσχει. Δεν έχω επαρκείς γνώσεις για να το επαληθεύσω, αλλά μαντεύω ότι η γερμανική, η ρωσική και η ιταλική γλώσσα έχουν όλες χειροτερέψει μέσα στα τελευταία 10-15 χρόνια λόγω των δικτατορικών καθεστώτων.  
Αν όμως η σκέψη διαφθείρει τη γλώσσα, και η γλώσσα μπορεί να διαφθείρει τη σκέψη. Μια κακή χρήση μπορεί να εξαπλωθεί με τη συνήθεια και τη μίμηση ακόμη και ανάμεσα σε ανθρώπους που (θα έπρεπε να) γνωρίζουν καλύτερα τη γλώσσα […] Οι λέξεις, σαν άλογα του ιππικού που ανταποκρίνονται στο σάλπισμα, ομαδοποιούνται αυτόματα σε γνωστές ανιαρές εικόνες. Αυτή η εισβολή προκατασκευασμένων φράσεων στο μυαλό μπορεί να προληφθεί μόνο αν κάποιος είναι σε συνεχή εγρήγορση εναντίον τους, καθώς κάθε τέτοια φράση αναισθητοποιεί ένα μέρος του εγκεφάλου. 
Είπα παραπάνω ότι ο εκφυλισμός της γλώσσας μας πιθανώς μπορεί να θεραπευθεί. Αυτοί που αρνούνται το γεγονός αυτό θα υποστήριζαν […] ότι η γλώσσα απλώς αντανακλά τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, και ότι δεν μπορούμε να επηρεάσουμε την εξέλιξή της με άμεση παρέμβαση στις λέξεις και τις δομές. Αυτό μπορεί να ισχύει για τον γενικό τόνο ή το πνεύμα μιας γλώσσας, αλλά όχι για τις λεπτομέρειες. Ανόητες λέξεις ή εκφράσεις συχνά έχουν εξαφανισθεί, όχι μέσω κάποιας εξελικτικής διεργασίας, αλλά με συνειδητή δράση μιας μειονότητας [...]
Η υπεράσπιση της αγγλικής γλώσσας δεν έχει καμιά σχέση με αρχαϊσμούς, με τη διάσωση παρωχημένων λέξεων και εκφράσεων, ή με τη δημιουργία μιας ‘πρότυπης αγγλικής’ από την οποία δεν πρέπει ποτέ να αποκλίνουμε. Αντίθετα, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την κατάργηση κάθε λέξης ή ιδιωματισμού που έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά του […] Αυτό που χρειάζεται πάνω απ’ όλα είναι να αφήσουμε το νόημα να διαλέξει τη λέξη, και όχι το αντίστροφο. Στην πρόζα το χειρότερο που μπορείς να κάνεις με τις λέξεις είναι να παραδοθείς σ’ αυτές. Όταν σκέφτεσαι κάποιο στέρεο αντικείμενο, σκέφτεσαι χωρίς λέξεις, και στη συνέχεια, αν θέλεις να περιγράψεις το πράγμα που φανταζόσουν, πιθανώς ψάχνεις μέχρι να βρεις τις ακριβείς λέξεις που φαίνεται να ταιριάζουν. Όταν σκέφτεσαι κάτι αφηρημένο, έχεις περισσότερο την τάση να χρησιμοποιείς λέξεις από την αρχή, και αν δεν κάνεις συνειδητή προσπάθεια να την εμποδίσεις, η υπάρχουσα διάλεκτος θα ξεπηδήσει αυτόματα και θα κάνει τη δουλειά για λογαριασμό σου, με τίμημα τη θόλωση ή και την αλλοίωση του νοήματός σου. Είναι ίσως καλύτερα να αναβάλει κανείς τη χρήση λέξεων για όσο γίνεται περισσότερο και να κάνει το νόημά του όσο πιο καθαρό μπορεί με εικόνες και αισθήσεις. Στη συνέχεια μπορεί κανείς να διαλέξει—όχι απλά να αποδεχθεί—τις φράσεις που αποδίδουν καλύτερα το νόημα, κι έπειτα να αντιστρέψει τη διαδικασία και να σκεφθεί τι εντυπώσεις είναι πιθανό να δώσουν τα λόγια του σε κάποιο άλλο πρόσωπο […] 
Δεν ασχολήθηκα εδώ με τη λογοτεχνική χρήση της γλώσσας, αλλά με τη γλώσσα ως εργαλείο έκφρασης και όχι συγκάλυψης ή παρεμπόδισης της σκέψης […] Θα πρέπει κανείς να αναγνωρίσει ότι το σημερινό πολιτικό χάος συνδέεται με τον εκφυλισμό της γλώσσας, και ότι πιθανώς μπορεί κανείς να επιφέρει κάποια βελτίωση αρχίζοντας από τη γλωσσική πλευρά. Αν απλουστεύσεις τα αγγλικά σου, ελευθερώνεσαι από τις χειρότερες τρέλες του δογματισμού. Δεν μπορείς να μιλήσεις καμιά από τις απαραίτητες διαλέκτους, κι αν πεις κάτι ανόητο, η ανοησία του θα είναι προφανής, ακόμη και σε σένα. Η πολιτική γλώσσα—κι αυτό με παραλλαγές ισχύει για όλα τα πολιτικά κόμματα, από Συντηρητικούς μέχρι Αναρχικούς—είναι σχεδιασμένη να κάνει τα ψέματα να ακούγονται σαν αλήθειες και το έγκλημα σαν αξιοπρέπεια, και να δίνει μια εικόνα στερεότητας σε αέρα φρέσκο. Δεν μπορεί κανείς να τα αλλάξει όλα αυτά σε μια στιγμή, αλλά τουλάχιστον μπορεί να αλλάξει τις συνήθειές του, και από καιρό σε καιρό μπορεί ακόμη, αν χλευάσει αρκετά δυνατά, να στείλει μια τετριμμένη και άχρηστη φράση […] στο σκουπιδοτενεκέ, εκεί που ανήκει».     

πηγή: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια: