ΠΛΑΤΩΝ-ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1
Α. ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ: "Το μάθημα ... ισχυρίζομαι πως διδάσκω"
Είναι γνωστό ότι ο Πρωταγόρας χρησιμοποιώντας την τέχνη της λογικής και ειδικότερα τους λεγόμενους κοινούς τόπους, δηλαδή προετοιμασμένα θέματα που έπρεπε οι μαθητές του να απομνημονεύσουν, δίδασκε την πολιτική τέχνη στους νέους της Αθήνας, οι οποίοι είχαν πολιτικές φιλοδοξίες. Η φήμη του και το πλήθος των μαθητών του στην Αθήνα συνιστούσαν τεκμήρια της αποτελεσματικότητας του διδακτικού έργου του και ενίσχυαν το κύρος του στους πνευματικούς κύκλους της πόλης και την αυτοπεποίθησή του. Το διδακτικό του έργο συμφωνούσε με το βασικό φιλοσοφικό αξίωμά του ότι «μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος», ότι δηλαδή η κοινή λογική του ατόμου αποτελεί τον κριτή και τον γνώμονα του ορθού και, συνεπώς η αλήθεια είναι σχετική και όχι απόλυτη.
Ο Σωκράτης, στο απόσπασμα που μας απασχολεί, δεν παίρνει θέση φανερά υπέρ ή κατά της σοφιστικής θεώρησης των πραγμάτων συνολικά. Όμως ήδη διαφαίνεται η διαφοροποίησή του από την αντίληψη του Πρωταγόρα, καθώς ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε «ικανούς πολίτες», ενώ ο ίδιος σε «αγαθούς πολίτες». Η διαφορά αυτή βρίσκεται στη βάση του στοχασμού και της μεθόδου που επιλέγουν οι δύο συνομιλητές σε όλη τη συνομιλία τους.
«Εὐβουλία»: (<εὖ + βουλεύομαι = σκέφτομαι σωστά, παίρνω σωστές αποφάσεις) Ο Πρωταγόρας αρχίζει να απαντά με σαφήνεια στα ερωτήματα που του τέθηκαν προηγουμένως από τον Σωκράτη σχετικά με το αντικείμενο της διδασκαλίας του. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι αυτό που διδάσκει τους νέους είναι η «εὐβουλία», δηλαδή η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων για:
α) θέματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα»). Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανότερος στη διευθέτηση και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του. Συγκεκριμένα, «οἶκος» στην αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε μόνο «σπίτι», όπως σήμερα, ούτε δήλωνε μόνο την
«οικογένεια» (δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς). Ο «οἶκος», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο συστατικό στοιχείο της κοινωνίας˙ φυσικά, ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την κατοχή γης (αυτό δεν ίσχυε πια αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ου αιώνα, με ανεπτυγμένη εμπορική και βιοτεχνική οικονομία). Το χαρακτηριστικό του οίκου πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στον χρόνο, είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχειά του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του οίκου του. Τα «οἰκεῖα» είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα. Άλλωστε, μόνο αν κάποιος μάθει να διευθετεί σωστά τις υποθέσεις του οίκου του, είναι σε θέση να διευθετεί σωστά και τις πολιτικές υποθέσεις, πράγμα που προδίδει τη νοοτροπία των αρχαίων Ελλήνων να λειτουργούν περισσότερο ως μέλη ενός συνόλου παρά ως άτομα.
Γενικά οι δύο συνομιλητές φαίνεται ότι δέχονται σιωπηλά ως κοινή βάση της εξέτασης που επιχειρούν ότι η πόλις δεν ακυρώνει τον οίκο, αλλά τον προϋποθέτει και συγχρόνως τον υπερβαίνει με σχέση εσωτερικής αμοιβαιότητας, όπως ακριβώς το δημόσιο συμφέρον δεν καταργεί το ατομικό, αλλά βρίσκονται σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης. β) θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή. Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για πολιτικά θέματα και για τις υποθέσεις της πόλεως.
Παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας σε αυτό το σημείο προτάσσει το ρήμα «πράξει», που αφορά τις πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες, ενώ
τοποθετεί δεύτερο στη σειρά το ρήμα «μιλήσει», που αφορά τον πολιτικό λόγο που εκφράζεται κυρίως στην Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη αυτή σκόπιμα επιλέγεται από τον Πρωταγόρα, για να τονιστεί ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία. Μια δεύτερη ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο κινεί τη νόηση. Με αυτή την οπτική η πράξη (=εμπειρικό δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο του ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας και αποτελεί προϊόν της νοητικής επεξεργασίας της. Από τα παραπάνω προκύπτει και η τεράστια σημασία που είχε για τον αρχαίο Έλληνα η σύζευξη λόγων και έργων. Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Συγκεκριμένα, στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας (στ. 443), ο γέροντας Φοίνικας καλεί τον Αχιλλέα να γίνει «μύθων ῥητὴρ πρηκτήρ τε ἔργων», να είναι δηλαδή ικανός στα λόγια και στα έργα, καλός ομιλητής και γενναίος πολεμιστής. Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Ο Θουκυδίδης μάλιστα στον Ἐπιτάφιο θα μιλήσει με έμφαση για την ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας και γενικά της αρετής των πολιτών και της πόλεως. Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι το αντικείμενο διδασκαλίας του Πρωταγόρα ανταποκρίνεται στην απαίτηση των Αθηναίων για σύζευξη λόγων και έργων. Εν κατακλείδι, ο ολοκληρωμένος πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.
«Πολιτική τέχνη» Ο όρος «πολιτική τέχνη» αποδίδεται στο κείμενό μας με τους όρους «ἀρετή», «εὐβουλία», «πολιτικὴ ἀρετή» και «ἀνδρὸς ἀρετή». Όλοι αυτοί οι όροι αφορούν τη δράση του ατόμου στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή ως πολίτη, ως υπεύθυνου μέλους δηλαδή της οργανωμένης πολιτικά συμβιωτικής ομάδας, γιατί μόνο μέσα στην πόλη μπορεί να δράσει και να καταξιωθεί ευεργετικά για τον εαυτό του και για το σύνολο. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι με τη διδασκαλία του μπορεί να μεταδώσει στους νέους αρετή, ήθος, ορθή κρίση, φρόνηση και δεινότητα
λόγου, ώστε να δρουν με επιτυχία τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις δημόσιες υποθέσεις.
«... εννοείς πως αναλαμβάνεις να κάνεις τους άνδρες ἀγαθοὺς πολίτες» Η πολιτική αρετή, σύμφωνα με τον Σωκράτη, συσχετίζεται με τους «άνδρες» και τους «αγαθούς πολίτες». Ο λόγος για τον οποίο ο φιλόσοφος αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο σε «άνδρες» είναι γιατί στην αρχαία Ελλάδα μόνον οι άνδρες είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Ο ενήλικος ελεύθερος άνδρας είναι ο κύριος του οίκου, δηλαδή είναι αυτός που έχει δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στην περιουσία και δικαιώματα διάθεσης και διοίκησης πάνω στα μέλη της οικογένειας˙ και οι γυναίκες και τα παιδιά και οι δούλοι της οικογένειας κηδεμονεύονται από τον κύριο του οίκου. Στο δημόσιο επίπεδο, οι ενήλικοι ελεύθεροι Αθηναίοι άνδρες είναι οι μόνοι που έχουν δικαιώματα πολίτη, οι μόνοι δηλαδή που έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνελεύσεις του δήμου, να εκλέγονται στα διάφορα αξιώματα της πόλεως, να στρατεύονται (πλην ορισμένων εξαιρέσεων), να γίνονται μέλη των δικαστηρίων και να μηνύουν στα δικαστήρια ή να παρουσιάζονται ως μάρτυρες σε αυτά. Από την άλλη, ο όρος «ἀγαθός» παραπέμπει στο αγαθό της καλοκαγαθίας που διείπε ως αξία την αρχαία ελληνική κοινωνία. Ο Έλληνας άνδρας έπρεπε να είναι «καλὸς κἀγαθός». Συγκεκριμένα, το επίθετο «καλὸς» υποδηλώνει έναν άνδρα με ωραίο και γυμνασμένο σώμα, ικανό να εκπληρώσει τα καθήκοντά του ως οπλίτη, ενώ το επίθετο «ἀγαθὸς» υποδηλώνει έναν άνδρα σώφρονα, συνετό και μετρημένο, με απόλυτη αυτοσυγκράτηση απέναντι στα πάθη, με ικανότητα να κρίνει και να δρα λελογισμένα στον ιδιωτικό και κυρίως στον δημόσιο βίο. Εδώ ο Πρωταγόρας αναφέρεται μόνο στο δεύτερο συστατικό αυτού του ιδανικού, την αγαθότητα, γιατί προφανώς μόνον αυτή ενδιαφέρει τη συζήτηση που διεξάγεται.
B. Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΓΙΑ ΤΟ "διδακτόν" ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ: "Μάλιστα, ωραία τέχνη ... μη μας αρνηθείς και κάνε το"
Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο: Στο απόσπασμα που εξετάζουμε, παρατηρούμε συνεπή εφαρμογή της μαιευτικής μεθόδου από τον
Σωκράτη, ο οποίος προσποιούμενος άγνοια και ειρωνευόμενος, με τις ερωτήσεις του επιχειρεί να συναγάγει από τον συνομιλητή του τεκμηριωμένες απόψεις, να «εκμαιεύσει» τελικά από αυτόν την αλήθεια με την κατάλληλη εσωτερική ενεργοποίησή του. Η σωκρατική ειρωνεία ως «τέχνασμα του Λόγου» δεν υποτιμά ούτε προσβάλλει τον συνομιλητή, αλλά διευκολύνει τον διάλογο των δύο προσώπων, γιατί αποτελεί τρόπο αμφισβήτησης τόσο του άλλου όσο και του «εγώ» του ίδιου του ομιλούντος, με αποτέλεσμα να ελευθερώνει τον λόγο και να επιτρέπει την κοινή φιλοσοφική αναζήτηση της αλήθειας. Επιπλέον, ο έλεγχος των θέσεων του Πρωταγόρα γίνεται από έναν φιλόσοφο που προσπαθεί όχι να επιβάλει στον συνομιλητή του ήδη έτοιμες και παγιωμένες αντιλήψεις, αλλά να εξασφαλίσει την κοινή φιλοσοφική αναζήτηση. Ειδικότερα στο πλαίσιο της σωκρατικής ειρωνείας μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τα επιχειρήματα του Σωκράτη σε αυτό το σημείο δείχνουν την ικανότητα του φιλοσόφου να προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις των περιστάσεων. Χρησιμοποιεί λοιπόν στην αρχή του λόγου του απλοϊκά επιχειρήματα που μπορούν να κατανοήσουν όσοι έχουν εκπαιδευθεί στα σοφιστικά στερεότυπα (αυτοί κυρίως αποτελούν το ακροατήριό του στη συγκεκριμένη σκηνή, αφού βρίσκεται στον χώρο διδασκαλίας του Πρωταγόρα). Αντιμετωπίζει την επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα, η οποία αναπαράγει σοφιστικά στερεότυπα, αρχικά με επιχειρήματα που εκφράζουν μια εμπειρική συλλογιστική, οικεία στους πολλούς. Έτσι, με το πρώτο επιχείρημα επικαλείται τους πολλούς, ενώ με το δεύτερο τους ειδικούς, για να υποστηρίξει λογικά την αμφισβήτησή του για το διδακτό της αρετής και να κάνει τον συνομιλητή του να εκθέσει αναλυτικά τις απόψεις του. Βέβαια στην οικονομία του διαλόγου η αναλυτική και σύνθετη επιχειρηματολογία του Σωκράτη θα εκτεθεί στην φιλοσοφική κριτική που θα ασκήσει στον Πρωταγόρα, αφού τον αφήσει να παρουσιάσει και να υποστηρίξει τις θέσεις του.
Η θέση του Σωκράτη Αφού ο Πρωταγόρας διατύπωσε με σαφήνεια ποιο είναι το αντικείμενο της διδασκαλίας του και τη θέση του ότι η πολιτική
αρετή μπορεί να διδαχθεί, τον λόγο παίρνει ο Σωκράτης, ο οποίος εκφράζει μια εντελώς αντίθετη άποψη:
α) η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται και
β) οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους.
Επιχειρήματα Σωκράτη
Ο Σωκράτης, για να στηρίξει τις παραπάνω θέσεις, διατυπώνει τα εξής επιχειρήματα: 1ο επιχείρημα: «Μάλιστα, ωραία τέχνη ... κάτι που διδάσκεται» Αποδεικτέα θέση: η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Επιχείρημα: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά. Συμπέρασμα: Άρα, οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
2ο επιχείρημα: «Αυτή τη στάση φυσικά ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή»
Αποδεικτέα θέση: οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους.
Επιχείρημα: για να στηρίξει την παραπάνω θέση, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά παραδείγματα:
- ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γιους του,
- ο Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία. Συμπέρασμα: Άρα, η αρετή δεν είναι διδακτή. Επισήμανση: παρατηρούμε ότι το δεύτερο συμπέρασμα σχετίζεται όχι μόνο με τη δεύτερη αποδεικτέα θέση, αλλά είναι κοινό και για την πρώτη αποδεικτέα θέση. Έτσι, συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα η θέση είναι μία, ότι δηλαδή η αρετή δεν διδάσκεται, και παρουσιάζεται σαν σε σχήμα «ένα με δύο» (ἓν διὰ δυοῖν).
Κριτική της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη Τα επιχειρήματα του Σωκράτη έχουν λογική βάση και κρίνονται αρκετά ικανοποιητικά. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και τρωτά σημεία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα παρατηρούμε τα εξής: α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ … οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που είχε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.
β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη («Όταν όμως πρέπει … γενιά σπουδαία»). Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.
γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή («γιατί εσύ … και συμβουλές»). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής. Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα: α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του («Κι αυτοί … από μόνοι τους την αρετή»). Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο
Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί αποτελεσματικά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.
β. («Ο Περικλής … να τους εκπαιδεύσουν»:) Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τη μεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του, είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας. γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία («Κι αν θέλεις … τι να κάνει μαζί του») μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση
μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να συναγάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα. Εξετάζοντας συνολικά την επιχειρηματολογία του Σωκράτη οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα:
α. Τα επιχειρήματά του είναι εμπειρικά και περιγραφικά. Δίνονται με παραδείγματα και όχι με την αλληλουχία διεισδυτικών λογικών κρίσεων και ανήκουν στην κατηγορία των επιχειρημάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή πιθανολογικά. Ο Σωκράτης φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με τα επιχειρήματα εμπειρικής συλλογιστικής που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας, στην ουσία όμως εξυπηρετείται έτσι η ειρωνεία του και διευκολύνεται ο δρόμος της κοινής φιλοσοφικής αναζήτησης.
β. Τα επιχειρήματά του εμπεριέχουν αντιφάσεις: από τη μία ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι όλοι κατέχουν την πολιτική αρετή, ενώ από την άλλη διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, όπως οι γιοι του Περικλή ή ο Κλεινίας. Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.
«...αφού θεωρώ … έχεις ανακαλύψει μόνος σου»
Η φράση αυτή υποδηλώνει ποιες είναι, κατά τον Σωκράτη, οι πηγές γνώσεις. Αυτές, λοιπόν, είναι:
α. η πείρα: πρόκειται για γνώσεις που προκύπτουν από τα βιώματα και τις καθημερινές εμπειρίες,
β. η μάθηση: πρόκειται για γνώσεις που κατακτώνται με την παιδεία, τη διδασκαλία και τη μελέτη και
γ. η έρευνα: πρόκειται για γνώσεις που είναι αποτέλεσμα προσωπικής προσπάθειας και αγώνα για την αναζήτηση της αλήθειας.
Οι σωκρατικές μέθοδοι και η στάση του Σωκράτη απέναντι στον Πρωταγόρα Στην ενότητα είναι εμφανείς οι μέθοδοι του Σωκράτη, η ειρωνεία, η διαλεκτική, η μαιευτική και η επαγωγική μέθοδος.
α. Η σωκρατική ειρωνεία: «σωκρατική ειρωνεία» ονομάζεται η προσποιητή άγνοια που επεδείκνυε ο Σωκράτης στις συζητήσεις του. Προσποιούνταν δηλαδή αρχικά ότι δήθεν δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά ότι ενδιαφέρεται να τον διδάξουν οι άλλοι το όσιο και το ανόσιο, το καλό και το άσχημο, το θάρρος και τη δειλία κ.τ.λ. Δεν υποσχόταν ότι διδάσκει κάτι συγκεκριμένο, γιατί πίστευε ότι ο καθένας μπορεί μόνος του να βρει την αλήθεια, αν μάθει να χρησιμοποιεί τον νου του. Συνεπώς, δεν προσέφερε έτοιμες γνώσεις, αλλά με ερωτήσεις προσπαθούσε να οδηγήσει τον συνομιλητή του αρχικά στη συνειδητοποίηση της πλάνης και της πνευματικής του κατωτερότητας και στη συνέχεια σε γνώσεις που είχε ήδη μέσα του.
Η μέθοδος αυτή μπορεί να εντοπιστεί στο κείμενό μας στα εξής σημεία:
- «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται η ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι δηλαδή η προσποιητή χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που μιλάει.
- «… ωραία τέχνη»: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί σκόπιμα τη λέξη «τέχνη», η οποία είναι αμφίσημη. Μπορεί να σημαίνει επινόηση, τέχνη, αλλά και πανουργία, απάτη. Έτσι, υποδηλώνεται ειρωνική διάθεση και ο ακροατής προβληματίζεται για το ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της.
- «… ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ …», «… έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»: στις φράσεις αυτές η ειρωνεία καλύπτεται πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα.
- «… αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ με την αμφισβήτηση για την ειδικότητα που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του.
Μελετώντας συνολικά τη στάση του Σωκράτη απέναντι στον σοφιστή Πρωταγόρα παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος δεν διατυπώνει τις θέσεις του δογματικά, αλλά εκφράζεται με ευγένεια και μετριοφροσύνη («δεν θεωρούσα …», «νομίζω πως …»). Παράλληλα, δείχνει να σέβεται την άποψη του συνομιλητή του και να αναγνωρίζει το κύρος του («δεν μπορώ να το αμφισβητήσω», «κάμπτομαι και πιστεύω … μόνος σου»). Συνεπώς, η λεπτή ειρωνεία που επισημάναμε στο ύφος του φιλοσόφου δεν έχει ως στόχο να προσβάλει και να υπονομεύσει το κύρος και την αξία του Πρωταγόρα, αλλά απλώς να τον προκαλέσει και να τον αναγκάσει να αναπτύξει διεξοδικά τις θέσεις του.
β. Η διαλεκτική μέθοδος: η διαλεκτική είναι η μέθοδος του διαλόγου. Πρωταρχικός στόχος του Σωκράτη είναι να αναιρέσει σταδιακά τις θέσεις του συνομιλητή του θέτοντας απλοϊκές ερωτήσεις και στη συνέχεια να προσπαθήσει με μία νέα συζήτηση να συναγάγει ένα νέο συμπέρασμα, μια νέα προσέγγιση της αλήθειας.
Έτσι, στην ενότητα αυτή παρακολουθούμε τον Σωκράτη να απευθύνει ερώτηση ήπιας και έμμεσης αμφισβήτησης των λεγομένων του Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;») και έπειτα να διατυπώνει και να εξηγεί τη θέση του ότι η αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Βρισκόμαστε δηλαδή στο στάδιο της διαλεκτικής μεθόδου, κατά το οποίο προσπαθεί να οδηγήσει τον Πρωταγόρα στην αναίρεση των θέσεών του. γ. Η μαιευτική μέθοδος: με τη χρήση αυτής της μεθόδου γίνεται προσπάθεια να εξαχθεί η σωκρατική άποψη από τον αντίπαλο. Ο ίδιος ο Σωκράτης, όπως η μαία, βοηθάει τον συνομιλητή του να επαναφέρει στη μνήμη του την αλήθεια που ήδη γνωρίζει. Έτσι στην αρχή της ενότητας προσποιείται ότι δεν κατανοεί το περιεχόμενο των λεγομένων του Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου; Γιατί απ’ ό,τι καταλαβαίνω […] κι εννοείς…»), ώστε να κινητοποιήσει τον αντίπαλό του να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Επίσης, στο τέλος του λόγου του τον προκαλεί να αναλύσει «με τρόπο εναργέστερο» το διδακτό της αρετής οδηγώντας τον Πρωταγόρα σε μια διεξοδική ανάπτυξη των απόψεών του.
δ. Η επαγωγική μέθοδος («ἐπακτικοὶ λόγοι»): επαγωγική είναι η μέθοδος που ακολουθούσε ο Σωκράτης για την αναζήτηση της απόλυτης ουσίας των ηθικών εννοιών, με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών («τὸ ὁρίζεσθαι καθόλου») και συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φτάνουν σε μια απόλυτη γνώση για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας. Για να πετύχει τον στόχο αυτό αντλούσε παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και την εμπειρία.
Το ίδιο παρατηρούμε ότι συμβαίνει και στην παρούσα ενότητα: προκειμένου ο Σωκράτης να αποδείξει το μη «διδακτόν» της πολιτικής αρετής, χρησιμοποιεί παραδείγματα από την πολιτική πρακτική και την καθημερινή ζωή, όπως το ποιος παίρνει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου ανάλογα με το θέμα που συζητείται, το αν ο Περικλής κατάφερε να διδάξει την πολιτική αρετή στους γιους του και ο Αρίφρονας στον Κλεινία.
Ερωτήσεις: Εν.1η, Πρωταγόρας 1. Πώς κρίνετε τη στάση του αθηναϊκού δήμου, όπως την περιγράφει ο Σωκράτης, απέναντι στους ειδικούς πάνω σε κάποια συγκεκριμένα ζητήματα και απέναντι στους πολίτες που, σε γενικά θέματα, θέλουν να δώσουν τη γνώμη τους στην πολιτική συνέλευση; Ποια θεωρείτε ότι είναι η στάση των σημερινών πολιτικών κοινωνιών απέναντι στο θέμα Στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι συζητούσαν για θέματα που απαιτούσαν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούσαν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Η στάση αυτή των Αθηναίων κρίνεται σωστή, γιατί μόνο οι ειδικοί είναι αρμόδιοι να δώσουν σωστές συμβουλές για θέματα της ειδικότητάς τους. Μόνο αυτοί μπορούν να ενημερώσουν σωστά τους πολίτες και να φωτίσουν πολύπλευρα ένα τέτοιο ζήτημα, ώστε η πολιτεία να φτάσει στη λήψη των ορθότερων δυνατών αποφάσεων. Από την άλλη, το δικαίωμα και το χρέος όλων των πολιτών να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους (ισηγορία, παρρησία) για θέματα που αφορούσαν την πόλη αποτελούσε απαραίτητη και αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που υπήρχε τότε στην Αθήνα. Καθώς οι Αθηναίοι διέθεταν σε μεγάλο βαθμό πολιτική ωριμότητα, φωτίζονταν ολόπλευρα τα θέματα και όλοι μαζί οδηγούνταν στη λήψη μιας ορθής απόφασης. Στις σημερινές κοινωνίες ζητείται επίσης η γνώμη των ειδικών για θέματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις. Οι ειδικοί, όμως, δεν αγορεύουν στη Βουλή, αλλά κατέχουν υπεύθυνες θέσεις σε υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες δίπλα σε πρόσωπα με πολιτικές ευθύνες. Έτσι, οι αποφάσεις λαμβάνονται έπειτα από εμπεριστατωμένες μελέτες εξειδικευμένων προσώπων. Όμως, στα πολιτικά ζητήματα δεν μπορεί να ισχύσει ό,τι ίσχυε στην
αρχαία Αθήνα. Η τεράστια αύξηση του πληθυσμού εμποδίζει την έκφραση πολιτικού λόγου στη Βουλή από το σύνολο των πολιτών. Σήμερα, η δημοκρατία είναι έμμεση και αντιπροσωπευτική, καθώς οι πολίτες αντιπροσωπεύονται από τους βουλευτές. Μπορούν, ωστόσο, να εκφράσουν τη γνώμη τους ως άτομα σε πολιτικά θέματα μέσω διάφορων συλλογικών οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης ή συνδικαλιστικών κινημάτων ή μέσω του τύπου και γενικά των μέσων μαζικής ενημέρωσης. 2. Συνοψίστε και συζητήστε τους λόγους για τους οποίους ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως η αρετή δεν μπορεί να μεταδοθεί Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι η πολιτική αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί. Για να στηρίξει αυτή τη θέση παρουσιάζει τα παρακάτω επιχειρήματα: α. Στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά. β. Οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους (χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του Περικλή και του Αρίφρονα). Τα επιχειρήματα του Σωκράτη έχουν λογική βάση και κρίνονται αρκετά ικανοποιητικά. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και αδύνατα σημεία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα παρατηρούμε τα εξής:
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ ... οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που έτρεφε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι. β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη. Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή. γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής. Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του. Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί σωστά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες. β. Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τη μεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να συνάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα. Εξετάζοντας συνολικά την επιχειρηματολογία του Σωκράτη οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα: α. Τα επιχειρήματά του είναι εμπειρικά και περιγραφικά. Δίνονται με παραδείγματα και όχι με την αλληλουχία διεισδυτικών σκέψεων, όπως θα ήταν αναμενόμενο από τον Σωκράτη. Επομένως, φαίνεται να ανήκουν στην κατηγορία των επιχειρημάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή πιθανολογικά. β. Τα επιχειρήματά του εμπεριέχουν αντιφάσεις: από τη μία ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι όλοι κατέχουν την πολιτική αρετή, ενώ από την άλλη διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, όπως οι γιοι του Περικλή ή ο Κλεινίας. Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο
σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια. 3. Ποιο το περιεχόμενο της «εὐβουλίας» σύμφωνα με τον Πρωταγόρα; Ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του τρόπου ζωής των Αθηναίων πολιτών Ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι το αντικείμενο της διδασκαλίας του είναι η «εὐβουλία», δηλαδή η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων για θέματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα») και για θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή. Με τα πρώτα ο μαθητής θα γίνει ικανότερος στη διευθέτηση και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του. Συγκεκριμένα, «οἶκος» στην αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε μόνο «σπίτι», όπως σήμερα, ούτε δήλωνε μόνο την «οικογένεια» (δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς). Ο «οἶκος», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο συστατικό στοιχείο της κοινωνίας˙ φυσικά, ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την κατοχή γης (αυτό δεν ίσχυε πια αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ου αιώνα, με ανεπτυγμένη εμπορική και βιοτεχνική οικονομία). Το χαρακτηριστικό του οίκου πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στον χρόνο, είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχειά του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του οίκου του. Τα «οἰκεῖα» είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα. Άλλωστε, μόνο αν κάποιος μάθει να διευθετεί σωστά τις υποθέσεις του οίκου του, θα μπορέσει να διευθετήσει σωστά και τις πολιτικές υποθέσεις, πράγμα που προδίδει τη νοοτροπία των αρχαίων Ελλήνων να λειτουργούν περισσότερο ως μέλη ενός συνόλου παρά ως άτομα.
Γενικά οι δύο συνομιλητές φαίνεται ότι δέχονται σιωπηλά ως κοινή βάση της εξέτασης που επιχειρούν ότι η πόλις δεν ακυρώνει τον οίκο, αλλά τον προϋποθέτει και συγχρόνως τον υπερβαίνει με σχέση εσωτερικής αμοιβαιότητας, όπως ακριβώς το δημόσιο συμφέρον δεν καταργεί το ατομικό, αλλά βρίσκονται σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης. Με τα θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή ο μαθητής θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για πολιτικά θέματα. Παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας σε αυτό το σημείο προτάσσει το ρήμα «πράξει», που αφορά τις πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες, ενώ τοποθετεί δεύτερο στη σειρά το ρήμα «μιλήσει», που αφορά τον πολιτικό λόγο που εκφράζεται στην Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη αυτή σκόπιμα επιλέγεται από τον Πρωταγόρα, για να τονιστεί ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία. Μια δεύτερη ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο κινεί τη νόηση. Με αυτή την οπτική η πράξη (=εμπειρικό δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο του ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας και αποτελεί προϊόν της νοητικής επεξεργασίας της. Από τα παραπάνω προκύπτει και η τεράστια σημασία που είχε για τον αρχαίο Έλληνα η σύζευξη λόγων και έργων. Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Συγκεκριμένα, στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας, ο γέροντας Φοίνικας καλεί τον Αχιλλέα να γίνει «μύθων ῥητὴρ πρηκτήρ τε ἔργων», να είναι δηλαδή ικανός στα λόγια και στα έργα, καλός ομιλητής και γενναίος πολεμιστής. Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Ο Θουκυδίδης μάλιστα στον Ἐπιτάφιο θα μιλήσει με έμφαση για την ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας των ανθρώπων. Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι το αντικείμενο διδασκαλίας του Πρωταγόρα ανταποκρίνεται στην απαίτηση των Αθηναίων για σύζευξη λόγων και έργων. Εν κατακλείδι ο ολοκληρωμένος πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.
4. Ποια η σημασία της λέξης «πολιτική αρετή» στο κείμενο Η έννοια της αρετής είχε στην αρχαιότητα ευρύτερη χρήση από τη σημερινή. Σήμαινε την καλύτερη δυνατή κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να βρεθεί ένα πράγμα. Εκφράσεις όπως «αρετή οφθαλμού ή ωτός» απέδιδαν την άριστη λειτουργία του σωματικού οργάνου, δηλαδή την άριστη λειτουργία του ματιού ή του αυτιού αντίστοιχα. Επίσης με την έννοια της αρετής αποδιδόταν μια κατάσταση αρτιότητας και ολοκληρωμένης διαμόρφωσης ενός όντος. Για παράδειγμα οι εκφράσεις «αρετή ανθρώπου» και «αρετή ίππου» φανερώνουν ότι τα αναφερόμενα όντα βρίσκονται σε κατάσταση πλήρους ανάπτυξης των γνωρισμάτων τους, που συνιστούν την ουσία τους, και έχει ολοκληρωθεί η διαμόρφωσή τους σε τέλειες υπάρξεις σύμφωνα με το είδος τους. Δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάτι η έννοια της αρετής, όταν υπάρχει έλλειψη ή ατέλεια στην πλήρη ανάπτυξη των γνωρισμάτων που το καθιστούν τέλεια ύπαρξη κατά το είδος. Τότε αυτό υποπίπτει στην κατάσταση του «αισχρού», του άσχημου, και του «αχρείου», του άχρηστου. Η «πολιτική αρετή» είναι η άρτια και πλήρης διαμόρφωση του πολίτη, που μπορεί να ορισθεί ως ο ανθρώπινος τύπος ο οποίος έχει αναπτύξει σύμμετρα και σωστά τις ικανότητες και ιδιότητες που ταιριάζουν στο ελεύθερο και υπεύθυνο πρόσωπο. Η ολιστική σύλληψη του πολιτικού φαινομένου από τους αρχαίους Έλληνες σήμαινε ότι ο σωστός άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι και ο ολοκληρωμένος πολίτης, αφού ο άνθρωπος ζει πολιτικά, δηλαδή ζει σε οργανωμένη συμβιωτική κοινότητα, της οποίας είναι αναπόσπαστο μέλος και μοιράζεται τη συνυπευθυνότητα για την ύπαρξή της με τους ομοίους του. Η πολιτική αρετή ως ολοκλήρωση των επιμέρους αρετών ήταν προϋπόθεση της πολιτικής πράξης και απαιτούσε καθολική κατάρτιση (στο καθεστώς της άμεσης δημοκρατίας ο πολίτης όφειλε να διατυπώνει προτάσεις στο βουλευτικό σώμα για όλα τα θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος), ηθικές ιδιότητες όπως δικαιοσύνη, παρρησία κ.τ.λ. και υπέρβαση του εγώ μέσω του εγώ με την ικανότητα να εξουσιάζει δίκαια και χρηστά τους άλλους. Συγγενής έννοια είναι η «ανδρός αρετή», δηλαδή η άρτια διαμόρφωση του σωστού ανθρώπου.
Στο κείμενο, που εξετάζουμε, με τον όρο «πολιτική τέχνη» γίνεται η πρώτη πρόσβαση στο θέμα του διαλόγου που είναι το διδακτό της πολιτικής αρετής. Παραλλαγές αυτού του όρου στο κείμενο είναι η πολιτική αρετή, η ανδρός αρετή ή απλώς αρετή. Αφορά την επιτυχή δράση του ατόμου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα η οποία χρειάζεται την κατάλληλη αγωγή που αποβλέπει στη βελτίωση της ανθρώπινης φύσης. Θα μπορούσαμε μόνο να παρατηρήσουμε ότι με τον όρο τέχνη τονίζεται περισσότερο η σημασία της μαθητείας, της αποκτημένης ικανότητας (τέχνη < τίκτω), ενώ με τον όρο αρετή υποβάλλεται περισσότερο η αυθυπαρξία των ικανοτήτων στον άνθρωπο. 5. Παρουσιάστε το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη και αξιολογήστε το. Το 1ο επιχείρημα του Σωκράτη εντοπίζεται στο απόσπασμα : «Μάλιστα, ωραία τέχνη … κάτι που διδάσκεται». Έτσι, η αποδεικτέα θέση είναι ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Το επιχείρημα που τη στηρίζει έχει ως εξής: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Το επιχείρημα του Σωκράτη έχει λογική βάση και κρίνεται αρκετά ικανοποιητικό. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και κάποια τρωτά σημεία. Συγκεκριμένα:
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ … οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που έτρεφε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι. β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη («Όταν όμως πρέπει ... γενιά σπουδαία»). Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή. γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή («γιατί εσύ … και συμβουλές»). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν μια έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής. Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην
πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια. 6. Παρουσιάστε το δεύτερο επιχείρημα του Σωκράτη και αξιολογήστε το. Το 2ο επιχείρημα του Σωκράτη εντοπίζεται στο απόσπασμα: «Αυτή τη στάση φυσικά ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή». Η αποδεικτέα θέση είναι, λοιπόν, ότι οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους. Για να στηρίξει την παραπάνω θέση, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά παραδείγματα ως επιχειρήματα: - ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γιους του, - ο Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία. Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρετή δεν είναι διδακτή. Όσον αφορά την κριτική του δεύτερου επιχειρήματος μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα: α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του («Κι αυτοί … από
μόνοι τους την αρετή»). Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί αποτελεσματικά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών, στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες. β. («Ο Περικλής ... να τους εκπαιδεύσουν»): Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τη μεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας. γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί το ότι η πολιτική αρετή δεν
διδάσκεται. δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία («Κι αν θέλεις ... τι να κάνει μαζί του») μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να εξαγάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα. Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια. 7. α) Τι ονομάζουμε «σωκρατική ειρωνεία» και σε ποια σημεία του κειμένου μπορούμε να την εντοπίσουμε; β) Λαμβάνοντας υπόψη την ειρωνεία που είναι εμφανής στο κείμενο, αλλά και το γενικότερο ύφος του φιλοσόφου, τι συμπεράσματα μπορούμε να συναγάγουμε για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον Πρωταγόρα; Σωκρατική ειρωνεία» ονομάζεται η προσποιητή άγνοια που επεδείκνυε ο Σωκράτης στις συζητήσεις του. Προσποιούνταν δηλαδή αρχικά ότι δήθεν δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά ότι ενδιαφέρεται να τον διδάξουν οι άλλοι το όσιο και το ανόσιο, το καλό και το άσχημο, το θάρρος και τη δειλία κ.τ.λ. Δεν υποσχόταν ότι διδάσκει κάτι συγκεκριμένο, γιατί πίστευε ότι ο καθένας μπορεί μόνος του να βρει την αλήθεια, αν μάθει να χρησιμοποιεί τον νου του. Συνεπώς, δεν προσέφερε έτοιμες γνώσεις, αλλά με ερωτήσεις προσπαθούσε να οδηγήσει τον συνομιλητή του
αρχικά στη συνειδητοποίηση της πλάνης και της πνευματικής του κατωτερότητας και στη συνέχεια σε γνώσεις που είχε ήδη μέσα του. Η μέθοδος αυτή μπορεί να εντοπιστεί στο κείμενό μας στα εξής σημεία: - «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται η ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι η προσποιητή, δηλαδή, χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που μιλάει. - «... ωραία τέχνη»: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί σκόπιμα τη λέξη «τέχνη», η οποία είναι αμφίσημη. Μπορεί να σημαίνει επινόηση, τέχνη, αλλά και πανουργία, απάτη. Έτσι, υποδηλώνεται ειρωνική διάθεση και ο ακροατής προβληματίζεται για το ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της. - «... ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ ...», «... έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»: στις φράσεις αυτές η ειρωνεία καλύπτεται πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα. - «... αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ μέσω της αμφισβήτησης για την ειδικότητα που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του. Μελετώντας, βέβαια, συνολικά τη στάση του Σωκράτη απέναντι στον σοφιστή Πρωταγόρα παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος δεν διατυπώνει τις θέσεις του δογματικά, αλλά εκφράζεται με ευγένεια και μετριοφροσύνη («δεν θεωρούσα …», «νομίζω πως …»). Παράλληλα, δείχνει να σέβεται την άποψη του συνομιλητή του και να αναγνωρίζει το κύρος του («δεν μπορώ να το αμφισβητήσω», «κάμπτομαι και πιστεύω … μόνος σου»). Συνεπώς, η λεπτή ειρωνεία που επισημάναμε στο ύφος του φιλοσόφου δεν έχει ως στόχο να προσβάλει και να υπονομεύσει το κύρος και την αξία του Πρωταγόρα, αλλά απλώς να τον προκαλέσει και να τον αναγκάσει να αναπτύξει διεξοδικά τις θέσεις του.
8. Να διαγράψετε το ήθος των δύο συνομιλητών. Η ζωντάνια και η παραστατικότητα που διέπουν τον διάλογο μεταξύ του Πρωταγόρα και του Σωκράτη μας δίνουν τη δυνατότητα να διαγράψουμε με ενάργεια το ήθος τους. Έτσι, παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι μπορεί να διδάξει την «εὐβουλία». Η αυτοπεποίθησή του κορυφώνεται μετά την εσκεμμένη αμφισβήτηση των δυνατοτήτων του από τον Σωκράτη. Διαφοροποιείται από τους άλλους σοφιστές και υπερτονίζει το «εγώ» του. Η αυτεπίγνωση της αξίας του στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας τον οδηγεί σε αυτοπροβολή και τάση επίδειξης. Άλλωστε, είναι ένας καταξιωμένος και φημισμένος δάσκαλος, που έχει βιώσει τον σεβασμό των συγχρόνων του και το κύρος του είναι αδιαμφισβήτητο. Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτονται από τα εξής χωρία: «Το μάθημα [το οποίο] διδάσκω ...», «Αυτό ακριβώς, Σωκράτη, είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω», «Εγώ νομίζω πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο». Με τη σειρά του, ο Σωκράτης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί με ευγένεια, σεβασμό και λεπτότητα να διαφωνήσει με τον συνομιλητή του. Χρησιμοποιεί λεπτή «ειρωνεία», χωρίς όμως να γίνεται προσβλητικός. Διακρίνεται για τη λογική και συγκροτημένη σκέψη του στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια στην οποία είναι προσηλωμένος. Τέλος, δείχνει να αντιμετωπίζει με ηρεμία τις αντίθετες απόψεις και να μην παραφέρεται. Δηλωτικές των παραπάνω γνωρισμάτων του είναι οι φράσεις: «Άραγε παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;», «Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω.», «Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως ...», «Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, ... και κάνε το» Ερώτηση 9: Ο Σωκράτης εμμένει μόνο στο θέμα του δημόσιου βίου, αν και ο Πρωταγόρας αναφέρεται τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο βίο. Γιατί το κάνει αυτό;
Απάντηση Με βάση των άποψη των αρχαίων Ελλήνων ότι ουσιαστικός πολίτης είναι ο ενεργός πολίτης, αυτός που ασχολείται τόσο με ζητήματα ιδιωτικά όσο όμως και κοινωνικο-πολιτικά, διαφορετικά είναι άχρηστος, άποψη που διατύπωσε ο Σόλων και επισήμανε στον Επιτάφιό του ο Περικλής(κεφ.37,40) αντιλαμβανόμαστε ότι οι υποθέσεις της ιδιωτικής ζωής νοούνται μόνο στο πλαίσιο της πόλης, είναι μέρος του δημόσιου βίου. Τα θέματα τα ιδιωτικά και δημόσια τα καλύπτει η πολιτική τέχνη, όρος που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης. Ο Αθηναίος πολίτης δε νοείται ως άτομο, αλλά ως μέλος του συνόλου, διότι μόνο μέσα στην πόλη μπορεί να δράσει και να καταξιωθεί ευεργετικά για τον εαυτό του και το σύνολο. Ερώτηση10:Γιατί επιχειρεί να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα του Σωκράτη ο Πρωταγόρας με έναν μύθο; Απάντηση Ο Πρωταγόρας δικαιολογείται λέγοντας ότι είναι πιο χαριτωμένο: «χαριέστερον εἶναι μῦθον ὑμῖν λέγειν».Μύθος είναι μια φανταστική αφήγηση που προέρχεται από την παράδοση ή είναι δημιούργημα κάποιου διανοητή. Οι σοφιστές χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά μύθους για τις ανάγκες της διδασκαλίας τους, γιατί περιείχαν σύμβολα, παραβολές, αλληγορίες κλπ. που διευκρίνιζαν, επεξηγούσαν ή εδραίωναν τις απόψεις τους. Επιπλέον, οι μυθικές αφηγήσεις άφηναν μεγάλα περιθώρια για ποιητική χρήση της γλώσσας, οπότε ο λόγος μπορούσε να αποκτήσει χάρη και απαράμιλλη γοητεία. Συνεπώς: ο μύθος απέβαινε σημαντικό μέσο επίδειξης γνώσης και ρητορικής δεινότητας, αλλά και μέσο άσκησης επιρροής στους ακροατές. Όμως: ο μύθος, αν και μπορεί να σαγηνεύσει και να προσελκύσει, δεν έχει την αποδεικτική δύναμη του λόγου που στηρίζεται σε επιχειρήματα και συλλογισμούς, ενισχύεται από αδιάσειστα γεγονότα και τεκμηριώνεται με χειροπιαστά και αδιάβλητα στοιχεία. Ο μύθος πάντως του Πρωταγόρα είναι μάλλον δημιούργημα δικό του και περιλαμβανόταν ίσως στο χαμένο του έργο «Περὶ τῆς ἐν ἀρχῇ καταστάσεως».
Πρωταγόρας
Συμπληρωματικά στην ενότητα 1.
1. Τι εννοεί ο Σωκράτης με τον όρο πολιτική τέχνη;
Απάντηση: Η πολιτική τέχνη θα ονομαστεί στη συνέχεια «πολιτική ἀρετὴ» ή «ἀνδρὸς ἀρετὴ». Πρόκειται για τη σωστή συμπεριφορά και δράση του ατόμου στα πλαίσια της πόλης, στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο. Ο Πρωταγόρας, επομένως, υπόσχεται ότι μπορεί να γαλουχήσει του νέους με τα συστατικά εκείνα που διαμορφώνουν τον ιδανικό πολίτη, δηλαδή ήθος, κρίση, ορθοφροσύνη, λόγος, σωστή λήψη
αποφάσεων. Η «ἀνδρὸς ἀρετὴ» χαρακτηρίζεται ως πολιτική αρετή. Αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις συνθήκες ζωής και παραγωγής ιδεών του 5ου αι.πχ., όπου σταθερή είναι η άποψη ότι οτιδήποτε ιδιωτικό έχει το πλαίσιο αναφοράς του στο δημόσια, είναι ταυτόχρονα πολιτικό. Μια ευημερούσα πόλη οδηγεί και τα μέλη της στην ευημερία.. Επιπλέον, η ατομική ηθική συμπεριφορά δεν μπορεί να νοηθεί αποκομμένη από την πόλη, αντικατοπτρίζει συμπεριφορά του ως μέλους της πόλης του. Ο Περικλής στον Επιτάφιο κάνει λόγο για ατομική ευτυχία στα πλαίσια μιας ευτυχισμένης πόλης. Το ίδιο υποστηρίζουν Αριστοτέλης και Σοφοκλής, στην Αντιγόνη, η ευδαιμονία μόνο στα πλαίσια της πόλης μπορεί να επιτευχθεί.
2. « Μάλιστα ωραία τέχνη κατέχεις, λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η άποψη του Σωκράτη υποκρύπτει δυσπιστία. Να εξηγήσετε τους λόγους αυτής.
Απάντηση: Ο Σωκράτης με σαφή τρόπο αμφιβάλλει για το γεγονός ότι ο Πρωταγόρας είναι σε θέση να διδάξει την πολιτική αρετή. Ο Σωκράτης έχει διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της αλήθειας και αντίληψης του ρόλου της γνώσης στη ζωή. Τους σοφιστές ενδιαφέρει η χρησιμοθηρική γνώση, το Σωκράτη ενδιαφέρει η εύρεση ενός στέρεου εδάφους, για να καθοριστεί αυστηρά η έννοια του καλού, της αρετής και σοφίας. Αυτή την έννοια έχει και η τεχνική άρνησή του να δεχτεί ότι διδάσκεται η πολιτική αρετή, αν και ουσιαστικά το πιστεύει. Η λέξη «τέχνημα» άλλωστε στο πρωτότυπο κείμενο έχει διφορούμενη σημασία: σημαίνει εφεύρεση, ευρηματικότητα, επινοητικότητα, αλλά και πανουργία, απάτη. Δηλώνοντας ότι δε θεωρεί την πολιτική τέχνη κάτι το διδακτό χρησιμοποιεί τέχνασμα, για να ελέγξει τι ακριβώς διδάσκει ο Πρωταγόρας, σε ποιο βαθμό κατέχει το αντικείμενο της διδασκαλίας του και με ποιο τρόπο επιχειρεί να μεταδώσει τις γνώσεις στους μαθητές του.
3. Είναι ειλικρινής η διατύπωση του Σωκράτη για τη σοφία των Αθηναίων ή όχι και γιατί;
Απάντηση: Ο Σωκράτης διατυπώνει μια ευρέως αποδεκτή άποψη περί πνευματικής ανωτερότητας των Αθηναίων. Γι αυτήν έχουν αναφερθεί σημαντικές προσωπικότητες της εποχής: ο Ιππίας σ’ αυτό το διάλογο θα αποκαλέσει την Αθήνα «τὸ πρυτανεῖον τῆς σοφίας», ο Ευριπίδης αποκαλεί την Αθήνα «Ἑλλὰς Ἑλλάδος», ο Διόδωρος λέγει ότι «Ἀθῆναι πάντων ἀνθρώπων κοινὸν παιδευτήριον» και ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο λέγει « λέγω τὴν πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλλάδος παίδευσιν εἶναι». Ο Αθήναιος γράφει «ὁ Ἀπόλλων ἑστίαν τῆς Ἑλλάδος ἀνεκήρυξε» και ο Ηρόδοτος « ἐν Αθηναίοισι τοῖσι πρώτοισι λεγομένοισι εἶναι Ἑλλήνων
σοφίην». Ωστόσο, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί με την ειλικρίνεια του Σωκράτη, διότι στην «Απολογία» του δε θα μιλήσει με κολακευτικά λόγια γι’ αυτούς. Υποθέτουμε ότι εδώ υπάρχει ειρωνεία ή προσπάθεια να οδηγήσει τον Πρωταγόρα εκεί που αυτός επιθυμεί. Θέλει και να εγκωμιάσει τους Αθηναίους και να μην αφήσει στον Πρωταγόρα περιθώρια αμφισβήτησης των λεγομένων του. Πάντως είναι γενική και σχετικά αφελής η άποψη, μια και η ιστορία έχει αποδείξει το αντίθετο.
4. «οι πιο σοφοί και οι άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή που έχουν οι ίδιοι στους άλλους»
Απάντηση: Ο Σωκράτης παραθέτει το δεύτερο επιχείρημά του στην προσπάθειά του να πείσει ότι δεν μπορεί κανείς να διδάξει την αρετή. Αναφέρει ότι πολίτες σοφοί και άριστοι δεν μπόρεσαν να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους. Στον πλατωνικό λόγο ¨Μένων» ο Σωκράτης κατακρίνει τους μεγάλους άνδρες της Αθήνας, όπως τον Περικλή, το Θεμιστοκλή και τον Αριστείδη, επειδή δεν ενδιαφέρθηκαν όσο έπρεπε για τη μόρφωση των παιδιών τους. Όμως εδώ υπάρχει αντίφαση: τους κατηγορεί για έλλειψη ενδιαφέροντος, άρα μπορούσαν να διδάξουν τα παιδιά τους και δεν το έπραξαν, εκτός κι αν εδώ συνεχίζει την άποψη λέγοντας ότι γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να διδάξουν. Για την αναίρεση του επιχειρήματος βλ. σχετικά
5. Χαρακτηρισμός προσώπων
Απάντηση:
Πρωταγόρας: εμφανίζεται με αυτοπεποίθηση και σιγουριά για τον εαυτό του, εφόσον δείχνει βεβαιότητα στη δυνατότητα διδαχής της ευβουλίας στους νέους πολίτες, έργο δύσκολο, οπότε μπορούμε να μιλήσουμε και για ενδεχόμενη υπεροψία του και έπαρση. Επίσης, εμφανής είναι μια αοριστολογία στο λόγο του, καθώς δεν ξεκαθαρίζει το ακριβές αντικείμενο της διδασκαλίας του. Έχει, τέλος, αυτοπεποίθηση, διότι, αν και έχει προηγηθεί η αμφισβήτηση του Σωκράτη, αυτός ατάραχος, βέβαιος για τον εαυτό του, είναι έτοιμος να μιλήσει και να ξεκαθαρίζει το ζήτημα. Βέβαια η φήμη του είναι γνωστή, είναι φτασμένος δάσκαλος και γνώστης. Θα ήταν παράλογο να μην έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Πώς θα εμπνεύσει τους μαθητές του;
Σωκράτης: δείχνει αμέσως την πρόθεσή του για συγκεκριμένες απαντήσεις και όχι αοριστολογίες. Δεν είναι ευκολόπιστος, δεν παρασύρεται από ηχηρά λόγια. Προσπαθεί με σεβασμό και λεπτότητα να διαφωνήσει με το συνομιλητή του, χρησιμοποιεί λεπτή ειρωνεία, χωρίς να είναι προσβλητική, προσπαθεί με συλλογισμούς και συγκροτημένη σκέψη και επαγωγικά να οδηγηθεί στην αλήθεια και
να διατυπώσει τις ενστάσεις του. Δε θέλει να εντυπωσιάσει. Είναι προσηλωμένος στην αλήθεια, την οποία και υπηρετεί, ακόμη κι αν πρόκειται να μιλήσει υποτιμητικά για παρόντα πρόσωπα, όπως για τον Αλκιβιάδη. Βέβαια υπάρχουν κενά και αδύνατα σημεία στην επιχειρηματολογία για τα οποία βλ. σχετικά
Πλάτων-Πρωταγόρας,
Ερωτήσεις Ενότητας 1η
1. Ποιο είναι το θέμα και η δομή της ενότητας; Να αποδώσετε με δικά σας λόγια το περιεχόμενό της. Ποια λογικά κενά ή αδύνατα σημεία διαπιστώνετε, αν διαπιστώνετε; 2. Μελετήστε τον τρόπο με τον οποίο ο Σωκράτης αναφέρεται στις γνώσεις του Πρωταγόρα και σχολιάστε. 3. Ο Σωκράτης ζητάει από τον Πρωταγόρα να είναι ακριβής στις απαντήσεις του και χρησιμοποιεί δυο μεθόδους του, την ειρωνεία και μαιευτική. Πώς φαίνεται αυτό από το κείμενο και τι πετυχαίνει έτσι;
4. Το επιχείρημα του Σωκράτη ότι άνδρες που κατέχουν την πολιτική τέχνη δεν μπορούν να τη διδάξουν στους άλλους αντιφάσκει σ΄ όσα ανέφερε πριν. Να εντοπίσετε την αντίφαση και να την εξηγήσετε. 5. Σε ποιο σημείο παρατηρείται μεθοδολογικό τέχνασμα του Σωκράτη σχετικά με τη διδασκαλία της αρετής; Να το εξηγήσετε λαμβάνοντας υπόψη τις βασικές αρχές της σωκρατικής διδασκαλίας. 6. Ποια είναι η σημασία του όρου αρετή στο κεφάλαιο και ποια ιδιαίτερη σημασία προσδίδουν στον όρο οι προσδιορισμοί «ανδρός»αρετή και «πολιτική»αρετή. Ποια έννοια έχουν οι αντίστοιχοι όροι σήμερα;
7. Να εξετάσετε αν τα επιχειρήματα του Σωκράτη είναι ικανοποιητικά ή όχι για την άποψη που υποστηρίζει.
8. Ποια επιχειρήματα χρησιμοποιεί ο Σωκράτης για το μη διδακτό της αρετής, από πού προέρχονται και πόσο ισχυρά είναι;
9. Πώς τεκμηριώνεται από το κείμενο η προηγμένη οργάνωση της αθηναϊκής δημοκρατίας και διοίκησης;
10. Ο Πρωταγόρας είχε μιλήσει για «πολιτική τέχνη», ενώ ο Σωκράτης στο λόγο του αναφέρεται στην «πολιτική αρετή» και από αυτήν οδηγείται γενικά στην αρετή. Τι νομίζετε ότι θέλει να επιτύχει με τον τρόπο αυτό ο Σωκράτης; Τι συμπεράσματα βγάζουμε για τις αντιλήψεις του περί αρετής; Ποια η σημασία της έννοιας αρετή στο κείμενο;
11. Σε ποιο σημείο του κεφαλαίου γενικεύει ο Σωκράτης την άποψή του για τη δυνατότητα να διδαχθεί η πολιτική αρετή; Ποια εντύπωση μας δημιουργεί με τη γενίκευση αυτή και πού αποβλέπει;
12. Ο Αριστοτέλης επαινεί το Σωκράτη, γιατί πρόσφερε την επαγωγική μέθοδο στη φιλοσοφική συζήτηση. Να εντοπίσετε στο κείμενο τη μέθοδο αυτή και να την αξιολογήσετε.
13. Από που προέρχονται οι γνώσεις του Πρωταγόρα κατά το Σωκράτη; Τι συμπεραίνουμε για την πηγή της γνώσης και για τη δυνατότητα και τα όρια της γνώσης; 14. Με το β΄συνθετικό των παρακάτω λέξεων να γράψετε τρεις ομόρριζες λέξεις για καθεμιά: πρόκειται, μεταβιβάσουν, συνέλευση, διαταγή, προφανές. 15. Να γράψετε πέντε παράγωγα από κάθε ρήμα που σας δίνεται: διδάσκεται, θεωρώ, εκτελέσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου